…η οξυδέρκεια του Θεμιστοκλή και του Περικλή, δύο κορυφαίων φυσιογνωμιών της ελληνικής ιστορίας, κατόρθωσαν να μετατρέψουν την Αθήνα σε ένα απόρθητο νησί την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου
Η δημιουργία της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας γρήγορα μετεξελίχθηκε σε ηγεμονία καθώς καμία πόλη-κράτος της εποχής δεν μπορούσε να αντιπαρατεθεί στον πανίσχυρο αθηναϊκό στόλο ο οποίος αριθμούσε 300 ετοιμοπόλεμες τριήρεις στις οποίες μπορούσαν να προστεθούν τα πλοία που παρείχαν οι κύριοι σύμμαχοι της Αθήνας.
«Σκεφθείτε! Αν ήμαστε νησί, ποιοι θα ήταν πιο απρόσβλητοι από εμάς; Από αυτό θα πρέπει να εμπνευστούμε και να αποφασίζουμε σαν να ήμαστε νησιώτες». Θουκυδίδου Ιστορία, Α 143
Στην μακραίωνη ιστορία του ελληνικού έθνους, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κατέχει περίοπτη θέση. Από τα σχολικά μας χρόνια έχουμε διδαχθεί την ιστορία του πολέμου αυτού από τον Θουκυδίδη, τον πατέρα του πολιτικού ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις (Πλατιάς 2007, σελ. 25). Ο σύρραξη αυτή μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων της εποχής, Αθήνας και Σπάρτης, συγκλόνισε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο συμπαρασύροντας και τους βαρβάρους για σχεδόν 30 χρόνια (431-404 π.Χ.) (Mosse-Gourbeillon 2009, σελ. 271).
Σηματοδότησε την σταδιακή παρακμή του θεσμού των πόλεων-κρατών, μιας κρατικής οργάνωσης που άνθισε στην κλασική Ελλάδα κι έφτασε στο αποκορύφωμά της με τις δύο κυριότερες πόλεις, την δημοκρατική Αθήνα και την ολιγαρχική Σπάρτη. Επιπροσθέτως, η τελική ήττα και παράδοση της πόλης των Αθηνών σήμανε την απότομη παύση της ραγδαίας, μέχρι εκείνο το σημείο, αύξησης της αθηναϊκής ισχύος. Εφ’ εξής, η Σπάρτη κυριάρχησε στα ελληνικά πράγματα, αν και η κυριαρχία της αυτή κράτησε λίγες δεκαετίες, δείγμα του ότι οι πληγές που της προξένησε ο παρατεταμένος πόλεμος ήταν υπερβολικά βαθιές για να επουλωθούν στην ολότητά τους.
Ο αναγνώστης ίσως να παραξενεύτηκε από τον τίτλο του παρόντος πονήματος. Η Αθήνα ως γνωστόν από την γεωγραφία έχει επαφή με την θάλασσα, αποτέλεσε παραδοσιακά ναυτική δύναμη με το επίνειό της, τον Πειραιά, ο οποίος ακόμη μέχρι σήμερα παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της χώρας, όμως ουδέποτε ήταν καθαυτό νησί (Εικόνα 1). Κι όμως, σκοπός μας είναι να καταδείξουμε τον τρόπο με τον οποίο η οξυδέρκεια του Θεμιστοκλή και του Περικλή, δύο κορυφαίων φυσιογνωμιών της ελληνικής ιστορίας, κατόρθωσαν να μετατρέψουν την Αθήνα σε ένα απόρθητο νησί την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Σχεδόν απόρθητο, καθώς, τελικά, η έκβαση του πολέμου έγειρε εναντίον της πόλης η οποία τελικώς υπέκυψε.
Ο Θεμιστοκλής, ερμηνεύοντας τον χρησμό της Πυθίας πρότεινε στους συμπολίτες του τα έσοδα των μεταλλείων του Λαυρίου να προοριστούν για τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων. Από πολύ νωρίς διείδε την στρατηγική σημασία της θάλασσας για την επίτευξη κυριαρχίας. Η Αθήνα με τον στόλο της κατόρθωσε να επιβιώσει της Περσικής εισβολής και να περάσει στην αντεπίθεση. Η δημιουργία της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας γρήγορα μετεξελίχθηκε σε ηγεμονία καθώς καμία πόλη-κράτος της εποχής δεν μπορούσε να αντιπαρατεθεί στον πανίσχυρο αθηναϊκό στόλο ο οποίος αριθμούσε 300 ετοιμοπόλεμες τριήρεις στις οποίες μπορούσαν να προστεθούν τα πλοία που παρείχαν οι κύριοι σύμμαχοι Χίος, Λέσβος και Κέρκυρα (Mosse-Gourbeillon 2009, σελ. 276). Ούτε καν η μεγαλύτερη χερσαία δύναμη με τον καλύτερα εκπαιδευμένο στρατό, η Σπάρτη. Μάλιστα, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αρχίδαμος είχε κι αυτός διαπιστώσει το ακαταμάχητο της Αθήνας με την ιδιότυπη δομή ισχύος της.
Ο Περικλής, από την αντίπερα όχθη, προετοίμασε την πόλη για μια μακροχρόνια σύγκρουση ξεδιπλώνοντας την στρατηγική του. Πράγματι, στην ιστορία του ο Θουκυδίδης μάς περιγράφει όχι μόνο τα γεγονότα του πολέμου, αλλά τις βαθύτερες αιτίες του ώστε τα διδάγματα να αποτελέσουν κτήμα ες αεί, καθώς και την στρατηγική των αντιμαχόμενων πλευρών. Για την ακρίβεια, το έργο του Θουκυδίδη αποτελεί την πρώτη συστηματική καταγραφή μιας θεωρίας στρατηγικής δύο ηγεμονικών δυνάμεων σε ένα άναρχο κι ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα, κατά βάση διπολικό (Πλατιάς 2007, σελ.79). Ο αναγνώστης πιθανόν να γνωρίζει ήδη πως η βαθύτερη αιτία του πολέμου στην πραγματικότητα ήταν ο φόβος/ανασφάλεια της πρώτης δύναμης του συστήματος κρατών του ελληνικού κόσμου, της Σπάρτης, καθώς διαπίστωνε την ραγδαία ανάπτυξη της αθηναϊκής ισχύος. Το δίλημμα ασφαλείας συνεπώς για την Σπάρτη ήταν δεδομένο. Αν δεν έκανε τίποτα η αθηναϊκή ισχύς θα ξεπερνούσε την σπαρτιατική, με αποτέλεσμα να την εκτοπίσει από το νούμερο 1 του συστήματος. Άρα, η σπαρτιατική επιλογή για πόλεμο, τον λεγόμενο παρεμποδιστικό πόλεμο, ήταν μονόδρομος για να ανακόψει την αθηναϊκή ανάδυση και να διατηρήσει την σχετική της θέση στο διεθνές σύστημα (Πλατιάς 2007, σσ.30-33).
Εδώ θα εστιάσουμε στην στρατηγική του Περικλή να μετατρέψει την Αθήνα σε νησί ώστε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της πόλης και να αποκρύψει τις αδυναμίες της. Ενώ η σπαρτιατική πλευρά, γνωρίζοντας την καθολική υπεροχή του πεζικού της, επεδίωκε μέσω μιας αποφασιστικής μάχης να εκμηδενίσει τον αθηναϊκό στρατό (στρατηγική της εκμηδένισης), οι Αθηναίοι εφάρμοσαν την στρατηγική της εξουθένωσης του αντιπάλου (Πλατιάς 2007, σελ. 80). Κατά συνέπεια, χρησιμοποιώντας επιστημονικούς όρους, η Σπάρτη εφάρμοσε μια επιθετική υψηλή στρατηγική εκμηδένισης αφού βασίστηκε κυρίως στην στρατιωτική στρατηγική ώστε να υπερισχύσει της Αθήνας, από την στιγμή που ο πολιτικός αντικειμενικός της σκοπός ήταν η ολοκληρωτική εκμηδένιση της αθηναϊκής ισχύος και η διάλυση της αυτοκρατορίας (Κολιόπουλος 2008, σελ. 59). Αντίστοιχα, ο Περικλής εφάρμοσε μια αμυντική υψηλή στρατηγική εξουθένωσης στην οποία χρησιμοποιεί ταυτόχρονα όλα τα διαθέσιμα μέσα για να πλήξει τον αντίπαλο (οικονομικά, διπλωματικά και στρατιωτικά) (Πλατιάς 2007, σσ. 80-81) με σκοπό την διατήρηση του υφιστάμενου status quo (Κολιόπουλος 2008, σελ. 59). Δηλαδή, η Αθήνα δεν επεδίωξε την επικράτηση στην αναμέτρηση με την Σπάρτη καθώς της αρκούσε απλώς να μην ηττηθεί από αυτήν. Στον αντίποδα, η Σπάρτη θα θεωρείτο νικήτρια μόνον αν κατέλυε την αθηναϊκή δύναμη καθώς ήταν η Αθήνα που επιθυμούσε αλλαγή του status quo.
Η υψηλή στρατηγική που προαναφέραμε δεν είναι τίποτε άλλο από την θεωρία που αναπτύσσει το εκάστοτε κράτος με σκοπό την μεγιστοποίηση της ασφάλειάς του στο άναρχο (λόγω έλλειψης αρχής ανώτερης από τα κράτη ώστε να ρυθμίζει τις μεταξύ τους σχέσεις) κι ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα (Πλατιάς 2007, σελ.82). Φυσικά η ανάπτυξη της στρατηγικής των κρατών δεν μπορεί να γίνει στο κενό, χρειάζεται πάντα η αντίπαλη στρατηγική ώστε να λειτουργήσει. Αποτελεί δε μια συνεχή σύνδεση μέσων και σκοπών που πρέπει να λαμβάνει υπόψη το διεθνές περιβάλλον, τις ευκαιρίες και τις απειλές που εμφανίζονται.
Οι πολιτικοί σκοποί θα πρέπει απαραιτήτως να συμβαδίζουν με τα διατιθέμενα μέσα καθώς ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της υπερεξάπλωσης, λάθος στο οποίο οι Αθηναίοι υπέπεσαν με την Σικελική Εκστρατεία όταν, όμως, ο Περικλής είχε ήδη πεθάνει, καθώς και της αναίτιας σπατάλης πόρων (Πλατιάς 2007, σσ. 84-85).
Τέλος, μια στρατηγική για να λειτουργήσει ορθά θα πρέπει να διαθέτει τόσο εσωτερική όσο κι εξωτερική νομιμοποίηση, δηλαδή να είναι αποδεκτή τόσο από την εσωτερική κοινή γνώμη όσο και από την διεθνή κοινότητα. Όλα τα παραπάνω θα δούμε πως λειτούργησαν στην περίπτωση του πολέμου μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης όπως τα περιέγραψε ο Θουκυδίδης.
Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κι αδυναμίες των αντιπάλων φαίνονται συνοπτικά στον παρακάτω πίνακα:
Ο Περικλής γνώριζε καλύτερα από όλους τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Αθήνας της οποίας το κέντρο βάρους ήταν το ναυτικό της. Αυτό με την σειρά του ανεφοδίαζε την πόλη απρόσκοπτα κι εξασφάλιζε τις αθηναϊκές κτήσεις στο Αιγαίο και τα Μικρασιατικά παράλια οι οποίες εξασφάλιζαν τους απαιτούμενους πόρους στην πόλη (ανεφοδιασμό σε αγαθά, φόρο υποτέλειας, πλοία κι έμπειρα πληρώματα) τα οποία χρησιμοποιούνταν για των καλλωπισμό της (είναι πασίγνωστο το εκτεταμένο κτιριακό πρόγραμμα του Περικλή που άφησε πίσω του αθάνατα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα), αλλά και για την διατήρηση του ακριβού πολεμικού στόλου της και, φυσικά, την συνέχιση των εχθροπραξιών (Πλατιάς 2007, σελ. 101). Τα Μακρά Τείχη ολοκλήρωναν τον κύκλο της αθηναϊκής ισχύος καθώς προστάτευαν την πόλη, εξουδετερώνοντας ταυτόχρονα το ισχυρότερο πλεονέκτημα της Σπάρτης, αυτό του πανίσχυρου στρατού ξηράς που διέθετε, ειδικά από την στιγμή που η τεχνολογία της εποχής δεν επέτρεπε την καταστροφή τους (Πλατιάς 2007, σελ. 103).
Συνεπώς, με αυτόν τον μεγαλοφυή σχεδιασμό ο Περικλής μετέτρεψε την Αθήνα σε απόρθητο νησί το οποίο δεν μπορούσε να πληγεί ουσιαστικά από την χερσαία δύναμη, την Σπάρτη.
Ο Θουκυδίδης, στον Επιτάφιο Λόγο βάζει τον Περικλή, με αφορμή την ταφή των πρώτων νεκρών του πολέμου, να εκθειάζει το αθηναϊκό πολιτικό σύστημα και γενικά τα επιτεύγματα της πόλης δεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο την εσωτερική νομιμοποίηση που επιδίωξε να αποσπάσει η στρατηγική του. Το τελευταίο δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση ειδικά από τη στιγμή που ο πελοποννησιακός στρατός εισέβαλλε στην Αττική καταστρέφοντας την ύπαιθρο και επιδιώκοντας μια αποφασιστική μάχη με τους Αθηναίους. Οι τελευταίοι, με την καθοδήγηση του Περικλή αποσύρθηκαν μέσα στην ασφάλεια των τειχών τους και δεν αποτόλμησαν έξοδο προς αντιμετώπιση των εισβολέων.
Θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τους Αθηναίους να βλέπουν τους εχθρούς τους να καταστρέφουν την αθηναϊκή γη και να μην κάνουν τίποτα αφού είναι γνωστό το αρχαίο ελληνικό ήθος περί ανδρείας και υπεράσπισης βωμών κι εστιών (Πλατιάς 2007, σελ. 107). Δεν ήταν δειλοί, το αντίθετο. Απλούστατα εκτελούσαν την ιδιοφυή στρατηγική του Περικλή η οποία απέφευγε συστηματικά την μάχη εκ του σύνεγγυς με το άρτια εκπαιδευμένο σπαρτιατικό πεζικό, και χρησιμοποιούσε το αθηναϊκό ναυτικό για να εξαπολύσει κλιμακωτά αντίποινα στις πελοποννησιακές ακτές και να παρεμποδίσει το εμπόριο των Πελοποννησίων, ενέργειες οι οποίες αύξαναν προοδευτικά το κόστος του πολέμου για την Σπάρτη και τους συμμάχους της που διέθεταν περιορισμένα οικονομικά μέσα (Πλατιάς 2007, σελ. 104). «Αν έρθουν να εισβάλλουν στο έδαφός μας, θα πάμε εμείς, με τα πλοία μας, στα δικά τους εδάφη. Και η λεηλασία ενός μέρους της Πελοποννήσου θα έχει πολύ σοβαρότερες συνέπειες από τη λεηλασία ολόκληρης της Αττικής» (Θουκυδίδου Ιστορία, Α’ 143).
Ουσιαστικά, η αθηναϊκή αποτροπή είναι διττή καθώς επιτυγχάνεται με την άρνηση της επιτυχίας του αντιπάλου μέσω των απόρθητων τειχών και την εξαπόλυση αντιποίνων κλιμακωτά ώστε να προκαλέσει αισθητό κόστος στην Σπάρτη (Πλατιάς 2007, σσ. 105-109).
Πράγματι, η στρατηγική του Περικλή στην πρώτη φάση του πολέμου λειτούργησε άψογα καθώς οι Πελοποννήσιοι δεν κατόρθωσαν να παρασύρουν σε μια αποφασιστική μάχη τους Αθηναίους ώστε να τους εξοντώσουν, αλλά, αντίθετα, υπέστησαν μια δεινή ήττα στην Σφακτηρία το 425 π.Χ. καθώς αιχμαλωτίστηκαν οι Σπαρτιάτες στρατιώτες που είχαν σταλεί εκεί (Πλατιάς 2007, σελ. 109). Φυσικά, οι Αθηναίοι δε νίκησαν τους Σπαρτιάτες αλλά τους έδειξαν πως δεν μπορούσαν και να ηττηθούν από αυτούς, ενώ παράλληλα τους αύξαναν το κόστος του πολέμου. Η σπαρτιατική ηγεσία αναλογιζόμενη πως ουσιαστικά δεν μπορούσε να σπάσει τον κύκλο της αθηναϊκής ισχύος ζήτησε ειρήνη (Ειρήνη του Νικία 421 π.Χ.) (Κολιόπουλος 2008, σσ. 60-61). Η υψηλή στρατηγική του Περικλή για την ώρα είχε θριαμβεύσει, αφού ο ίδιος είχε αναλύσει προσεκτικά τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα Αθήνας και Σπάρτης και σχεδίασε μια στρατηγική που εκμεταλλευόταν τα πρώτα υπέρ της πόλης του κι απέκρυπτε τα μειονεκτήματά της.
Η ορθότητα της στρατηγικής του Περικλή έγινε περισσότερο κατανοητή όταν ο ίδιος εξέλειπε από την ηγεσία της πόλης του, λόγω του λοιμού που την έπληξε. Τελικά, ο αντικαταστάτης του, Αλκιβιάδης, δεν τήρησε την λεπτή ισορροπία μεταξύ σκοπών και μέσων, με αποτέλεσμα την άκρως δαπανηρή και αχρείαστη Σικελική Εκστρατεία που εξελίχθηκε σε απόλυτη καταστροφή για την Αθήνα (413 π..Χ) (Κολιόπουλος 2008, σελ. 63). Η υπερεξάπλωση που απέφευγε συνετά ο Περικλής ήταν πλέον γεγονός. Η ολοκληρωτική απώλεια του αθηναϊκού εκστρατευτικό σώματος και η μετέπειτα εγκατάλειψη της στρατηγικής διατήρησης του status quo από πλευράς Αθήνας άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο των Περσών στα ελληνικά πράγματα στο πλευρό των Σπαρτιατών. Εφ’ εξής οι Αθηναίοι θα ακροβατούσαν μεταξύ επιβίωσης και πλήρους καταστροφής. Η τελική τους ήττα το 404 π..Χ οφείλεται, όπως υποστήριξε ο ίδιος ο Θουκυδίδης, στο γεγονός πως οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν την στρατηγική του Περικλή (Πλατιάς 2007, σελ. 126). Οι όροι της νικήτριας Σπάρτης ήταν οι αναμενόμενοι: Κατεδάφιση των Μακρών Τειχών, παράδοση ολόκληρου του αθηναϊκού στόλου πλην δώδεκα τριήρεων, προσχώρηση στην Πελοποννησιακή Συμμαχία με ταυτόχρονη διάλυση της αυτοκρατορίας (Mosse-Gourbeillon 2009, σελ. 296).
Βιβλιογραφία:
-Kολιόπουλος Κ., Η στρατηγική σκέψη από την αρχαιότητα έως σήμερα, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, 2008.
-Πλατιάς Α., Διεθνείς σχέσεις και στρατηγική στον Θουκυδίδη, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα, 2007.
-Mosse C.-Schnapp Gourbeillon A., Επίτομη ιστορία της αρχαίας Ελλάδας (2000-31 π.Χ.), Εκδόσεις Δ.Ν. Παπαδήμα, Αθήνα, 2009.
Ο ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΖΑΝΙΔΗΣ είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.