Το κείμενο που ακολουθεί σχετικά με την άλωση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί μέρος της Ιστορίας του Βυζαντινού συγγραφέα Γεωργίου Φραντζή, επιστήθιου φίλου και μυστικοσυμβούλου του τελευταίου αυτοκράτορα των Ελλήνων Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι και άλλοι έγραψαν την ιστορία της άλωσης, όπως ο Δούκας και ο Βενετός Μπάρμπαρο, αλλά αυτοί δεν είχαν στενές σχέσεις με τον Παλαιολόγο όπως ο Φραντζής, ώστε να γνωρίζουν με ακρίβεια όσα σχεδιάζονταν και γίνονταν μυστικά στα ανάκτορα. Κατά συνέπεια η ιστορία τους δεν μπορεί να έχει την ακρίβεια και πληρότητα του έργου του Φραντζή. Ο Γεώργιος Φραντζής γεννήθηκε, το 1401 μ.Χ., επί βασιλείας Μανουήλ Παλαιολόγου, από επίσημη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης και ήταν συγγενής του Γρηγορίου Παλαιολόγου του Μαμωνά, γιου του μεγάλου δούκα Μαμωνά πρώην ηγεμόνα της Μονεμβασίας. Σε ηλικία δεκαέξι ετών προσλήφθηκε από το βασιλιά Μανουήλ για να μορφωθεί στο Κελί του. Ο Μανουήλ τον αγαπούσε ιδιαίτερα για την πίστη, την αφοσίωση και την εξυπνάδα του, τον χρησιμοποιούσε σε εμπιστευτικές υποθέσεις και τον έστειλε δύο φορές πρέσβη στο σουλτάνο Μουράτ. Η μεγάλη οικειότητα του βασιλιά απέναντι του φαίνεται από το γεγονός ότι του ανέθεσε να γράψει ο ίδιος τη διαθήκη του, με την οποία τον όριζε μαζί με άλλους δύο, επίτροπο της τελευταίας θέλησής του και έκανε ιδιαίτερη σύσταση στο γιο και διάδοχό του Ιωάννη να τον έχει πάντα μαζί του, να τον θεωρεί σαν έναν από τους πιστότερους ανθρώπους του και να του δώσει προαγωγή.
Τον Φραντζή που είχε από παιδί μεγάλη φιλία με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (επειδή ο θείος του ήταν παιδαγωγός του Κωνσταντίνου και έτσι βρισκόταν σε στενή επαφή μαζί του) ζήτησε ο Κωνσταντίνος από τον αδερφό του Ιωάννη να τον έχει στην υπηρεσία του, όταν εκείνος έγινε βασιλιάς μετά το θάνατο του Μανουήλ. Ο Ιωάννης όμως, έχοντας υπόψη του την πατρική εντολή, δεν ήθελε να του τον δώσει. Με τη μεσολάβηση και τη συγκατάθεση όμως της βασιλομήτορος, επέτρεψε να συνοδεύσει ο Φραντζής τον Κωνσταντίνο στην Πελοπόννησο, όπου πήγαινε να αναλάβει την ηγεμονία αυτής της περιοχής. Από τότε ο Κωνσταντίνος τον έπαιρνε πάντα μαζί του, του εμπιστευόταν τα ιδιαίτερα μυστικά του, του ανέθετε διάφορες διπλωματικές αποστολές και τον είχε έμπιστο μυστικοσύμβουλό του. Ο Φραντζής ήταν αχώριστος σύντροφός του μέχρι το τέλος και τον έσωσε μάλιστα έξω από την Πάτρα στον πόλεμο εναντίον των κατοίκων της, που τότε βρίσκονταν υπό την κυριαρχία κάποιου αρχιερέα, όταν τραυματίσθηκε σοβαρά και πιάστηκε αιχμάλωτος. Ήταν τόσο στενοί φίλοι, ώστε ο Κωνσταντίνος τον στεφάνωσε και βάφτισε όλα τα παιδιά του. Ακόμα ο Φραντζής είχε πάρει το αξίωμα του Πρωτοβεστιάριου από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο, ενώ λίγες μέρες πριν από την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης τον ονόμασε Μεγάλο Λογοθέτη.
Τόσο ο ίδιος όσο και ολόκληρη η οικογένειά του αιχμαλωτίστηκαν στην άλωση της βασιλεύουσας. Ο σουλτάνος αγόρασε από τον αρχι – ιπποκόμο του τα παιδιά του Φραντζή, που ήταν πολύ όμορφα, με σκοπό να ατιμάσει το μεγαλύτερο γιο του, περίπου δεκαπέντε ετών. Επειδή όμως το αγόρι δεν υπέκυψε στις κτηνώδεις επιθυμίες του, το έσφαξε. Ο Φραντζής εξαγοράσθηκε και πήγε στην Πελοπόννησο, στον αδερφό του αυτοκράτορα Δημήτριο, που ήταν ηγεμόνας της Σπάρτης μέχρι που κατάφερε τελικά να εξαγοράσει και τη σύζυγό του.
Μετά από πολλές προσπάθειες και κόπους που κατέβαλε για να συμφιλιώσει τους αδερφούς του αυτοκράτορα Δημήτριο (ηγεμόνα της Σπάρτης) και Θωμά (ηγεμόνα της Πάτρας) για τη σωτηρία τουλάχιστον της Πελοποννήσου, την οποία απειλούσαν να καταλάβουν οι Τούρκοι εξαιτίας των διχονοιών και των εμφύλιων πολέμων, αίτιοι των οποίων ήταν —κατά τον Φραντζή— οι Αλβανοί της Πελοποννήσου και ο Ματθαίος Ασάν, απελπίστηκε, πήγε μαζί με τη σύζυγό του στη μονή των Αγίων Αποστόλων της Κέρκυρας και εκεί έγιναν και οι δύο μοναχοί. Ο Φραντζής πήρε το όνομα Γρηγόριος. Κατά την παραμονή του στο μοναστήρι και με την προτροπή μερικών ευγενών Κερκυραίων, έγραψε την ιστορία, που αρχίζει, από τον Αλέξιο Άγγελο Κομνηνό, τελειώνει στις 30 Μαρτίου 1478 και περιλαμβάνει τη ζωή των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης μέχρι την άλωσή της, καθώς και όλα τα γεγονότα που συνέβησαν στην Πελοπόννησο και σε διάφορα άλλα μέρη. Ο Φραντζής ως χριστιανός ορθόδοξος, έγραψε την ιστορία προς το τέλος της ζωής του, στην οποία φαίνεται ότι είναι ο πιο αντικειμενικός από όλους τούς συγχρόνους του. Μάλλον παραλείπει παρά προσθέτει ορισμένα γεγονότα, εκθέτει όσα αντιλήφθηκε με μεγάλη ευσυνειδησία και χριστιανική αφέλεια, ενώ διαψεύδει έντονα όσα απέδωσαν οι Δυτικοί στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Ιδού ένα απόσπασμα από αυτή……………………………
Θα σας περιγράψω τώρα τι έκανε ο αυτοκράτορας την ώρα της μάχης, ώστε να το μάθουν όλοι.
Όταν ο σουλτάνος ετοιμαζόταν για πόλεμο, οι υπόλοιποι χριστιανοί ηγεμόνες συσκέπτονταν για την αποστολή βοήθειας. Οι γειτονικοί ηγεμόνες είναι φανερό ότι δεν έκαναν τίποτα. Ο σουλτάνος μάλιστα έστειλε πρέσβεις στον ηγεμόνα της Σερβίας Γεώργιο προκειμένου να μεσολαβήσει για την ειρήνη μεταξύ Τούρκων και Ούγγρων. Μαζί με τους πρέσβεις βρισκόταν και κάποιος χριστιανός γραμματικός που είχε εντολή από μερικούς Τούρκους συμβούλους να πει στο Γεώργιο να αναβάλει την ειρήνη με τους Ούγγρους, διότι αν γίνει αυτό, ο σουλτάνος θα επιτεθεί αμέσως εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Εκείνος όμως δε φρόντισε ούτε είπε τίποτα για το θέμα αυτό, χωρίς να έχει αντιληφθεί ότι αν αφαιρεθεί το κεφάλι από το σώμα, όλα τα μέλη θα μείνουν νεκρά.
Τότε λοιπόν, στο μεγάλο συμβούλιο που έγινε στη Βενετία γύρω απ’ αυτό το θέμα, σηκώθηκε ο δούκας Φραγκίσκος Φόσκαρι και είπε: «Ου κατ’ άγνοιαν γαρ ο βασιλεύς Ιωάννης ώριζεν ημάς». Αλλά και όσοι άλλοι τον είδαν και μίλησαν μαζί του παραδέχονταν ότι δεν είχαν γνωρίσει πιο φρόνιμο άνθρωπο στην Ιταλία. Δυστυχώς, όμως, υπερίσχυε η κακία και ο φθόνος επειδή «ουκ οίδε γαρ ο φθόνος προτιμάν το συμφέρον». Αιτία αυτών ήταν η εξής: Ο Αλοΐσιος Διέδος μεσίτεψε κάποτε ώστε ο μακαρίτης αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, δεσπότης τότε στην Πελοπόννησο, να πάρει σύζυγο την κόρη του μαζί με μεγάλη προίκα. Ο δεσπότης μου δέχτηκε αυτή τη συγγένεια όχι για άλλο λόγο αλλά για να ενωθεί έτσι ο τόπος μας μι τη Βενετία, κάτι που υποστήριζα τόσο εγώ όσο και πολλοί άλλοι που συνιστούσαμε να γίνει ο γάμος αυτός.
Όταν όμως στέφθηκε αυτοκράτορας και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, δεν ήταν πλέον δυνατό να πραγματοποιηθεί αυτό επειδή οι άρχοντες και οι αρχόντισσες του Βυζαντίου δε δέχονταν για Κυρία και Δέσποινα τους την κόρη ενός Βενετού, του οποίου οι γιοι και οι γαμπροί θα γίνονταν σύγαμπροι και γυναικάδελφοι του αυτοκράτορα. Μπορεί να ήταν ένας ένδοξος δούκας, το αξίωμά του όμως δεν ήταν ισόβιο. Αφού ο δεσπότης μου έγινε αυτοκράτορας, ο δούκας ζήτησε και πάλι να γίνει το συνοικέσιο, αλλά πήρε αρνητική απάντηση. Έτσι ο άνθρωπος αυτός έγινε εχθρός μας και μολονότι ο Αλοΐσιος Λορεντάνο, ο Αντώνιος Διέδος και πολλοί άλλοι υποστήριξαν με επιχειρήματα ότι αν πέσει η Κωνσταντινούπολη θα ζημιωθεί σημαντικά και η δική τους ηγεμονία, δεν κατάφεραν να πείσουν το δούκα να βοηθήσει τον αυτοκράτορα.
Αλλά και η Εκκλησία της Ρώμης έκανε το ίδιο. Όταν ο καρδινάλιος της Ρωσίας βρέθηκε στην πόλη μας, μεσολάβησα στον αξέχαστο δεσπότη μου να τον κάνει πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης επειδή, αν γινόταν αυτό, θα μας βοηθούσε τόσο ο ίδιος όσο και ο πάπας.
Τουλάχιστον, πρόσθεσα, ας μνημονεύεται και ο πάπας στις λειτουργίες μας μετά τον πατριάρχη. Ύστερα από πολλές συζητήσεις και συμβούλια ο αξέχαστος αυτοκράτορας αποφάσισε να μη γίνει το πρώτο επειδή δε θα υπάκουαν όλοι στον πατριάρχη αλλά θα δημιουργούνταν έριδες και έχθρες μεταξύ εκείνου και όσων δεν τον ήθελαν. Αν λοιπόν ξεσπούσε πόλεμος με τον εξωτερικό μας εχθρό, η ζημιά θα ήταν τεράστια εξαιτίας της εσωτερικής διαμάχης. Μπορούμε όμως να μνημονεύουμε τον πάπα, συμφώνησε ο αυτοκράτορας, με την ελπίδα ότι θα μας βοηθήσει σε περίπτωση ανάγκης. Όσοι το θέλουν, ας το εφαρμόσουν στην Αγία Σοφία. Οι υπόλοιποι ας μην κάνουν τίποτα.
Μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου πέρασαν έξι μήνες και δεν έγινε η παραμικρή συζήτηση για βοήθεια. Η Σερβία, από όπου θα μπορούσαν να σταλούν κρυφά και χρήματα και άνθρωποι με διάφορους τρόπους, δε μας έστειλε ούτε δραχμή. Αντίθετα, βοήθησε το σουλτάνο που πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη με πολλά χρήματα και ανθρώπους, με αποτέλεσμα να μας ειρωνεύονται οι Τούρκοι λέγοντας ότι ακόμα και οι Σέρβοι είναι εναντίον σας. Κανένας από τους χριστιανούς ηγεμόνες της Δύσης ή της Ιβηρίας δεν έστειλε φανερά ή κρυφά την παραμικρή οικονομική ή ανθρώπινη βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Ούγγροι έστειλαν πρέσβεις στο σουλτάνο λέγοντας ότι κάνουν μαζί του ειρήνη με τον όρο να κάνει κι εκείνος το ίδιο μαζί μας. Οι πρέσβεις όμως έφτασαν όταν είχε αρχίσει η πολιορκία της πόλης μας και συγκεκριμένα τη βδομάδα που ετοιμαζόταν η τελική έφοδος. Ο σουλτάνος και οι σύμβουλοί του άρχισαν να χρονοτριβούν κολακεύοντας τους Ούγγρους, ώστε να καθυστερήσουν την απάντησή τους. Αυτό γινόταν με δόλιες προθέσεις επειδή ήθελαν να δουν τι θα συμβεί. Αν κυρίευαν την Πόλη θα έλεγαν: «Εμείς καταλάβαμε την Κωνσταντινούπολη. Φύγετε και κάνετε ό,τι θέλετε, είτε ειρήνη είτε πόλεμο μαζί μας». Έτσι ακριβώς έγινε κι αυτά τα λόγια είπαν στους πρέσβεις. Αν πάλι δεν τα κατάφερναν, θα υποστήριζαν ότι σταμάτησαν τον πόλεμο για χάρη της ειρήνης μεταξύ τους και θα αποχωρούσαν. Είχε μαθευτεί μάλιστα ότι ο σουλτάνος σκεφτόταν: «Αν δεν κυριέψω τώρα την Κωνσταντινούπολη, θα κάνω αμέσως ειρήνη και θα τη διατηρήσω όσο ζω».
Ο μακαρίτης αυτοκράτορας και δεσπότης μου έκανε ότι μπορούσε, κρυφά και φανερά, για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης και της αυτοκρατορίας, χωρίς να σκεφτεί καθόλου για τη σωτηρία της ζωής του. Είναι φανερό ότι αν ήθελε, μπορούσε να φύγει εύκολα. Δεν το έκανε όμως, αλλά αγωνίστηκε σαν τον καλό βοσκό που δίνει και την ψυχή του ακόμα για να σώσει τα πρόβατα. Μόνο ο Ιωάννης Καντακουζηνός κι εγώ ξέρουμε τις προσπάθειες που κατέβαλε. Όταν ο Ιάγκος της Ουγγαρίας του ζήτησε τη Σηλυβρία ή τη Μεσημβρία για να βάλει εκεί δικούς του ανθρώπους και σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία να μας βοηθήσει εναντίον της του παραχωρήθηκε η δεύτερη μόλις άρχισαν οι μάχες. Το χρυσόβουλο γράφτηκε από εμένα τον ίδιο και το πήγε στον Ιάγκο ο γιος του ο Μιχαήλ που ήταν και γαμπρός του Θεοδοσίου του Κυπρίου. Ποιος γνωρίζει τις απαιτήσεις του βασιλιά της Καταλονίας, που ζητούσε τη Λήμνο για να γίνει παντοτινός σύμμαχός μας και εχθρός των Τούρκων στη θάλασσα; Κι αυτό το τακτοποίησε ο αυτοκράτορας. Ποιος γνωρίζει τα χρήματα και τις υποσχέσεις που έδωσε στη Χίο μέσω του Πέραν για να στείλει ανθρώπους τους οποίους δεν είδαμε ποτέ; Ποιος έκανε νηστείες και δεήσεις είτε μόνος είτε μαζί με τους ιερείς ή ποιος έδινε χρήματα για τους φτωχούς τους οποίους βοήθησε όσο κανένας άλλος; Ποιος έκανε αμέτρητες παρακλήσεις στο Θεό για να ελευθερωθούν οι χριστιανοί από την αιχμαλωσία των απίστων; Δυστυχώς, όλα αυτά τα παράβλεψε ο Θεός άγνωστο για ποιες αμαρτίες μας, ενώ οι άνθρωποι δεν τα ήξεραν και καθένας έλεγε ότι του κατέβαινε. Εγώ όμως είμαι βέβαιος ότι ήταν παλιά απόφαση του Θεού να φτάσουν οι Ρωμαίοι στην έσχατη δυστυχία. Άγνωστες είναι οι αιτίες για τις οποίες η Θεία Πρόνοια δημιουργεί λυπηρές και επιβλαβείς καταστάσεις, ενώ θέτει τεράστια εμπόδια για τα αγαθά και τα ωφέλιμα.
πηγή:
“Η Πόλις Εάλω – Χρονικό της πολιορκίας και άλωσης της Κωνσταντινούπολης” Γεωργίου Φραντζή – Νικόλα Μπάρμπαρο…….εκδόσεις Βυζάντιο – Νέα Σύνορα Λιβάνη 1995
*********************************
Δημοτικό τραγούδι του Πόντου
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον.
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον.
Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
“Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!”
εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
“Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!”
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.