Την 5η Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας και η Μάχη του Σαρανταπόρου ήταν η πρώτη σημαντική νίκη του ελληνικού στρατού στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
Η Στρατιά Θεσσαλίας, αφού πέρασε την 5η Οκτωβρίου την ελληνοτουρκική μεθόριο, απώθησε αρχικά τα τουρκικά φυλάκια των συνόρων και στη συνέχεια, την 6η Οκτωβρίου, τα εγκαταστημένα στην Ελασσόνα και Δεσκάτη τμήματα του εχθρού. Από την 7η Οκτωβρίου η Στρατιά άρχισε να προελαύνει προς τα βόρεια για να συναντήσει τις κύριες τουρκικές δυνάμεις, υπό το Στρατηγό Ταξίν Πασά, εγκαταστημένες αμυντικά στην οχυρή τοποθεσία Σαρανταπόρου και Λαζαράδων-Βογκόπετρας.
Η αμυντική γραμμή των στενών του Σαρανταπόρου ήταν φυσικώς οχυρή με εξαίρετα πεδία βολής προ αυτής. Επιπλέον είχε γίνει υποδειγματική αμυντική οργάνωση του τουρκικού στρατού απο τους Γερμανούς. Το σχέδιο της Τουρκικής Διοίκησης προέβλεπε σταθερή άμυνα με το σύνολο σχεδόν των δυνάμεών της, με σκοπό την απόφραξη των κατευθύνσεων Ελασσόνα-Σέρβια και Δεσκάτη-Λαζαράδες-Σέρβια και την απαγόρευση της προελάσεως του Ελληνικού Στρατού προς τα βόρεια.
Το στρατηγείο του 8ου σώματος του τουρκικού στρατού βρισκόταν στα Χάνια της Βίγλας, ενώ το στρατηγείο μίας τουρκικής εφεδρικής μεραρχίας (10 τάγματα πεζικού) στο Γλύκοβο (Σαραντάπορο). Για την υπεράσπιση των στενών οι Τούρκοι είχαν διαθέσει 14 τάγματα πεζικού, 12 πυροβόλα, 3 λόχους πολυβόλων και 2 ίλες ιππικού. Ένα ακόμη τάγμα τουρκικού πεζικού βρισκόταν στο Λιβάδι.
Το σχέδιο ενεργείας του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου, υπό τις διαταγές του εγκατεστημένου στο Χάνι Χατζηγώγου τότε Διαδόχου και Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου, προέβλεπε επίθεση κατά μέτωπο εναντίον των αμυνόμενων τουρκικών δυνάμεων στα Στενά Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της σύμπτυξης του εχθρού. Η επίθεση αυτή θα συνδυαζόταν και με ευρύτερο κυκλωτικό ελιγμό, από την περιοχή του χωριού Κρανιά, δια μέσου του πόρου Ζάμπουρδας προς την Κοζάνη.
1) Η Ελληνική στρατιά της Θεσσαλίας. Αποτελούνταν από 6 μεραρχίες (1η, 2η, 3η, 4η, 5η και 6η), από 1 ταξιαρχία ιππικού και 2 αποσπάσματα ευζώνων. Συνολικά διέθετε 49 τάγματα πεζικού, 6 τάγματα ευζώνων, 60 πολυβόλα, 26 πεδινές και 5 ορειβατικές πυροβολαρχίες, 8 ίλες ιππικού, 6 ημιλαρχίες, 7 λόχους μηχανικού, 2 λόχους τηλεγραφητών και 2 λόχους γεφυροποιών. Το σύνολο των ανδρών της ανέρχονταν σε 80.000 καλά εκπαιδευμένους και με άριστο ηθικό. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιστράτηγος διάδοχος Κων/νος με επιτελάρχη τον υποστράτηγο Παναγιώτη Δαγκλή και υπαρχηγό του επιτελείου του αντισυνταγματάρχη Βίκτωρα Δούσμανη.
2) Η τούρκικη στρατιά αποτελούνταν από το 8ο σώμα στρατού, που περιλάμβανε την 22α μεραρχία Κοζάνης, την έφεδρη μεραρχία Ανασελίτσας (Νεάπολης), και την έφεδρη μεραρχία Δράμας. Συνολικά διέθετε 21 τάγματα πεζικού, 2 ίλες ιππικού, 22 πυροβόλα και 3 λόχους πολυβόλων. Επικεφαλής της ήταν ο γέρος στρατηγός Χασάν Ταξίν πασάς.
Η ευρύτερη αμυντική γραμμή στην οποία οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει να αμυνθούν ξεκινούσε ανατολικά από το χωριό Λιβάδι και έφτανε δυτικά ως τους Λαζαράδες. Η κύρια τοποθεσία άμυνας τους ήταν η νότια έξοδος των στενών του Σαρανταπόρου. Στη γραμμή Βίγλας – Γλύκοβου είχαν εγκαταστήσει 14 τάγματα πεζικού, 12 πυροβόλα, 2 λόχους πολυβόλων και 2 ίλες ιππικού. Στο χωριό Λιβάδι είχαν τοποθετήσει ένα τάγμα πεζικού και άλλα 4 τάγματα πεζικού με ένα λόχο πολυβόλων τα είχαν τοποθετήσει στην τοποθεσία Πάδες – Λαζαράδες, για τη φύλαξη της ημιονικής διάβασης που οδηγεί στον Αλιάκμονα και του αμαξιτού δρόμου Δεσκάτης – Παλιουριάς -Λαζαράδων – Σερβίων.
Η ελληνική στρατιά αριθμητικά υπερείχε της τουρκικής, που στήριζε την άμυνα της στην οχυρή τοποθεσία. Ακόμα εδώ πρέπει να προσθέσουμε πως οι Τούρκοι δεν υπολόγιζαν και πολύ την μαχητικότητα του ελληνικού στρατού, ύστερα από την ήττα του 1897.
Ο Ελληνικός στρατός εξορμώντας από τη θεσσαλική πεδιάδα, την αυγή της 5ης Οκτωβρίου 1912 πέρασε την ελληνοτουρκική μεθόριο και μπήκε στο έδαφος που κατείχε η Τουρκία. Προελαύνοντας με ενθουσιασμό και πίστη για τη νίκη, συνάντησε τον εχθρό στη Μελούνα, όπου ύστερα από ολιγόωρη μάχη κατόρθωσε να τον τρέψει σε φυγή και να εισέλθει την επομένη θριαμβευτικά στην Ελασσόνα. Από κει προχωρώντας πάντα εμπρός έφτασε, ύστερα από μερικές μικροσυμπλοκές με εχθρικά τμήματα που φύλαγαν τις διαβάσεις του Ολύμπου και των Καμβουνίων, στα περίφημα στενά του Σαρανταπόρου, θέση από τη φύση οχυρά, που όπως είπαμε κατείχε ο κύριος όγκος της τουρκικής στρατιάς.
Το Σαραντάπορο απ” όπου περνούσε ο δημόσιος δρόμος Ελασσόνας – Σερβίων, είχαν οργανώσει αμυντικά Γερμανοί αξιωματικοί, οργανωτές του τούρκικου στρατού και θεωρούνταν απόρθητο. Μάλιστα ο Γερμανός στρατηγός Φον Ντερ Γκόλτς (Von der Goltz) είχε δηλώσει κατηγορηματικά πως «τα στενά του Σαρανταπόρου θα ήταν ο τάφος του ελληνικού στρατού», αν επιχειρούσε να τα παραβιάσει.
Το Ελληνικό στρατηγείο βλέποντας τις δυσκολίες που παρουσίαζε η κατά μέτωπο επίθεση για την παραβίαση των στενών και τις μεγάλες θυσίες που απαιτούσε, σχεδίασε όπως, σύγχρονα με την κατά μέτωπο επίθεση, γίνει και υπερκέραση των εχθρικών θέσεων και από τα δύο πλευρά του.
Τη μετωπική επίθεση διατάχτηκαν να κάνουν η 1η, 2η και 3η μεραρχίες, την δε υπερκέραση του μεν αριστερού (ανατολικού) πλευρού το απόσπασμα του συνταγματάρχη Κων/ντίνου Κωνσταντινόπουλου (2ο και 6ο τάγματα ευζώνων) του δε δεξιού (δυτικού) η 4η μεραρχία.
Ειδικότερα: η 1η μεραρχία διατάχτηκε να καταδιώξει τον εχθρό στην κατεύθυνση Νεοχωρίου – Λαβανίτσας (Λάβας) – Σερβίων, η 2η κατά μήκος των στενών, ενώ η 3η θα βάδιζε πίσω από τη 2η στον αμαξιτό δρόμο του Σαρανταπόρου. Η 4η μεραρχία είχε διαταχτεί να προχωρήσει προς το Λιβαδερό και Μεταξά και από κει να κατεβεί στα στενά της Πόρτας και την κοιλάδα του Αλιάκμονα.
Δυτικά της 4ης μεραρχίας διατάχτηκε η 5η να επιχειρήσει άλλη ευρύτερη κυκλωτική κίνηση. Να περάσει τα Καμβούνια και τον Αλιάκμονα και δια της κοιλάδας του ποταμού να προχωρήσει και να καταλάβει τη γέφυρα των Σερβίων, κυκλώνοντας έτσι τον εχθρό και αποκόπτοντας το δρόμο υποχώρησης των στρατευμάτων του.
Με την 5η μεραρχία διατάχτηκαν να συμπράξουν και η ταξιαρχία ιππικού, που διοικούσε ο Αλέξανδρος Σούτσος, καθώς και το ανεξάρτητο απόσπασμα του συνταγματάρχη Στέφανου Γεννάδη, που κινήθηκαν από την πλευρά της Δεσκάτης προς την Ελάτη.
Η τακτική μάχη άρχισε τις πρώτες απογευματινές ώρες της 9ης Οκτωβρίου με κατά μέτωπο επίθεση των 3 πρώτων μεραρχιών, που είχαν μεγάλες απώλειες γιατί δεν είχαν την κάλυψη του πυροβολικού, το οποίο, λόγω των εδαφικών ανωμαλιών, δυσκολεύονταν να προχωρήσει. Μόλις στις 2 η ώρα το απόγευμα το ελληνικό πυροβολικό κατέλαβε κατάλληλες θέσεις από τις οποίες άρχισε να υποστηρίζει την προέλαση του πεζικού, που συνέχισε να προχωρεί κάτω από τα αδιάκοπα πυρά του εχθρού, φτάνοντας ως που νύχτωσε σε απόσταση 500-700 μέτρων από τις τούρκικες θέσεις.
Στο μεταξύ η 5η μεραρχία, η οποία σύμφωνα με το σχέδιο των επιχειρήσεων είχε κινηθεί το πρωί της 8ης Οκτωβρίου από το Κεφαλόβρυσο, όταν έφτασε στο Λουτρό πληροφορήθηκε πως εχθρικά στρατεύματα (4 τάγματα πεζικού με λόχο πολυβόλων) συνολικής δύναμης 5.000 περίπου ανδρών κατείχαν τη γραμμή Πάδες (Βογγόπετρα) – Λαζαράδες και έφραζαν τη διάβαση για τον Αλιάκμονα.
Για την απώθηση των τουρκικών αυτών στρατευμάτων διεξήχθηκε η ονομαστή μάχη των Λαζαράδων, το όνομα της οποίας μαζί με του Σαρανταπόρου αναγράφονται στην πρόσοψη του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, στην πλατεία των παλαιών ανακτόρων (σημ. Βουλή των Ελλήνων), ανάμεσα στα ονόματα των άλλων μεγάλων θριάμβων του στρατού μας στους πολέμους.
Η μάχη των Λαζαράδων άρχισε το μεσημέρι της 9ης Οκτωβρίου και υπήρξε σφοδρή. Ο εχθρός κατείχε και εδώ οχυρές θέσεις και πρόβαλε σθεναρή αντίσταση.
Ο στρατός μας (16ο, 22ο και 23ο συντάγματα) πολεμώντας με ασυγκράτητη ορμή και απαράμιλλη γενναιότητα κατόρθωσε τις μεταμεσημβρινές ώρες να απωθήσει τα εχθρικά στρατεύματα, που κατείχαν την αριστερή πλευρά, στη θέση «Πάδες» και να την καταλάβει ενώ τα άλλα που κατείχαν τη δεξιά υπεράσπιζαν τις θέσεις τους με πείσμα και επέμειναν να τις διατηρήσουν.
Τη διεξαγωγή της μάχης αντιλήφθηκε από τις βροντές των πυροβόλων το ανεξάρτητο απόσπασμα ευζώνων του συνταγματάρχη Γεννάδη, το οποίο υστέρα από τη νικηφόρα μάχη στη Δεσκάτη, είχε περάσει το βουνό της Βουνάσιας και είχε φτάσει στην Ελάτη, απέναντι από το μοναστήρι της Ζάβορδας και κατευθύνονταν στον Αλιάκμονα για να τον γεφυρώσει. Με δική του πρωτοβουλία έσπευσε και έλαβε μέρος στη μάχη, αφήνοντας δύο λόχους του να εργαστούν για την ζεύξη του ποταμού στον πόρο Λογγά.
Ο εχθρός, ύστερα από τη δυναμική αυτή παρέμβαση των ευζώνων, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και το απόγευμα, γύρω στις 6 η ώρα, υποχώρησε στο δρόμο Δεσκάτης – Σερβίων. Στη διάρκεια δε της νύχτας που ακολούθησε υποχώρησε για τη «Μαύρη Ράχη».
Την ίδια νύχτα (9-10 Οκτωβρίου) το τούρκικο Στρατηγείο, που είχε πληροφορηθεί τόσο την έκβαση της μάχης των Λαζαράδων, όσο και την υπερκέραση του δυτικού του πλευρού από την 4η μεραρχία, τμήματα της οποίας είχαν αφιχθεί στα υψώματα του Πολυρράχου, από όπου απειλούσαν τα στενά στις Πόρτες, για ν” αποφύγει την κύκλωση, διέταξε την υποχώρηση όλης της στρατιάς από το Σαραντάπορο.
Η υποχώρηση έγινε στη διάρκεια της νύχτας, στο σκοτάδι και την πυκνή ομίχλη, που είχε σκεπάσει τα πάντα, ύστερα από συνεχή ραγδαία βροχή, χωρίς να γίνει αντιληπτή.
Οι Τούρκοι υποχωρώντας πανικόβλητοι για τα Σέρβια εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης ολόκληρο το πυροβολικό (22 πυροβόλα) και άφθονο άλλο πολεμικό υλικό.
Στα ανατολικά υψώματα του Πολυρράχου προσέκρουσαν στις προφυλακές της 4ης μεραρχίας, που είχαν καταλάβει εκεί θέσεις για να αποκόψουν την υποχώρηση τους. Διεξήχθηκε τότε πεισματώδης μάχη (μάχη Πόρτας), τις πρωινές ώρες της 10η Οκτωβρίου, στην οποία έχασαν τη ζωή τους οι:
Παπαδήμας Αγησίλαος, ταγματάρχης
Λογοθέτης Ξενοφώντας, ανθ/γός
Γεωργαντάς Κυριάκος, λοχίας
Κρέστας Ιωάννης, δεκανέας
Κοτσίρης Ιωάννης, υποδεκανέας
και οι στρατιώτες:
Χρυσομάλλης Μιλτιάδης,
Κούβελας Ευστράτιος,
Κα-σιμάτης Αριστείδης,
Καρδάρας Βασίλειος,
Μαρτζουκάτος Λεωνίδας,
Δρί-βας Κυριάκος,
Πλαγιανάκος Παναγιώτης,
Μανωλάκης Χρήστος,
Ζερβόλης Κων/νος,
Λιακουνάκης Θωμάς,
Καραμπάτσος Αλέξανδρος
και Σωτηρόπουλος Νικόλαος, του 8ου συντάγματος Πεζικού.
Στη Μάχη του Σαρανταπόρου (9 Οκτωβρίου 1912) προωθείται γρήγορα με το τάγμα του και βρίσκεται στα μετόπισθεν του εχθρού, σπέρνοντας τον πανικό και συμβάλλοντας στη γενική υποχώρηση των Οθωμανικών δυνάμεων. Το ίδιο θα κάνει και την μάχη του Μπιζανίου.
Όλοι τους θάφτηκαν στον τύμβο του ηρώου στις Πόρτες, εκτός από τον ταγματάρχη Παπαδήμα, που θάφτηκε κάτω από το Ιερό Βήμα του ναού των Αγίων Αποστόλων του Πολυρράχου. Μέσα στον περιτοιχισμένο χώρο του ηρώου των πεσόντων, ανάμεσα στα κυπαρίσσια, ανεγέρθηκε το 1973, με δαπάνες και προσωπική εργασία των ιερέων της ιεράς Μητρόπολης Σερβίων και Κοζάνης μικρός ναός, σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης προς τους πεσόντες. Ο ναός τιμάται στο όνομα των Αγίων Ευλαμπίου και Ευλαμπίας. Στο ναό αυτό την ημέρα της επετείου της ηρωικής μάχης (10 Οκτωβρίου) κάθε χρόνο, τελείται από το Μητροπολίτη, παρουσία των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, αντιπροσωπειών των σχολείων και πλήθους λαού, θεία λειτουργία και ιερό μνημόσυνο.
Οι απώλειες του εχθρού ήταν πολύ μεγαλύτερες· θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους δεξιά και αριστερά του δημόσιου δρόμου.
Τα στρατεύματα μας, που είχαν πάρει μέρος στη μάχη των Λαζαράδων διανυχτέρευσαν στα νοτιοανατολικά υψώματα του χωριού. Εκεί τα συνάντησε την επομένη περίπολος της 4ης μεραρχίας, στην οποία μετείχε και ο λογοτέχνης και δημοσιογράφος Σπύρος Μελάς, ο οποίος στο βιβλίο του «Οι πόλεμοι του 1912-1913″ (σελ. 99), γράφει τα εξής:
«Η βροχή είχε πάψει. Ο ήλιος μεγάλος, φλογοπόρφυρος, βυθούσε στον καταπράσινο κάμπο. Είχε ξαστερώσει πια και ξεχωρίζαμε καθαρά στον ορίζοντα τους καπνούς απ” τις φωτιές των αντρών. Σε λίγο, πιέζοντας τ” άλογα μας, βρισκόμαστε στον καταυλισμό των ευζωνικών ταγμάτων, ζωντανές σελίδες της Ιλιάδας με τα σφαχτά στις σούβλες και τις συντροφιές των πολεμιστών, που άλλοι μας ιστορούσαν τις περιπέτειες τους και άλλοι καθάριζαν τα ντουφέκια τους.
Ωστόσο ξαφνιάστηκα σαν είδα τους ευζώνους να φορούν άσπρα μαντήλια πάνω από τα φέσια τους. Μας διηγήθηκαν με πίκρα κι απογοήτευση, ότι στη μάχη της περασμένης μέρας, μπροστά στους Λαζαράδες που η πέμπτη μεραρχία είχε αποδεκατίσει την τούρκικη δύναμη που υπεράσπιζε το χωριό, το πυροβολικό μας τους είχε περάσει για Τούρκους καθώς είχανε προχωρήσει πολύ, τους είχε στείλει βροχή οβίδες και είχε σκοτώσει – λέγανε – τριανταπέντε. Μάταια προσπάθησα να τους πείσω, ότι τέτοιες παρεξηγήσεις – όπως είχα διαβάσει – ήτανε μοιραίες και σχεδόν αναπόφευκτες σε κάθε πόλεμο, από τον καιρό μάλιστα που είχε γίνει παραδεκτό σ” όλους τους στρατούς το χακί…»
Οι απώλειες του στρατού μας στη μάχη των Λαζαράδων έφτασαν τους 150 νεκρούς και τραυματίες. Ανάμεσα στα πρώτα θύματα ήταν και ο συνταγματάρχης (Κυριακούλης) Λ. Μαυρομιχάλης, διοικητής του 22ου συντάγματος και οι ανθ/γοί Κανελλόπουλος και Σαμπλής. Ο Μαυρομιχάλης είχε τραυματιστεί θανάσιμα στην κοιλιακή χώρα από δυο εχθρικές σφαίρες, την ώρα που κατόπτευε το έδαφος για να τοποθετήσει το σύνταγμα του. Πέθανε ύστερα από δύο μέρες στο Λουτρό. Η σορός του μεταφέρθηκε στη Λάρισα, όπου και κηδεύτηκε. Όλοι οι άλλοι θάφτηκαν στο πεδίο της μάχης. Οι τάφοι τους, χορταριασμένοι, σώζονται ακόμα.
Ύστερα από την άτακτη υποχώρηση των τούρκικων στρατευμάτων ο στρατός μας λευτέρωσε τα χωριά Ελάτη, Λαζαράδες, Τρανόβαλτο και Μικρόβαλτο και έφτασε στον Αλιάκμονα. Εδώ χρειάστηκε να καθυστερήσει για λίγο γιατί η γεφύρωση του ποταμού παρουσίαζε δυσκολίες. Οι πολλές βροχές των τελευταίων ημερών είχαν αυξήσει τα νερά του. Είχαμε μάλιστα και θύματα. Ο γενναίος ανθυπίλαρχος Κορδής με 3 άνδρες του προσπαθώντας να τον περάσουν έφιπποι, πνίγηκαν στο ορμητικό ρεύμα του. Η γεφύρωση έγινε στον πόρο Λογγά. Εκεί υπήρχε ένα μετόχι του μοναστηριού της Ζάβορδας, όπου έμεναν υπάλληλοι με τα ζώα, που καλλιεργούσαν τα χωράφια του μοναστηριού. Το μηχανικό της μεραρχίας ξεσκέπασε τους στάβλους του μετοχιού από όπου πήρε την ξυλεία, την οποία χρησιμοποίησε για την κατασκευή της γέφυρας. Έτσι πέρασε το ποτάμι ο στρατός μας και συνέχισε την πορεία του για την Κοζάνη.
Οι απώλειες του στρατού μας στις μάχες του Σαρανταπόρου και των Λαζαράδων ήταν:
Νεκροί αξιωματικοί 18, νεκροί οπλίτες 156
τραυματίες αξιωματικοί 30, τραυματίες οπλίτες 965
Στους χώρους που θάφτηκαν οι νεκροί στους Λαζαράδες και στις Πόρτες κάθε χρόνο στις επετείους των μαχών αυτών (9 και 10 Οκτωβρίου) λαμβάνουν χώρα σεμνές εκδηλώσεις με επιμνημόσυνες δεήσεις και καταθέσεις στεφάνων από μέρους των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών του Νομού Κοζάνης.
Το απόγευμα της 10ης Οκτωβρίου 1912 μπήκαν στην πόλη των Σερβίων, κατεβαίνοντας από τα κάστρα, οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες. Δέκα τέσσερις ιππείς με επικεφαλής τον υπίλαρχο Πέτρο Μάνο. Μπαίνοντας αντίκρυσαν ένα φρικιαστικό θέαμα. 117 Έλληνες κείτονταν νεκροί στους δρόμους της ιστορικής πόλης. Ήταν κάτοικοι των Σερβίων και των γύρω χωριών. Τους είχαν συλλάβει οι Τούρκοι με την κήρυξη του πολέμου και τους κρατούσαν ως ομήρους στις φυλακές. Την νύχτα που είχε προηγηθεί, με την υποχώρηση των στρατευμάτων τους από το Σαραντάπορο, οι Τούρκοι των Σερβίων άνοιξαν τις φυλακές. Και ενώ οι Έλληνες όμηροι έφευγαν, οι Τούρκοι που παραφύλαγαν σε γωνιές των δρόμων τους πυροβολούσαν και τους σκότωναν.
Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και οι ιερείς:
Παπανικόλας Στεργιόπουλος από το Παλαιογράτσανο
Παπαγιώργος Κατσούνης από το Ορτάκι (σημ. Πλατανόρεμμα) Παπαβασίλης Παπαβασιλείου, Παπαθανάσης Μπατσίλας και Παπαγιάννης Παπαγιάννη από το Μεταξά
καθώς και ο δάσκαλος Κάρπος Κων/νος από το Λιβάδι του Ολύμπου.
Εκτός από τους τρεις παραπάνω ιερείς, από το χωριό Μεταξά ήταν ακόμα 41 άτομα, ανάμεσα στους εκτελεσθέντες στους δρόμους της πόλης των Σερβίων. Το ηρωικό αυτό χωριό των Καμβουνίων θεωρούνταν, όχι άδικα, από την τουρκική διοίκηση ότι κατοικούνταν από ανυπότακτους Έλληνες, έτοιμους ανά πάσα στιγμή να πάρουν τα όπλα εναντίον του δυνάστη. Παλιότερα ήταν έδρα των κλεφταρματολών της περιοχής. Έχοντας όλα αυτά υπ” όψει τους οι Τούρκοι, στις παραμονές του πολέμου, συνέλαβαν όλους τους άρρενες κατοίκους του, ως ύποπτους εξέγερσης και τους μετέφεραν στις φυλακές των Σερβίων.
Τα θύματα της τούρκικης αυτής θηριωδίας θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους. Τη νεκρώσιμη ακολουθία τέλεσε ιερέας του στρατού.
Η εγκληματική αυτή ενέργεια των Τούρκων προκάλεσε την οργή των Ελλήνων κατοίκων των Σερβίων, οι οποίοι αντεκδικούμενοι έβαλαν φωτιά στην τούρκικη συνοικία της πόλης και έκαψαν πολλά σπίτια.
Την λαμπρή νίκη του στρατού μας στο Σαραντάπορο τραγούδησε ο ποιητής Γεώργιος Σουρής με τους παρακάτω στίχους:
Βροντούν τα όρη, τα βουνά, κάτω στην Ελασσόνα,
πέρα στο Σαραντάπορο πέφτουν πολλά κανόνια.
Τα ρίχνουν Ελληνόπουλα, παιδιά ανδρειωμένα,
για να ξυπνήσουν ήρωες απ” το εικοσιένα.
Ξύπνα Δεσπότη Γρεβενών, να ιδής τη λευτεριά σου,
να ιδής σημαία Ελληνική, που στέκει στα βουνά σου.
Λεν θα ξυπνήσεις άραγε, Δεσπότη ανδρειωμένε,
να ιδής στα Σέρβια τη σφαγή, παπάδες αγιασμένοι,
που κείτονται σαν τα τραγιά, στο αίμα βουτηγμένοι.
Την επομένη, 11 Οκτωβρίου, πέρασε από τα Σέρβια ο Αρχιστράτηγος -Διάδοχος Κωνσταντίνος με τους επιτελείς του, που με πόνο ψυχής πληροφορήθηκε το αποτρόπαιο έγκλημα των Τούρκων, παίρνοντας εκδίκηση για την ήττα τους στο Σαραντάπορο.
Στα Σερβία το Ελληνικό Στρατηγείο κυκλοφόρησε την παρακάτω προκήρυξη σε γλώσσα Ελληνική, Τουρκική και Αλβανική:
ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΚΑΙ ΗΠΕΙΡΩΤΑΙ
Καταλύοντες την τέως διοίκησιν εις τας καταλαμβανομένας χώρας, φέρομεν την ελευθερίαν, την πρόοδον, τον πολιτισμόν εις όλους τους κατοίκους της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Το ίδιον αίμα ρέει εις τας φλέβας μας. Οιανδήποτε γλώσσαν και αν ομιλούν, οιανδήποτε θρησκείαν και αν έχουν, θα απολαύσουν των αυτών δικαιωμάτων υπό την Ελληνικήν Διοίκησιν. Καλούμεν όλους τους κατοίκους να επανέλθωσιν εις τα ειρηνικά των έργα και να μη φοβώνται καμμίαν τιμωρίαν εφ” όσον δεν αντιστρατεύονται εις τας διαταγάς των Ελληνικών δυνάμεων. Ερχόμεθα ως ελευθερωταί και καλούμεν τους αδελφούς Αλβανούς, οι οποίοι είναι από το αυτό γένος με ημάς, να λάβωσι τα όπλα και να συμπράξωσι μεθ” ημών.
Στα Σερβία έφτασε, ακολουθώντας το επιτελείο και ο εθνικός μας ποιητής Σπύρος Ματσούκας. Προσκυνώντας το νωπό τάφο των αθώων θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας απήγγειλε τους στίχους:
Ξυπνάτε από τα μνήματα, αδικοσκοτωμένοι
να δήτε την πατρίδα σας, την ελευθερωμένη
Ξυπνάτ” από τα μνήματα ραγιάδες, σεις ραγιάδες
ξυπνάτε κι ήλθε η Πασχαλιά, χάθηκαν οι αγάδες.
Σχετικά με τη φοβερή σφαγή των άμαχων στα Σέρβια, του αποτρόπαιου αυτού εγκλήματος, ο ανταποκριτής των «Τάιμς» του Λονδίνου Χρόφορδ ΙΊράις έγραφε στην εφημερίδα του:
«Πάντοτε υπήρξεν αδύνατον να αντιληφθώμεν διατί πράττουσι τοιαύτα εγκλήματα. Η εν Σερβίοις σφαγή ουδόλως ήτο αναγκαία. Ήτα αδικαιολόγητος και πιθανότατα θα προεκάλει αντεκδικήσεις εναντίον των Μουσουλμάνων κατοίκων οίτινες παρέμειναν όπισθεν των ηττηθέντων. Εν τούτοις καίτοι ουδεμία μομφή ήτο δυνατόν να δοθή εις τους Έλληνες αν εφήρμοζον το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» ουδεμία βιαιότης εσημειώθη».
Αλλά και άλλη βαρβαρότητα διέπραξαν οι Τούρκοι των Σερβίων. Τη φορά αυτή σε βάρος του Έλληνα λοχαγού του πυροβολικού Ζέρβα. Τον δολοφόνησαν άνανδρα στο κατάλυμα του με τσεκούρια, στη διάρκεια της επόμενης νύχτας.
Η νίκη του Σαρανταπόρου άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ο στρατός μας προελαύνοντας λευτερώνει τις πόλεις της Μακεδονίας τη μία ύστερα από την άλλη…