ΠΡΟΛΟΓΟΣ – ΤΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Η έκρηξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου στις 5 Οκτωβρίου του 1912 υπήρξε αποτέλεσμα της καταπίεσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στους πολυπληθείς χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, αλλά οφειλόταν και στο πλήρες διοικητικό και οικονομικό αδιέξοδο της.
Η Βουλγαρία (βασιλιάς Φερδινάρδος), η Σερβία (βασιλιάς Πέτρος) και το Μαυροβούνιο (βασιλιάς Νικόλαος) είχαν συμπήξει στις 13 Μαρτίου 1912 μια ισχυρή Συμμαχία υπό την καθοδήγηση της Ρωσικής διπλωματίας που προωθούσε την ιδεολογία του Πανσλαβισμου. Η Συμμαχία αυτή στρεφόταν άμεσα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε ως στόχο την διανομή των Μακεδονικών εδαφών της. Στην Ελλάδα μετά από μια ρευστή περίοδο πολιτικής αστάθειας που προκλήθηκε από το στρατιωτικό κίνημα του 1909, είχε σχηματιστεί μια ισχυρή Κυβέρνηση υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος σε συνεργασία με τον Βασιλιά Γεώργιο χειριζόταν και τα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Ο Βενιζέλος έδειξε να αιφνιδιάζεται από την Βαλκανική σλαβική συμμαχία, αλλά αντιλήφθηκε πλήρως την σημασία της. Με γρήγορες ενέργειες και αποφασιστικές διαπραγματεύσεις, η ελληνική διπλωματία κατάφερε έναν θρίαμβο καθώς την ύστατη στιγμή (Ιούνιος 1912) κατάφερε να ενταχθεί στην συμμαχία αυτή (1) χωρίς σοφά να ορίσει εκ των προτέρων τα μελλοντικά εδαφικά της κέρδη σε περίπτωση νίκης.
Οι αφορμές για την Βαλκανική σύγκρουση δεν άργησαν να δοθούν, όταν οι Οθωμανικές Αρχές προέβησαν σε σφαγές Χριστιανών στην Σερβική πόλη Κότσανα, ενώ η κατάσταση ήταν έκρυθμη για τους χριστιανούς στην περιοχή της Αλβανίας. Με ένα αυστηρό τελεσίγραφο προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία που επιδόθηκε από τους πρεσβευτές τους στην Κωνσταντινούπολη, οι τρεις βαλκανικές χώρες ζητούσαν ουσιαστικά την αυτονομία της Μακεδονίας. Οι νεότουρκοι μέσω του Σουλτάνου απέρριψαν το περιεχόμενο της Διακοίνωσης και κήρυξαν επιστράτευση, ενθαρρυμένοι από τις Μεγάλες Δυνάμεις που προειδοποιούσαν ότι δεν θα επέτρεπαν την αλλαγή του εδαφικού status qvo στην Μακεδονία. Οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι επιστρατευτηκαν και ετοιμάστηκαν για πόλεμο, αδιαφορώντας για τις προσπάθειες αποτροπής του πολέμου που έγιναν από το σύνολο των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.
Η πολιτική και στρατιωτική αυτή κλιμάκωση αιφνιδίασε τον Βενιζέλο, ο οποίος κατά δήλωση του στο κοινοβούλιο δεν επιθυμούσε την ρήξη εκείνη την χρονική στιγμή λόγω του απαράσκευου του ελληνικού στρατού. Δεν μπορούσε όμως να μείνει αμέτοχος σε μια τέτοια εξέλιξη. Με την στήριξη του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄, υπέγραψε το διάταγμα της
επιστράτευσης στις 17 Σεπτεμβρίου 1912. Η επιστράτευση διεξήχθη με τάξη και υποδειγματικό τρόπο και με αληθινό ενθουσιασμό εκ μέρους όλων των Ελλήνων, που προσέρχονταν αθρόα και αυθόρμητα με πίστη στον σκοπό του Αγώνα. Να σημειωθεί η εθελοντική συμμετοχή 3.500 Ελλήνων από την Κρήτη (2) , 500 εθελοντών από την Ήπειρο, πολλών άλλων από την Μακεδονία, την Κύπρο (1500 εθελοντές, ανάμεσα τους ο 40χρονος δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος που σκοτώθηκε στο Μπιζάνι), την Αίγυπτο αλλά και πολλών μεταναστών από την μακρινή Αμερική*. Συγκινητική ήταν και η συμμετοχή 2.200 Ευρωπαίων εθελοντών (εριθροχιτώνων) που συνέστησαν το σώμα των Γαριβαλδινών υπό τον Ιταλό Φιλέλληνα στρατηγό Ριτσιότι Γαριβάλδι.
Όλες οι μονάδες συμπληρώθηκαν στον προβλεπόμενο χρόνο και μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικά στα ελληνοτουρκικά σύνορα στην Θεσσαλία, όπου τέθηκαν υπό της διαταγές του Διαδόχου Κωνσταντίνου και του Γενικού του
Επιτελείου (Υποστράτηγος Δαγκλής, Αντισ/χης Δούσμανης, Λοχαγοί Ιωάννης Μεταξάς και Ξενοφών Στρατηγός) . Ο
ελληνικός στρατός ήταν δυνάμεως 100.000 ανδρών οργανωμένων σε 63 τάγματα πεζικού με 32 πυροβολαρχίες και 8 ίλες ιππικού. Ο αντίστοιχος τουρκικός ανερχόταν σε 35.000 άνδρες σχηματίζοντας 43 τάγματα πεζικού με 12 ίλες ιππικού και 35 πυροβολαρχίες. Οι Τούρκοι είχαν επιλέξει να μην ενισχύσουν αποφασιστικά το Ελληνικό μέτωπο αφού πίστευαν ότι οι Έλληνες δεν ήταν η βασική απειλή. Ο όγκος του Τουρκικού στρατού παρατάχθηκε ενάντια στην Βουλγαρία για να προστατευθεί αποτελεσματικά και η Κωνσταντινούπολη.
Ήδη από το πρωινό της 5ης Οκτωβρίου μετά και την επίσημη κήρυξη πολέμου που υπέγραψε ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄, τα ελληνικά στρατεύματα είχαν ανατρέψει την ελληνοτουρκική μεθόριο καταλαμβάνοντας τα τουρκικά συνοριακά φυλάκια χωρίς να συναντήσουν σοβαρή αντίσταση. Στις 6 Οκτωβρίου, μετά από μια αποφασιστική προώθηση των ελληνικών δυνάμεων, απελευθερώθηκε η Ελασσόνα και η Δεσκάτη. Ο Τουρκικός στρατός δεν αντέταξε σοβαρή αντίσταση, αλλά αποσύρθηκε προς τα στενά του Σαρανταπόρου, όπου υπήρχε η ελπίδα ότι η φύσει ισχυρή τοποθεσία θα βοηθούσε την αμυντική του προσπάθεια.
Η ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ
Στις 8 Οκτωβρίου 1912, μετά από τέσσερις μέρες συνεχούς πορείας, ο ελληνικός στρατός αντίκρισε τα στενά του Σαρανταπόρου (σεϊτάν μπουγάζ=τα στενά του διαβόλου στα Τουρκικά). Η τοποθεσία ονομάστηκε έτσι από τον ομώνυμο ποταμό που σύμφωνα με τον ταγματάρχη Ν. Σχινά «διασταυρώνεται τεσσαρακοντάκις μετά της ημιονικής οδού». Η τοποθεσία αυτή είναι εκ φύσεως οχυρή προσφέρεται για ισχυρή άμυνα, με εξαίρετα πεδία βολής προ αυτής. Την είχαν διαλέξει και οχυρώσει Γερμανοί αξιωματικοί ως την προσφορότερη για να ανακοπεί η προέλαση των Ελλήνων. Τα στενά βρίσκονταν ανάμεσα στα Πιέρια όρη (821 μ) και τα Καμβούνια όρη (1139 μ) που σχημάτιζαν ένα προστατευτικό απροσπέλαστο ορεινό τείχος. Ο Γερμανός στρατηγός Φον Γκολτς επικεφαλής της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής (3), προέβλεπε ότι τα στενά θα αποτελούσαν τον τάφο του ελληνικού στρατού.
Ο τουρκικός στρατός αποτελούμενος από 2 μεραρχίες και το τουρκικό πυροβολικό αναπτύχθηκαν τόσο στις πλαγιές των βουνών όσο και κατά πλάτος των στενών. Αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι η κοιλάδα του Σαρανταπόρου που κείτεται μπροστά στο σύμπλεγμα αυτό, είναι εντελώς επίπεδη και άδενδρη, με πολλές εδαφικές πτυχώσεις και χαράδρες, αντιλαμβάνεται κανείς τις αντικειμενικές δυσκολίες του εγχειρήματος της επίθεσης. Η αριθμητική υπεροχή των Ελλήνων εκμηδενιζόταν λόγω της εύνοιας που παρείχε η περιοχή στον αμυνόμενο. Ο ελληνικός στρατός όφειλε να βαδίσει ακάλυπτος σε μια επίπεδη μεγάλη απόσταση, βαλλόμενος σφοδρά από παρακείμενη ορεινή και επαρκώς οχυρωμένη τοποθεσία.
Ο διάδοχος Κωνσταντίνος αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού, και το γενικό επιτελείο (Δούσμανης, Μεταξάς, Στρατηγός) εγκαταστάθηκαν στο χάνι του Χατζηγώγου που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα από την τοποθεσία των στενών, έχοντας επαφή με τις μονάδες και την τοποθεσία. Από εκεί εξέδωσαν το σχέδιο μάχης που σε γενικές γραμμές προέβλεπε κατά μέτωπο προέλαση στην κυρίως τοποθεσία με τρεις μεραρχίες (1η (υποστράτηγος Μανουσογιαννάκης), 2η (υποστράτηγος Καλλάρης), 3η (υποστράτηγος Δαμιανός)), στο αριστερό άκρο την 4η μεραρχία (υποστράτηγος Μοσχόπουλος), με ταυτόχρονη ευρεία υπερκερωτική ενέργεια από το αριστερό άκρο προς Λαζαράδες με το απόσπασμα ευζώνων Γεννάδη και την ταξιαρχία ιππικού του Σούτσου στην ίδια κατευθυνση, και από το δεξί με ένα απόσπασμα ευζώνων και την 6η μεραρχία (υποστράτηγος Μηλιώτης) σε εφεδρεία.
Το σχέδιο ήταν ομολογουμένως καλό καθώς προέβλεπε μια σωστή κυκλωτική ενέργεια που αν διεξαγόταν με αποφασιστικότητα ίσως κατέστρεφε πλήρως τον Τουρκικό στρατό. Είναι αλήθεια ότι το Γενικό στρατηγείο δεν καθόριζε αυστηρά τους όρους διεξαγωγής της κυκλωτικής ενέργειας αλλά έδινε την ευθύνη στον υποστράτηγο Μοσχόπουλο, που όφειλε να αποφασίσει επί τόπου. Η εφαρμογή του σχεδίου στην πράξη στέφθηκε με σχετική μόνο επιτυχία και λίγο έλειψε να εξελιχθεί σε τραγωδία για τα Ελληνικά όπλα και κατ’ επέκταση για το ελληνικό έθνος.
Η ΕΠΙΚΗ ΠΡΟΕΛΑΣΗ
Στις 07.00 το πρωί της 9ης Οκτωβρίου οι τρεις μεραρχίες που έφεραν το βάρος της κεντρικής προσπάθειας ξεκίνησαν εγκαίρως και με ακράτητο ενθουσιασμό για να πετύχουν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς. Όταν μάλιστα ο διοικητής της 1ης Μεραρχίας υποστράτηγος Μανουσογιαννάκης είδε τους οπλίτες του να διστάζουν, κινήθηκε έφιππος μπροστά με το ξίφος προτεταμένο φωνάζοντας «εμπρός παιδιά! για την Ελλάδα!».
Η πρώτη απρόσμενη δυσχέρεια παρουσιάστηκε όταν οι ελληνικοί σχηματισμοί που ανέλαβαν την κυκλωτική προσπάθεια καθυστέρησαν αποφασιστικά να εμπλακούν. Για την ακρίβεια η ταξιαρχία ιππικού του Σούτσου δεν μετακινήθηκε καθόλου την ημέρα της προέλασης με προσωπική ευθύνη του υπέργηρου Διοικητή της που σύντομα αντικαταστάθηκε στα καθήκοντα του. Αυτό όμως που προσέδωσε ένα επικό στοιχείο στον αγώνα ήταν η αποτυχία του ελληνικού πυροβολικού να ταχθεί σε επίκαιρο σημείο και να υποστηρίξει την προέλαση με πυρά λόγω της ανωμαλίας που παρουσίαζε το έδαφος που προοριζόταν να ταχθεί. Όταν τις πρώτες απογευματινές ώρες αναπτύχθηκαν επαρκώς οι μοίρες του Ελληνικού πυροβολικού, οι βολές του έπληξαν δύο Ελληνικούς λόχους του 5ου Συντάγματος. Με παρέμβαση του διοικητή του πυροβολικού Συνταγματάρχη Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, το πυροβολικό πλησίασε στα 3.000 μέτρα και ανέπτυξε σοβαρή δραστηριότητα μετά τις 18.00 το απόγευμα.
Έτσι οι οπλίτες των τριών ελληνικών μεραρχιών που επιτίθονταν κατά μέτωπο, αναγκάστηκαν να βαδίσουν στην δύσβατη κοιλάδα του Σαρανταπόρου ακάλυπτοι υπό τα εχθρικά φονικά πυρά. Η συνεχής βροχή μετέβαλλε το έδαφος σε βούρκο δυσκολεύοντας περαιτέρω την πορεία των Ελλήνων.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες και τις απρόσμενες δυσκολίες η αδάμαστη ελληνική ψυχή έδειξε το μεγαλείο της. Οι τρεις ελληνικές μεραρχίες επέδειξαν απαράμιλλη ανδρεία και αψηφώντας τα καταιγιστικά εχθρικά πυρά και τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, βαδίζοντας μέσα σε μια κόλαση πυρός και θανάτου, έφτασαν τελικά μόλις χίλια μέτρα από τις εχθρικές θέσεις όπου και διανυκτέρευσαν υπό συνεχή βροχή, πληρώνοντας όμως με βαριές απώλειες κάθε κερδισμένο τετραγωνικό χιλιόμετρο (4). Στις μεσημεριανές ώρες, ενώ πλησίαζαν τις οχυρωμένες θέσεις του εχθρού, οι Ελληνες δέχτηκαν και πυρά πεζικού από Τουρκικά τμήματα, που όμως τα ανέτρεψαν εύκολα.
Λίγο μετά το μεσημέρι η 4η μεραρχία (5) υπό τον Μέραρχο Μοσχόπουλο ανέλαβε πρωτοβουλία και διεξήγαγε με επιτυχία τον κυκλωτικό ελιγμό στην τοποθεσία Λιβαδερό απειλώντας αποτελεσματικά το αριστερό τμήμα της τουρκικής διάταξης. Τα πρωτοπόρα Συντάγματα της 4ης Μεραρχίας μέσα σε 10 ώρες κάλυψαν μια απόσταση 25 χιλιομέτρων υπερφαλαγγίζοντας αποφασιστικά τους Τούρκους από αριστερά με κατευθυνση προς Σέρβια.
Η νύχτα που ακολούθησε βρήκε τους Έλληνες οπλίτες κατάκοπους και εξαντλημένους από την εξαήμερη συνεχή προέλαση και την μάχη υπό βροχή, να διανυκτερεύουν στις πλαγιές της τοποθεσίας για την συνέχιση της επίθεσης την επόμενη
ημέρα. Οι Τούρκοι συνέχιζαν τα σποραδικά πυρά όλη την νύχτα, εντείνοντας τον εκνευρισμό των Ελλήνων οπλιτών της πρώτης γραμμής. Το τσουχτερό κρύο και η συνεχής βροχή, η αβεβαιότητα της αυριανής επίθεσης, οι κραυγές και οι οιμωγές των τραυματισμένων στο πεδίο της μάχης που δεν δέχονταν ιατρική περίθαλψη, μετέβαλλαν την νύχτα σε ένα αληθινό μαρτύριο για τους οπλίτες.
Ο Αλβανικής καταγωγής Αρχιστράτηγος του Τουρκικού στρατού Ταξίν πασάς όμως, φοβούμενος πιθανή κύκλωση του στρατού του από την 4η μεραρχία, διέταξε βιαστικά τον στρατό του να υποχωρήσει μέσα στην νύχτα, κίνηση που δεν έγινε αντιληπτή από τους Έλληνες λόγω της πυκνής ομίχλης. Ο Τουρκικός στρατός υποχώρησε μέσα σε πανικό και διάλυση, αφήνοντας πίσω του ως λάφυρο το σύνολο σχεδόν, του πυροβολικού του. Ήταν τέτοιος ο πανικός των Τούρκων κατά την φυγή τους, που παρέλειψαν να καταστρέψουν την μεγάλη σιδερένια γέφυρα του Αλιάκμονα, επιτρέποντας στους Έλληνες να τους καταδιώξουν πιο αποτελεσματικά.
Έτσι έληξε νικηφόρα η μάχη του Σαρανταπόρου εξασφαλίζοντας την κρίσιμη περιοχή στα τιμημένα ελληνικά όπλα. Σύμφωνα με την Πολεμική έκθεση του Γ.Ε.Σ. (6) οι Έλληνες είχαν πολύ βαριές απώλειες με 187 νεκρούς και 1077 τραυματίες. Η συντριπτική πλειοψηφία των απωλειών προερχόταν από τις τρεις μεραρχίες του κέντρου που θερίστηκαν κυριολεκτικά από το εχθρικό πυροβολικό.
Αμέσως μετά την νίκη αυτή στις 10 Οκτωβρίου 1912 απελευθερώθηκαν οι σημαντικές Ελληνικές πόλεις Σέρβια και Κοζάνη. Στα Σέρβια οι τούρκοι υποχωρώντας εκτέλεσαν τους έλληνες προκρίτους της πόλης, των οποίων τα πτώματα αντίκρυσαν οι προφυλακες του Ελληνικού στρατού στην είσοδο της πόλης. Οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης πλιατσικολόγησαν τις περιουσίες των Τούρκων μετά την αποχώρηση πολλών με την υποχώρηση του Τουρκικού στρατού. Το πλιάτσικο αυτό σταμάτησε με την προσωπική επιτόπια επέμβαση του διαδόχου Κωνσταντίνου, ο οποίος μάλιστα χτύπησε με το μαστίγιο πολίτη που έκλεβε μπροστά στα μάτια του.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ
Η σημασία της νίκης των τιμημένων ελληνικών όπλων στο Σαραντάπορο ήταν καθοριστική όχι μόνο για την έκβαση του ίδιου του πολέμου αλλά και για το παρόν και μέλλον της ελληνικής φυλής.
Η νίκη αυτή αναπτέρωσε το ηθικό και την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων οπλιτών και αξιωματικών, ενώ ο δρόμος για την Θεσσαλονίκη ήταν πλέον ορθάνοιχτος, χωρίς άλλο σοβαρό φυσικό εμπόδιο. Η ανώτατη ηγεσία του Γενικού Επιτελείου κέρδισε την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στρατιωτών. Ο ελληνικός στρατός ξέπλυνε την ντροπή του επαίσχυντου 1897, οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης άρχισαν να λογαριάζουν τον Ελληνικό στρατό ως σημαντικό παράγοντα στα Βαλκάνια, ενώ όλο το Ελληνικό έθνος πίστεψε ξανά στις δυνάμεις του και στην ζωοφόρο Μεγάλη Ιδέα.
ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ – ΟΙ ΑΙΤΙΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Πολλές ενδιαφέρουσες μονογραφίες έχουν δει το φως της δημοσιότητας σχετικά με την στρατηγική του Γενικού Επιτελείου στην μάχη του Σαρανταπόρου. Θα επικεντρωθούμε σε δυο
σημεία της κριτικής. Το ένα αφορά την αποτυχία του πυροβολικού να συνδράμει με φίλια πυρά την προέλαση του πεζικού και το άλλο στην καθυστέρηση του κυκλωτικού ελιγμού.
Κατά την γνώμη ενός έγκυρου στρατιωτικού αναλυτή (Καρύκας), η κατά μέτωπο επίθεση ήταν περιττή και αρκούσε μόνο ο ελιγμός για να επιφέρει την κατάρρευση του εχθρικού τομέα. Την ίδια γνώμη εξέφρασε και ο στρατηγός Πάγκαλος στα απομνημονεύματα του, που έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς ως επιτελικός Λοχαγός της 6ης Μεραρχίας.
Ίσως είναι λίγο υπερβολικές οι αιτιάσεις αυτές. Η τοποθεσία δεν είχε σημείο υπερκέρασης η έδαφος ευνοϊκό για πλευρική επιθετική ενέργεια. Άλλωστε φαίνεται λίγο απίθανο οι Τούρκοι να έμεναν απαθείς θεατές σε μια προσπάθεια κύκλωσης τους. Προφανώς θα κινούνταν στο
απειλούμενο σημείο με ενισχύσεις από όλο τους το μέτωπο το οποίο δεν θα δεχόταν καμία πίεση. Η κίνηση της 4ης μεραρχίας απλά απείλησε με κύκλωση, από μια τοποθεσία που παρουσίαζε επίσης μεγάλες δυκολίες, αλλά δεν ήταν τόσο επαρκώς οχυρωμένη.
Όσον αφορά την μη έγκαιρη εμπλοκή του ελληνικού πυροβολικού στον αγώνα δημιουργήθηκε μια έντονη παραφιλολογία με καταφανείς πολιτικές προεκτάσεις. Συγκεκριμένα το γενικό επιτελείο είχε καταστήσει υπεύθυνο για το πυροβολικό τον υποστράτηγο Παρασκευόπουλο γνωστό μετέπειτα Βενιζελικό αξιωματικό που έλαβε μέρος στο Κίνημα της άμυνας το 1916.
Ο ίδιος στα απομνημονεύματα του κατηγορεί το γενικό επιτελείο ότι του υπέδειξε λανθασμένη τοποθεσία για να αναπτύξει το πυροβολικό του, λάθος ο οποίος διόρθωσε με την επιτόπια επέμβαση του(7), βρίσκοντας το σωστό μέρος. Η καθυστέρηση προήλθε από το ανώμαλο του εδάφους που δυσχέρανε την ομαλή μεταφορά των πυροβόλων. Ο Πάγκαλος στα απομνημονεύματα του με μεγάλη ευκολία υιοθετεί τις αιτιάσεις αυτές κυρίως λόγω του φανερού μίσους του κατά του Δούσμανη που ήταν επικεφαλής του επιτελείου.
Πάντως στις ημερήσιες διαταγές που μνημονεύει η ιστορία του ελληνικού στρατού, δεν αναφέρεται πουθενά η οδηγία αυτή. Άλλωστε κατά την διάρκεια όλου του πολέμου το γενικό επιτελείο εξέδιδε πολύ γενικές διαταγές αφήνοντας – κακώς όπως αποδείχθηκε πολλές φορές– την πρωτοβουλία στους διοικητές των σχηματισμών που είχαν επί τόπου την αντίληψη του χώρου. Αλλά και αν ακόμα δόθηκε η οδηγία αυτή για την παράταξη του πυροβολικού, ο Παρασκευόπουλος όφειλε να ελενξει εγκαίρως το ορθό της, ειδικά αφού όλοι ήξεραν την ανακρίβεια των παλαιών αυστριακών χαρτών της περιοχής που χρησιμοποιούσε ο ελληνικός στρατός και το γενικό επιτελείο. Η απειρία των στελεχών και το απρόσμενο που κατά κανόνα χαρακτηρίζει όλες τις πολεμικές αναμετρήσεις συνετέλεσε στην σύγχυση και στα λάθη που έγιναν. Η πολιτική χροιά της φανατικής αντιπαράθεσης βενιζελικών – αντιβενιζελικών είναι και εδώ φανερή, με θύμα την ψύχραιμη εξέταση των ιστορικών γεγονότων…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ο μοναδικός λόγος που οδήγησε την Βουλγαρία του πραγματιστή Πρωθυπουργού Γκέσωφ να δεχτεί την Ελλάδα ήταν ο ισχυρός Ελληνικός στόλος που θα είχε αποστολή να περιορίσει των αντίστοιχο Τουρκικό, ώστε να παρεμποδιστεί η μεταφορά Τουρκικών στρατευμάτων και προμηθειών από την Μικρά Ασία
(2) ακόμη η κρήτη τελούσε υπό την υψηλή κυριαρχία του Σουλτάνου
(3) η πολιτική και οικονομική διείσδηση της Γερμανίας στην οθωμανική αυτοκρατορία ήταν πολύ σημαντικότερη από όσο μπορούμε να φανταστούμε. Γερμανοί επιστήμονες σε σχεδόν όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, εργάζονταν στην Αυτοκρατορία ως βοήθεια του αυτοκράτορα Γουλιέλμου που επιθυμούσε την ακεραιότητα της και την εξασφάλιση των μεγάλων Γερμανικών οικονομικών συμφερόντων στην περιοχή.
(4) Αυθεντική λογοτεχνική αφήγηση του ανταποκριτή των Τάιμς Κρόφορντ Πράις: «….εν μέσω της δολοφονικής βροχής, της πιπτούσης εκ των υπέρ αυτούς υψωμάτων , ενώ οι σύντροφοι των έκειντο παρά το πλευρόν αυτών, άλλοι νεκροί και άλλοι τραυματίαι , οιμώζοντες εκ των πόνων τεθραυσμένης ή επικαλούμενοι μεγαλοφώνως τον θάνατον ως λυτρωτήν των δεινών των…οι νεκροί και οι τραυματίαι απέμειναν εις την τύχην των, πανταχόθεν δε η ατμόσφαιρα εδονείτο υπό κραυγών καιοιγωμών και κατάρων….».
(5) Με την 4η μεραρχία πολέμησε ο μετέπειτα Ακαδημαικός Σπύρος Μελάς και ο γνωστός λογοτέχνης Ανδρέας Καρκαβίτσας.
(6)»..Όταν έκαμα την αναγνώρησιν προηγούμην και αυτών των ανιχνευτών του πεζικού…» από γράμμα του Παρασκευόπουλου στην γυναίκα του.
(7) τα σχετικά στοιχεία που αναγράφονται στην βικιπεδία και κυκλοφορούν στο διαδίκτυο γενικότερα, ελέγχονται ως ανακριβή.
ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Γ. Ε. Σ., Ο Ελληνικός στρατός κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 (τ. Α΄)
-Γ. Ε. Σ. Βαλκανικοί πόλεμοι 1912 – 1913 Ελληνική Λαική εικονογραφία
-Γαβριήλ Συντομόρου, Σαραντάπορο – Κιλκίς – Λαχανάς οι πρώτες μας νίκες, εκδόσεις «Ζήτρος» (αξίζει να το προμηθευτείτε. απλά εξαιρετικό)
-National Geographic, 1912-1913, η μεγάλη εξόρμηση
-Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Βαλκανικοί Πόλεμοι (επιστολές στην σύζυγο του Κούλα), εκδόσεις «Καστανιώτη»
-Κρώφορντ Πράις, Βαλκανικοί αγώνες, εκδόσεις «Εκάτη»
-Παντελής Καρύκας, Βαλκανικοί Πόλεμοι, εκδόσεις «Περισκόπιο»
-Τσερπές Θεόδωρος, Ιστορία της πόλεως Μεσσήνης
* το κείμενο αυτό, μάζι με 2 ακόμη που θα ακολουθήσουν, έχει ως στόχο την διατήρηση της μνήμης των 2 προγόνων μου, που ενώ βρίσκονταν στην Αμερική, όταν ξεκίνησε η επιστράτευση για την εξόρμηση του Έθνους έκλεισαν το κατάστημα που διατηρούσαν και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Κατατάχθηκαν, πολέμησαν ηρωικά και σκοτώθηκαν στην μάχη των Γιαννιτσών. Είθε να είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει.
Ι। Β. Δ.
http://www.istorikathemata.com