ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΑΙΔΕ
i Οι τελευταίοι σπασμοί του οθωμανικού θηρίου
Πριν ακόμη ξημερώσει η 16η Οκτωβρίου 1912, η 7η μεραρχία της «Ελληνικής Στρατιάς Θεσσαλίας» προέλασε – κατά τη διάταξη των δυνάμεών της που προαναφέραμε – στα δυτικά και νότια της Κατερίνης, που ανάσαινε τον πρώτο ζωογόνο αέρα της ελευθερίας. Ενώ οι προφυλακές της μεραρχίας εισέρχονταν στην πόλη από τα δυτικά, από τα βορειοανατολικά έπεφταν οι τελευταίοι πυροβολισμοί, ου ρίχτηκαν από φυγάδες Τούρκους στρατιώτες, ξεκομμένους από τις μονάδες τους, μάλλον γιατί είχαν αποκοιμηθεί και ξύπνησαν τρομαγμένοι. Το ίδιο έκαναν και λίγοι άτακτοι Βόσνιοι μέτοικοι, τους οποίους είχαν εποικίσει οι Νεότουρκοι στην Πιερία από άλλες περιοχές, προκειμένου να αλλοιώσουν τη σύνθεση του πληθυσμού στη Μακεδονία και να νοθεύσουν τις εκλογές τους το 1908.
Όλοι σχεδόν εκείνοι οι Τούρκοι, που δεν ξεπερνούσαν τους τριάντα, τράπηκαν σε φυγή προς βόρεια για να γλιτώσουν. Αιχμαλωτίστηκαν όμως αμέσως από τις προφυλακές της μεραρχίας, όπως κρατούνταν και αρκετοί τραυματίες ανάμεσα στους οποίους ήταν και τέσσερις ανώτεροι Τούρκοι αξιωματικοί. Πάντως, ο κύριος όγκος του τουρκικού στρατού της Κατερίνης είχε διαφύγει προς Κίτρος- Αιγίνιο (Λιμπάνοβο)- Γιδά (Αλεξάνδρεια), παίρνοντας μαζί του και κάποιες οικογένειες Τούρκων και άλλων μουσουλμάνων που τον ακολούθησαν. Αυτοί ήταν οι τελευταίοι σπασμοί αντίδρασης του οθωμανικού θηρίου…, μετά από 500 χρόνια κατοχής, δουλείας και καταδυνάστευσης του Ελληνισμού.
ii Επίσημη είσοδος και υποδοχή του στρατού στην Κατερίνη
Η είσοδος του απελευθερωτή ελληνικού στρατού στην πόλη της Κατερίνης έγινε με κάθε επισημότητα και κάτω από συνθήκες έξαλλου πατριωτικού ενθουσιασμού και ανείπωτης χαράς ελευθερίας του λαού. Οι αρχές της πόλης – ελληνικές και τουρκικές – με επικεφαλής τον αοίδιμο «επίσκοπο της απελευθέρωσης» Παρθένιο Βαρδάκα, το ιερατείο της πόλης και των πλησιέστερων χωριών, τον Τούρκο δήμαρχο της πόλης Μουχαρέμ Ρουστέμ μπέη και το «Δημοτικό Συμβούλιο», καθώς και σύσσωμο τον ελληνικό πληθυσμό της Κατερίνης, υποδέχθηκαν επισήμως τη διοίκηση της 7ης μεραρχίας. Χώρος υποδοχής του «Απελευθερωτικού Στρατού» μας ήταν η κεντρική οδός, που μετονομάστηκε αργότερα σε «Εβδόμης Μεραρχίας». Ανατολικότερα ήταν η «Μεγάλου Αλεξάνδρου» και το σημείο όπου ήταν η Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Κατερίνης» παλαιότερα (ΚΑΠΗ σήμερα) και η είσοδος στο «Δημοτικό Πάρκο» της πόλης, με τα χαρακτηριστικά τούρκικα πυροβόλα, λάφυρα κι αυτά του απελευθερωτικού πολέμου.
Σημειώνουμε ότι στο χώρο εκείνο, δεξιότερα, και στο χώρο του πάρκου υπήρχε τουρκικός στρατώνας (Kislas) που είχε εγκαταλειφθεί. Μετά τη συγκινητική υποδοχή του μεράρχου Κλεομένη, του Επιτελείου του και των τμημάτων της έφιππης και πεζής συνοδείας, ακολούθησε η είσοδος ενός τάγματος του 21ου συντάγματος, ενώ ακολουθούσαν και άλλες δυνάμεις του, από τα Δ και τα ΝΔ. και εισέρχονταν στην πόλη. Οι επίσημοι, με επικεφαλής τον επίσκοπο «Κίτρους και Αικατερίνης» Παρθένιο, συνοδευόμενοι από πλήθος λαού κατευθύνθηκαν στο μητροπολιτικό ναό της Θείας Αναλήψεως, όπου τελέστηκε ευχαριστήρια και χαρμόσυνη Δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης – και της Πιερίας- από τον οθωμανικό ζυγό, μετά από 500 σχεδόν χρόνια αφόρητης τυραννικής καταδυνάστευσης.
Κάπου, στη στρατωνισμένη στρατιά ο Μέραρχος Κλεομένης θέλει να ευχαριστήσει το Γαλία Λάπα, που τον είχε οδηγό από τα ορεινά της Φουσκίνας προς την πόλη. Του προτείνουν να πάρει ό,τι θέλει από τα λάφυρα. Κι εκείνος ζητά να του επιτρέψει ο μέραρχος να φορτώσει το μουλάρι του με όπλα, μήπως τα χρειασθούν και πάλι. Αυτή ήταν η ανταμοιβή του, όπως σημειώνει στα ιστορικά του έργα ο Γιώργος Ράπτης. Κι όταν γύρισε στο χωριό με το απρόσμενο φορτίο, οι συγχωριανοί του χάιδευαν τα όπλα, ευχόμενοι να τους είναι αχρείαστα…Αυτό θα πει ανιδιοτελής προσφορά στην αναπαλλοτρίωτη αξία της ελευθερίας!!
Συνάμα, μέσα σε κλίμα γενικής συγκίνησης και με ανάμεικτα αισθήματα ευφροσύνης και στενοχώριας, κηδεύτηκαν και ενταφιάστηκαν, χοροστατούντος του επισκόπου Κίτρους Παρθενίου, στο κοιμητήριο της Αγίας Αικατερίνης οι Δημήτριος Σβορώνος, αντισυνταγματάρχης, διοικητής του 20ου συντάγματος της 7ης Μεραρχίας, Δημήτριος Νίκας, υπολοχαγός, υπασπιστής 21ου συντάγματος, και οι συμπολεμιστές τους Βίγκος Θωμάς, Βασίλας Γεώργιος, Σαράντης Αντώνιος και Ανευλαβής Βασίλειος, ήρωες που έχουν συνδέσει το όνομά τους με την απελευθέρωση της γης της Πιερίας. Μαζί τους κηδεύτηκαν ακόμη έξι άνδρες και τρεις γυναίκες, που δολοφόνησαν άγρια οι Τούρκοι φεύγοντας, εντελώς αναίτια και άδικα, αφήνοντας δείγμα της βαρβαρότητας τους απέναντι στον ελληνισμό επί πέντε αιώνες.
Στην πόλη ο λαός ζούσε έντονα τις πρώτες ευφρόσυνες ώρες της ελευθερίας του. Κατά τον αείμνηστο καθηγητή Απόστολο Τσακούμη, στηριζόμενο – εκτός των άλλων πηγών της «μονογραφίας» του – και στις ανταποκρίσεις επτά αθηναϊκών εφημερίδων εκείνης της περιόδου, οι Πιεριείς γιόρτασαν με έντονο συναισθηματισμό και με πάθος την απελευθέρωσή τους. Οι Κατερινιώτες «έρραναν με άνθη, από τα παράθυρα και τους εξώστες των οικιών τους τον ελληνικό στρατό, ο οποίος στρατοπέδευσε στην ανατολική παρυφή της πόλης, Διανεμήθηκε στους άνδρες του 21ου Συντάγματος «άρτος και διπλή μερίς τυρού, επιπλέον δε και πέντε πακέτα καπνού εκάστω, εκ της εκεί ευρισκόμενης απoθήκης Regie.» …, σημειώνει ο συμπολίτης μας καθηγητής Καζνταρίδης. «Οι κάτοικοι της πόλης – γράφει ο Τσακούμης – έξαλλοι από χαρά, πρόσφεραν τα πάντα στον ελευθερωτή στρατό. Οι κουρείς καλούσαν τους αξιωματικούς και στρατιώτες να τους περιποιηθούν δωρεάν.. Οι καπναποθήκες πρόσφεραν τον καλύτερο καπνό τους. Ο στρατός μας όμως δεν είχε καιρό… Η προέλαση έπρεπε να συνεχιστεί».
«Στις 7.30΄ του πρωινού της 16ης Οκτωβρίου 1912, ημέρα Τρίτη, τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν στην πανηγυρίζουσα Κατερίνη. Οι κάτοικοί της, από τα μπαλκόνια των οικιών και από τις άκρες των δρόμων, επευφημούσαν τον παρελαύνοντα, δια μέσου της κεντρικής οδού (οδοί VIIης Μεραρχίας και Μεγάλου Αλεξάνδρου, σήμερα) ελληνικό στρατό, που πορεύτηκε προς το κέντρο της μικρής – τότε – πόλης. Στο ύψος του σημερινού πάρκου – τότε ήταν τουρκικός στρατώνας (Κισλάς- τ.λ.) τον ελληνικό στρατό υποδέχθηκε αντιπροσωπεία των κατοίκων της πόλης, με επικεφαλής τον επίσκοπο Κίτρους Παρθένιο Βαρδάκα». Και συνεχίζει ο αείμνηστος Δ. Κωτίκας. «Ήμουν νέος, 17 ετών περίπου, όταν απελευθερώθηκε η Κατερίνη. Το πρωινό εκείνο εργαζόμουν ως υπάλληλος στο καφενείο του Σκλιοπίδη- γωνία σημερινή Μεγάλου Αλεξάνδρου και Γεωργάκη Ολυμπίου- κοντά στην πλατεία. Λίγο πριν εισέλθει ο ελληνικός στρατός, πυκνοί πυροβολισμοί ακούστηκαν από διάφορα σημεία της πόλης και δεν γνωρίζαμε την προέλευσή τους. Οι κάτοικοι, τρομαγμένοι και φοβισμένοι, το έβαλαν στα πόδια. Οι καταστηματάρχες της κεντρικής πλατείας (σ.σ. πλατεία Ελευθερίας σήμερα) και της κεντρικής οδού κλείδωσαν τα μαγαζιά τους και κλείστηκαν στα σπίτια τους. Υπαίθριοι μικροπωλητές εγκατέλειψαν την πραμάτεια τους στους δρόμους και εξαφανίστηκαν. Υπαίθριοι μάγειροι, που σερβίριζαν σε λαδόκολλα πατσάδες, κεμπάπ κ.α., εγκατέλειψαν τις γεμάτες με κρέας τάβλες και έτρεξαν να κρυφτούν, Φοβισμένος κι εγώ, κλείδωσα το μαγαζί και απομακρύνθηκα από την αγορά. Από περιέργεια όμως, επέστρεψα σύντομα, και είδα τότε τον ελληνικό στρατό να παρελαύνει μέσω της κεντρικής οδού. Επέστρεψαν και οι άλλοι καταστηματάρχες, άνοιξαν τα μαγαζιά τους και κερνούσαν τους Έλληνες στρατιώτες με λουκούμια, ποτά, τσιγάρα και άλλα».