Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Δυό λόγια για την ελληνική μάστιγα, που καταλήγει σε εξαιρετικά δυσάρεστες και εκτεταμένες επιπτώσεις, όχι μόνο στον τομέα της οικονομίας, αλλά και στον ευρύτερο κοινωνικό.
Διακόπτοντας, λοιπόν, τη δυσάρεστη κριτική μου, για τα πολλά κακώς κείμενα στον τόπο μας, έρχομαι να υπογραμμίσω ως εξαιρετικά θετική την πρωτοβουλία του Υπουργού Οικονομίας, Κωστή Χατζηδάκη, για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Προσθέτοντας βέβαια και την ευχή, η περί ης αυτή πρωτοβουλία να ξεπεράσει το χώρο των ανακοινώσεων.
Καθώς έχω ασχοληθεί, στο παρελθόν, επί μακρόν, με τη συγγραφή βιβλίων και άρθρων, αλλά και με μακρόχρονη έρευνα για το πρόβλημα της φοροδιαφυγής, δράττομαι της ευκαιρίας να υπενθυμίσω ορισμένα στοιχεία της όλης δομής της.
Καταρχήν, χώρα, της οποίας η διάρθρωση της απασχόλησης εμφανίζει σημαντικό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων, σε σχέση με τους μισθωτούς, όπως είναι κατ’ εξοχήν η ελληνική περίπτωση, είναι αναπόφευκτα χώρα που ρέπει προς τη φοροδιαφυγή. Και τούτο, διότι, σε αντίθεση με τα εισοδήματα που προέρχονται από μισθωτή εργασία, και που είναι διαφανή, αυτά που δημιουργούνται από κάθε μορφή αυτοαπασχόλησης, δεν είναι ορατά. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι αγοραστές/πελάτες μαγαζιών ή υπηρεσιών αυτοαπασχολούμενων, δεν έχουν κάποιο πλεονέκτημα, όταν πληρώνουν με κάρτα ή όταν απαιτούν απόδειξη, ενώ αντιθέτως καταβάλλουν συνήθως μικρότερη τιμή της αρχικής, όταν εξοφλούν το χρέος τους με ρευστό και όταν δεν ζητούν απόδειξη, είναι δυστυχώς αναπότρεπτο να προτιμούν τη δεύτερη οδό, που βέβαια τους καθιστά συνυπεύθυνους φοροδιαφυγής.
Ρίχνοντας κάθε χρόνο μια ματιά στη σχέση των ποσοστών φόρων που καταβάλλονται από μισθωτούς και από αυτοαπασχολούμενους, στην πατρίδα μας, καταλήγει αβίαστα κανείς στο συμπέρασμα ότι οι μισθωτοί είναι πλούσιοι, ενώ αντιθέτως οι αυτοαπασχολούμενοι φυτοζωούν.
Αν, ωστόσο, συγκρίνει κανείς το ύψος της κατανάλωσης μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δηλωθέντα εισοδήματα, έχει αυτόματα το μέγεθος του δράματος, που διαρκεί και διαρκεί απτόητο στην Ελλάδα.
Εκτός από την εμφανή συνέπεια, που είναι η συρρίκνωση, και σε δεύτερο χρόνο, των γλίσχρων εισοδημάτων των μισθωτών, διευρύνοντας έτσι επικίνδυνα, τις ανισότητες κατανομής, η άρρωστη αυτή κατάσταση περιορίζει, επιπλέον, και τα έσοδα του δημοσίου. Η τελευταία αυτή επίπτωση έχει, βέβαια, πολύ σοβαρότερες συνέπειες, όταν λαμβάνει χώρα σε υγιείς οικονομίες που αρνούνται να καταβάλλουν ποσά τα οποία δεν χρωστούν, σε ξένους. Ενώ, αντιθέτως η Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, ντρέπεται να απαιτήσει τα τεράστια γερμανικά χρέη προς αυτήν, αλλά όμως δέχεται να εξυπηρετεί με κατάνυξη, τα εγκληματικού περιεχομένου μνημόνια, τα οποία και αποκλείουν συμψηφισμό χρεών. Οπωσδήποτε, όμως, και έτσι δεν παύει ο τρόπος φορολόγησης να είναι άκρως ανώμαλος και άκρως άδικος στην πατρίδα μας.
Το κλειδί, για την πάταξη της φοροδιαφυγής βρίσκεται, ακριβώς, στις διαφορές, συχνά υπέρογκες, ανάμεσα στο δηλωθέν εισόδημα και στο ύψος της κατανάλωσης ενός ατόμου. Και, βεβαιότατα υπάρχουν τρόποι διαπίστωσης αυτών των διαφορών.
Άραγε, θα υπάρξει η θέληση των αρμοδίων, μέχρι τέλους, ώστε να θεραπευθούν αυτές οι κορυφαίες ανωμαλίες του φορολογικού μας συστήματος; Διότι, θα πρέπει να υπενθυμίσω, ότι στο διάστημα των τελευταίων δεκαετιών, ήταν πολλοί, από τους αρμοδίους, που επιχείρησαν την πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.