Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Πέρασαν από τότε πάνω απο εκατό χρόνια…. Από τότε, που καταγράφηκαν σελίδες ένδοξης ιστορίας. Εκατό χρόνια από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 που έμειναν στην λαϊκή συλλογική μνήμη σαν ένδοξο παραμύθι με πολλή δράση και αίσιο τέλος. Και στην πολιτική και τη διπλωματία, σαν άθλος συνένωσης όλων των εθνικών δυνάμεων για την επίτευξη της μεγάλου στόχου.
Οι πόλεμοι αυτοί, που άλλαξαν το χάρτη των Βαλκανίων, χαρακτηρίζονται σαν ο μεγαλύτερος ελληνικός στρατιωτικός άθλος μετά την Επανάσταση του 1821.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι , αποτελούν στη σύγχρονη ιστορία, το λαμπρότερο στρατιωτικό επίτευγμα της Ελλάδας, η οποία κατόρθωσε να διπλασιάσει την έκτασή της και τον πληθυσμό της, ενσωματώνοντας στον εθνικό κορμό συμπαγείς αλύτρωτους ελληνικούς πληθυσμούς.
Στους Βαλκανικούς Πολέμους φτάσαμε μέσα από σειρά ζυμώσεων, οι οποίες άρχισαν από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν στο ευρύτερο γεωγραφικό περιβάλλον άρχισαν να σημειώνονται μεγάλες ανακατατάξεις.
Μια προδρομική πρωτοβουλία, αποτέλεσε η μυστική συνθήκη του Φεσλάου, που είχε υπογράψει η κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη με τα άλλα βαλκανικά κράτη, αποσκοπώντας στην απελευθέρωση των υπόδουλων λαών. Ακολούθησαν ποικίλα γεγονότα, που ανέβασαν τον εθνικό πυρετό για την τύχη των αλύτρωτων Ελλήνων. Το Ανατολικό ζήτημα με την προϊούσα αποσάθρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Πανσλαβισμός του ρώσου διπλωμάτη Ιγνάτιε, το σχίσμα της βουλγαρικής εκκλησίας, ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1878, ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 με την επαίσχυντη ήττα, ο ένοπλος αγώνας Ελλήνων και Βουλγάρων στη Μακεδονία. Η Επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908, ο αναβρασμός στην αυτόνομη ακόμα Κρήτη και άλλα γεγονότα, συνέβαλαν αποφασιστικά στην σύμπηξη της βαλκανικού μετώπου, το οποίο με πρωτοβουλία του Ελευθέριου Βενιζέλου, διαμορφώθηκε σε ένα ενιαίο αμυντικό σύμφωνο Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Ρουμανίας και Μαυροβουνίου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κοινό αίτημα των συμβαλλόμενων κρατών, ήταν, να εισαγάγουν οι Οθωμανοί ριζικές μεταρρυθμίσεις στο χώρο της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, υπέρ των χριστιανικών υπόδουλων λαών. Η Υψηλή Πύλη απέρριψε το συμμαχικό τελεσίγραφο.
Έτσι στις 25 Σεπτεμβρίου 1912, το Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Ακολουθούν στις 3 Οκτωβρίου η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Σερβία.
*Ο Βενιζέλος προσέρχεται στη Βουλή για να αναγγείλει την κήρυξη του πολέμου
Η κήρυξη του πολέμου
Στη Βουλή των Ελλήνων, στις 5 Οκτωβρίου 1912, ο υπουργός Εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς, αναγγέλλει:
«Το Ελληνικός κράτος εκ συμφώνου προς την Βουλγαρία και την Σερβία, του Μαυροβουνίου προηγηθέντος κήρυξε χθες τον πόλεμoν κατά της Τουρκίας»
Τη σοβαρότητα της στιγμής, διακόπτουν κατά την περιγραφή των πρακτικογράφων της Βουλής «χειροκροτήματα ραγδαία εκ της αιθούσης και των ακροατηρίων».
Και συνέχισε ο Κορομηλάς:
«Αι πολεμικέ επιχειρήσεις ήρξαντο από της πρωίας της σήμερον. Έχομεν την πεποίθησιν ότι η νίκη θα στέψη τα όπλα της Ελλάδος και των συμμάχων αυτής και ότι τα αποτελέσματα του πολέμου θα είναι αντάξια του βυθισμένου τιμίου και ευγενούς αίματος του Στρατού και του Ναυτικού».
Και πάλι οι πρακτικογράφοι της Βουλής σημειώνουν:«Ζωηρόταται επιδοκιμασίαι και χειροκροτήματα πανταχόθεν».
Τον υπουργό Εξωτερικών διαδέχεται στο βήμα ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, που διαβάζει το διάγγελμα του βασιλέως Γεωργίου Α΄
Ο βασιλεύς Γεώργιος Α΄ στο διάγγελμά του, τόνιζε μεταξύ άλλων:
«Η Ελλάς πάνοπλος μετά των συμμάχων της εμπνεομένων υπό των αυτών αισθημάτων και συνδεομένων δια κοινών υποχρεώσεων, αναλαμβάνει τον ιερόν αγώνα του δικαίου και της ελευθερίας των καταδυναστευομένων λαών της Ανατολής».
*Η αναχώρηση του στρατού για το μέτωπο
Η επιστράτευση είχε γίνει, μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού.
Ο ελληνικός στρατός άρχισε την προέλασή του στις 5 Οκτωβρίου 1912 στη Θεσσαλία. Πρώτη μεγάλη νίκη η απελευθέρωση της Ελασσόνας την επόμενη μέρα, μετά από σχεδόν πεντάωρη σκληρή μάχη.
Ο Στυλιανός Γονατάς στη απομνημονεύματά του σημειώνει:
«Μόλις κατήλθομεν εις την πεδιάδα εδέχθημεν τους πρώτους εχθρικούς κανονιοβολισμούς εκ μακράς αποστάσεως. Ήτο το πρώτον βάπτισμα του πυρός. Η προέλασις εγένετο ως εάν επρόκειτο περί ασκήσεων. Η Τουρκική αντίστασις εκάμφθη και μετά από αγώνα, ο οποίος διήρκεσεν από της 9ης πρωινής έως της 2ας μ. εισήλθομεν, διελθόντες δια Τσαριτσάνης, κωμοπόλεως εντελώς ελληνικής, εις Ελασσόνα».
Παράλληλα, προωθούνται ελληνικά τάγματα στο Μέτωπο της Ηπείρου. Καταλαμβάνονται το Γκρίμποβο, οι Κουμτσάδες και η διάβαση της Κιάφας.
Ο στόλος με επικεφαλής το θωρηκτό «Αβέρωφ» απέπλευσε από το Φάληρο, ενώ η ναυτική μοίρα του Ιονίου Πελάγους εισήλθε στον Αμβρακικό Κόλπο και στο λιμάνι της Βόνιτσας. Στις 12 Οκτωβρίου καταλαμβάνεται η Λήμνος, με τη στρατηγική της θέση απέναντι στα Στενά των Δαρδανελίων.
*Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος
Στην ξηρά με αξιοπρόσεκτη ορμή ο στρατός με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, απελευθερώνει τη Δεσκάτη.
Στα οχυρωμένα Στενά του Σαρανταπόρου, συναντά ισχυρή αντίσταση των Τούρκων, με πυροβολικό. Η σφοδρή μάχη της 9ης και 10ης Οκτωβρίου ήταν αποφασιστική. Η υποχώρηση των εχθρικών δυνάμεων ανοίγει το δρόμο προς τη Δυτική Μακεδονία.
Ο διάδοχος Κωνσταντίνος αφηγείται:
«Το πεζικό επιτέθηκε με καταπληκτική γενναιότητα, έξι συντάγματα στην πρώτη γραμμή κάτω από μια βροχή πυροβολισμών, που δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό».
Ακολουθεί η κατάληψη της Κοζάνης στις 11 του μηνός, η απελευθέρωση των Σερβίων και ο έλεγχος του ποταμού Αλιάκμονα. Δύο μέρες αργότερα φτάνει στην Κοζάνη ο βασιλεύς Γεώργιος, ενώ ο στρατός προωθείται προς τη Βέροια. Στο μέτωπο της Ηπείρου ολοκληρώνεται η κατάληψη της Φιλιππιάδας και του Λούρου. Μετά από διήμερα μάχη καταλαμβάνονται και τα Πέντε Πηγάδια.
Η προέλαση του στρατού επιταχύνεται. Απελευθερώνονται τα Γρεβενά και η Κατερίνη.
Τα σπέρματα του Διχασμού
Η 12η Οκτωβρίου της είναι μια ημέρα σημαδιακή. Σημαδιακή γιατί από εκεί αρχίζουν οι πρώτες προστριβές του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Η κυβέρνηση, έχοντας εξακριβωμένες πληροφορίες από τον Θρακικής καταγωγής στρατιωτικό γιατρό του Βουλγαρικού στρατού Φίλιππο Νίκογλου ότι η Βουλγαρία ενδιαφερόταν να προλάβει να μπει πρώτη στη Θεσσαλονίκη, ειδοποιεί τηλεγραφικά τον αρχηγό στρατού στη Θεσσαλία.
«Αναμένω να μοι γνωρίσητε την περαιτέρω διεύθυνσιν ην θα ακολουθήση η προέλασις του Στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ’ όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλουν να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις Θεσσαλονίκην. Βενιζέλος».
*Ο Ελευθέριος Βενιζέλος
Παρόμοια προειδοποίηση, απηύθυνε στον Κωνσταντίνο και ο υπουργός Εξωτερικών, Λάμπρος Κορομηλάς, υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων:
«Φρονώ ότι πρέπει κατά το δυνατόν να εντείνωμεν ημετέρας ενεργείας ώστε καταληφθή όσον τάχιστα Θεσσαλονίκη, ίνα μη ημέτερα αποτελέσματα έλθωσιν πολύ ύστερον των στρατών των συμμάχων. Κορομηλάς».
Το Γενικό Επιτελείο του Διαδόχου μετά τη νίκη του Σαρανταπόρου είχε πρόθεση να καταδιώξει της Τούρκους προς Βορράν και να καταλάβει το σπουδαίο κέντρο του Ελληνισμού το Μοναστήρι. Είχε προετοιμάσει μάλιστα και τα σχετικά σχέδια.
Ο Κωνσταντίνος ενοχλημένος, ενημερώνει από τα Σέρβια τον υπουργό Εξωτερικών Κορομηλά, για την κατάσταση του μετώπου, καταλήγοντας στο τηλεγράφημά του:
«Θα εξακολουθήσω με την αυτήν έντασιν δυνάμεων επιδιώκων την καταστροφήν του εχθρού επί τη βάσει σχεδίου το οποίον προδιέγραψα και του οποίου τον αντικεμενικόν σκοπόν μόνος εγώ είμαι αρμόδιος και υπεύθυνος να κανονίζω. Παρακαλώ δε υμάς, όπως ευαρεστούμενος, μη προσπαθήτε επηρεάζητε την διεύθυνσιν των επιχειρήσεων. Κωνσταντίνος».
Η επιτακτική διαταγή του πρωθυπουργού και υπουργού Στρατιωτικών Ελευθέριου Βενιζέλου, αναγκάζει τον Κωνσταντίνο, να στρέψει τη Στρατιά προς τη Θεσσαλονίκη. Ο πρώτος σπόρος του Διχασμού, είχε πέσει στο χώμα…
Λίγες μέρες αργότερα, ο στόλος απελευθερώνει τη Θάσο, τη Σαμοθράκη και τον Άγιο Ευστράτιο. Η χαρά ολοκληρώνεται στις 18 του μηνός με ένα παράτολμο εγχείρημα. Ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης διεισδύει απαρατήρητος με το τορπιλοβόλο του στο οχυρωμένο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, βυθίζει την τουρκική κανονιοφόρο «Φετίχ Μπουλέντ» εκτοξεύοντας τρεις τορπίλες στα πλευρά της και διαφεύγει με ασφάλεια.
Παράλληλα με το στόλο, ο στρατός ξηράς, μετά από μια πεισματική και πολύωρη μάχη μπαίνει νικητής και στα Γιαννιτσά, ανοίγοντας έτσι το δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη.
*Περίθαλψη τραυματιών στη Φιλιππιάδα
Με ακάθεκτη ορμή προελαύνουν οι ελληνικές δυνάμεις και στην Ήπειρο, καταλαμβάνοντας στις 21 του μηνός την Πρέβεζα. Στην Μακεδονία καταλαμβάνουν τη Σιάτιστα, τον Πολύγυρο, και προωθούνται προς τη Φλώρινα.
Η 24η και η 25η Οκτωβρίου είναι κρίσιμες μέρες. Ο στρατός έχει διαβεί με ειδικές ζεύξεις τον Αξιό, αφού οι γέφυρές του είχαν ανατιναχθεί και βλέπει αμυδρά στο βάθος του ορίζοντα τη Θεσσαλονίκη.
Ο ανθυπασπιστής τότε Στέφανος Σαράφης, στις Ιστορικές Αναμνήσεις του θυμάται:
«Στις 24 το βράδυ περάσαμε τον Αξιό με σχεδίες, που είχε κάνει το Μηχανικό λίγο βορειότερα, από τη σιδηροδρομική γέφυρα, όπου περνούσε άλλο τμήμα. Με τις σχεδίες αργήσαμε πολύ να περάσουμε το ποτάμι. Κάθε τμήμα που περνούσε προχωρούσε να καταλάβει θέσεις γιατί το πρωί επρόκειτο ν’ αρχίσει η μάχη της Θεσσαλονίκης».
Ο Τούρκος αρχιστράτηγος Χασάν Ταχσίν Πασάς επιχειρεί διαπραγματεύσεις για την παράδοση της πόλης. Οι διαπραγματεύσεις γίνονται σε έπαυλη έξω από τη Θεσσαλονίκη, στην τοποθεσία Τοψίν.
Η αντιπαράθεση της Κωνσταντίνου- Βενιζέλου συνεχίζεται. Η κυβέρνηση που δεν είχε ενημέρωση για τις εξελίξεις περί την Θεσσαλονίκη ανησυχεί. Ο Βενιζέλος τηλεγραφεί στον Κωνσταντίνο:
«Παραγγέλεσθε ν’ αποδεχθήτε την προσφερομένη υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και εισέλθετε εις αυτήν άνευ τινός αναβολής. Καθιστώ Υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής. Βενιζέλος».
Ο Κωνσταντίνος, απαντά και πάλι ενοχλημένος:
*Η είσοδος του Βασιλέως και του Διαδόχου στη Θεσσαλονίκη
«Συναισθάνομαι πλήρως την ευθύνην ήν φέρω και παρακαλώ εις το εξής να μη μοι υπομιμνήσκηται τούτο δι’ οιανδήποτε υπόθεσιν. Εάν ώφειλον ή ού να παραδεχθώ την παράδοσιν της Θεσσαλονίκης ήμην ο μόνος αρμόδιος να κρίνω ευρισκόμενος επί τόπου και επιβάλλων της όρους. Απόδειξις δε το επιτευχθέν αποτέλεσμα».
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
Τελικά η πόλη, ημέρα της εορτής του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου παραδίδεται αμαχητί. Αργά το βράδυ οι αξιωματικοί του επιτελείου του αρχιστρατήγου Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς πηγαίνουν στη Θεσσαλονίκη και υπογράφουν το πρωτόκολλο παράδοσης.
Την επομένη, μέσα σε θάλασσα λαϊκών πανηγυρισμών εισέρχονται τα ελληνικά στρατεύματα με επικεφαλής τον βασιλέα Γεώργιο και τον Διάδοχο Κωνσταντίνο.
Και ενώ οι ελληνικές δυνάμεις είχαν ολοκληρώσει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, προς την πόλη σπεύδει παρά τις σχετικές προειδοποιήσεις, ο Βούλγαρος στρατηγός Θεοδωρώφ επικεφαλής της VII Μεραρχίας. Ακολούθησε σειρά διαπραγματεύσεων και τελικά επετράπη η είσοδος δύο μόνο ταγμάτων με τη δικαιολογία ότι έπρεπε να αναπαυθούν ο Διάδοχος του Βουλγαρικού θρόνου Μπόρις και ο πρίγκιπας Κύριλλος, που υπηρετούσαν στα τάγματα αυτά.
Τα γεγονότα αυτά, έδειχναν, πως η κατάσταση με τη Βουλγαρία θα προκαλούσε τριβές.
Σημαντικές εξάλλου ήταν οι ελληνικές επιτυχίας και στο Μέτωπο της Ηπείρου, όπου απελευθερώνονται πόλεις και χωριά, με στόχο πάντα την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Ο στόλος απελευθερώνει της Αγίους Σαράντα. Ο στρατός καταλαμβάνει κωμοπόλεις και χωριά παρά την αντίδραση που συναντά, όπως για παράδειγμα στο Συρράκο. Μία μετά την άλλη πέφτουν οι οχυρωμένες τοποθεσίες και περιέρχονται στους νικητές, η Μανωλιάσσα και η Σκάλα Παραμυθιάς.
*Το ελληνικό πυροβολικό στο Μπιζάνι
Μεγάλης σημασίας της είναι η εκπόρθηση του ιδιαιτέρως οχυρωμένου Μπιζανίου και η είσοδος του στρατού στα Ιωάννινα.
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, το Φεβρουάριο του 1913, υπήρξε ένα σπουδαίο στρατιωτικό και πολιτικό γεγονός στην έκβαση του Βαλκανικού Πολέμου. Και δικαιολογημένα ανήγγειλε τη μεγάλη στρατιωτική νίκη ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, προσερχόμενος στη Βουλή.
Ο πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος, το απόγευμα της 21ης Φεβρουαρίου 1913, έδωσε το λόγο αμέσως μόλις κήρυξε την έναρξη της συνεδρίασης, στον πρωθυπουργό και υπουργό των Στρατιωτικών Ελευθέριο Βενιζέλο, που είχε προσέλθει περιχαρής.
Και εκείνος, εν μέσω θυελλωδών χειροκροτημάτων, ανήλθε στο βήμα και ανακοίνωσε το τηλεγράφημα του αρχιστρατήγου και διαδόχου Κωνσταντίνου, που είχε σταλεί από το στρατηγείο του στο Χάνι του Εμίν Αγά. «Την τρίτην πρωινήν, ήρξατο γενική επίθεσις κατά του φρουρίου Ιωαννίνων».
Στη συνέχεια διάβασε τις αναλυτικές αναφορές για την επίθεση και τα επόμενα τηλεγραφήματα, σύμφωνα με τα οποία, στις 8 το πρωί ο στρατιωτικός διοικητής των Ιωαννίνων Εσάτ Πασάς επιθυμούσε να παραδώσει τα Ιωάννινα. Έστειλε μάλιστα αντιπροσωπεία να διαπραγματευθεί τα της παραδόσεως.
Και ενώ η αίθουσα σείονταν από τα χειροκροτήματα, ο Βενιζέλος, διάβασε το τηλεγράφημα του υπαρχηγού του Επιτελείου, σύμφωνα με το οποίο «τρεις ίλαι ιππικού υπό την διοίκησιν του υποστρατήγου Σούτσου, εισήλθον εις τα Ιωάννινα μετά της χωροφυλακής».
Αμέσως μετά μίλησαν οι Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, Γεώργιος Θεοτόκης, Δημήτριος Ράλλης, Δημήτριος Γούναρης και άλλοι.
Προς το τέλος της συνεδρίασης, ελήφθη από το Χάνι του Εμίν Αγά και άλλο τηλεγράφημα, που γνωστοποιούσε την υπογραφή του πρωτοκόλλου της παραδόσεως. Το φρούριο των Ιωαννίνων- έλεγε το τηλεγράφημα- παραδίδεται στον Ελληνικό Στρατό. Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί, παραδίδονταν ως αιχμάλωτοι πολέμου, μαζί με όλο το υλικό της, τις σημαίες και τα άλογά τους.
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, χαιρετίσθηκε με ενθουσιασμό και από τον Τύπο. Ο ποιητής Χρήστος Χρηστοβασίλης δημοσίευσε ποίημα, ειδικά για την περίσταση, αναφέροντας μεταξύ άλλων:
Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι
Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδούμε,
Γιατί ελευτερωθήκανε, Αϊτέ, τα Γιάννινα της.
Ο Γεώργιος Σουρής έγραψε στο «Ρωμηό» ανάλογο ποίημα.
Τα πήραμε τα Γιάννινα
Μάτια πολλά το λένε,
όπου γελούν και κλαίνε.
Το λεν πουλιά των Γρεβενών
κι αηδόνια του Μετσόβου…
Η συνεδρίαση ελύθη για να παραστούν οι βουλευτές, στην Δοξολογία που ετελείτο στη Μητρόπολη Αθηνών.
*Το περιοδικό “Νουμάς” πανηγυρίζει…
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγινε μετά από πολυήμερη σκληρή πολιορκία των οχυρωμένων θέσεων της ευρύτερης περιοχής, κάτω σκληρές καιρικές συνθήκες. Η γενική επίθεση κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας του Μπιζανίου, άρχισε το πρωί της 20ης Φεβρουαρίου 1913. Οι μαχητές του 1ου Συντάγματος Ευζώνων διακρίθηκαν για τις τολμηρές διεισδύσεις τους. Οι ελληνικές δυνάμεις με διάφορα στρατηγικά τεχνάσματα, κατόρθωσαν να παραπλανήσουν της Τούρκους. Το πυροβολικό έβαλε ασταμάτητα.
Στις 11 το βράδυ, ο διοικητής των Ιωαννίνων Εσάτ Πασάς αναγκάσθηκε να στείλει απεσταλμένους για παράδοση της πόλης. Η συμφωνία επιτεύχθηκε και η παράδοση της πόλης ορίσθηκε για τις 8 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου. Υπεγράφη και σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης. Το υπέγραφε ο διοικητής της οχυρωμένης τοποθεσίας Τούρκος αντισυνταγματάρχης Βεχήπ Μπέης και οι Έλληνες λοχαγοί Ιωάννης Μεταξάς και Ξενοφών Στρατηγός.
Ο αρχιστράτηγος και Διάδοχος Κωνσταντίνος εισήλθε στην πόλη της 22 Φεβρουαρίου και μαζί με το Στράτευμα έγιναν δεκτοί από της κατοίκους με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις. Επακολούθησε δοξολογία στη Μητρόπολη.
Η Ήπειρος ολόκληρη ζούσε μεγάλες στιγμές».
*Ο ελληνικός στόλος σε δράση
Η δράση του Στόλου
Στη θάλασσα εξακολουθούσε να κυριαρχεί ο ελληνικός στόλος. Στις 2 Ιανουαρίου 1913 επιχειρεί έξοδο από τα Στενά των Δαρδανελίων το τουρκικό καταδρομικό «Χαμηδιέ» που καταφθάνει και κανονιοβολεί την Ερμούπολη και διαφεύγει ανενόχλητο.
Τρείς μέρες αργότερα τουρκικά πολεμικά ενθαρρυμένα από το περιστατικό αυτό βγαίνουν από τα Στενά και κατευθύνονται της τη Λήμνο. Η ναυμαχία που ακολουθεί με εκατέρωθεν κανονιοβολισμούς επί 2,5 ώρες λήγει με νικητές τους Έλληνες. Η μεγάλη αυτή νίκη έκτοτε οριστικοποιεί την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, αφού ο τουρκικός στόλος δεν επιχείρησε άλλη έξοδο από τα Δαρδανέλια, στον πόλεμο αυτό.
*Το σημείο, όπου δολοφονήθηκε ο βασιλεύς Γεώργιος Α΄
Η δολοφονία του βασιλέως Γεωργίου Α΄
Ένα απρόσμενο γεγονός στις 5 Ιανουαρίου, ρίχνει βαριά σκιά στα χαρμόσυνα γεγονότα των στρατιωτικών επιτυχιών.
Η δολοφονία του βασιλέως Γεωργίου του Α΄ στη Θεσσαλονίκη το 1913, υπήρξε γεγονός καταλυτικής σημασίας στα ελληνικά πολιτικά πράγματα.
Τη δραματική αυτή δολοφονία, όταν κορυφώνονταν οι ελληνικοί πολεμικοί θρίαμβοι, που οδήγησαν στην απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου της, θα θυμηθούμε σήμερα.
H δολοφονία του βασιλέως Γεωργίου το 1913 στη Θεσσαλονίκη, συγκλόνισε το Έθνος.
Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ανήγγειλε τη δολοφονία στη Βουλή, στην οποία κατά την περιγραφή της εποχής, οι βουλευτές προσήλθαν με μέλανα ενδύματα, ενώ οι κυρίες στο θεωρείο ήταν «μελανειμονούσες» και με μαύρα καπέλα, κατά την περιγραφή της εποχής.
Ο Βενιζέλος εξέφρασε τη βαθύτατη οδύνη του γιατί «ο βασιλεύς Γεώργιος πληγείς υπό δολοφόνου χειρός εν Θεσσαλονίκη χθες το απόγευμα, καθ’ ήν στιγμήν επέστρεφε εκ περιπάτου, εξέπνευσε μετ’ ολίγας στιγμάς». Ταυτόχρονα, δεν έκρυψε την ανησυχία της Ελλάδας, επισημαίνοντας ότι η δολοφονία έγινε πριν ακόμα κατοχυρωθούν διεθνώς τα αποτελέσματα των πολεμικών θριάμβων της χώρας, στο Βαλκανικό Μέτωπο.
Ο Γεώργιος Θεοτόκης, υπογράμμισε ότι «δολοφόνος χειρ έκοψε το νήμα της ζωής του βυθίσασα εις οδύνην και λύπην και εις βαθύτατον πένθος ολόκληρον το Έθνος».
Ο Δημήτριος Ράλλης τόνισε, ότι «ο μιαρός κακούργος δεν έπληξε τα στέρνα του αοιδίμου βασιλέως. Έπληξεν αυτό το Έθνος και εν τη κακουργία αυτού υπερέβαλε τον Ηρόστρατον και τον Εφιάλτην».
Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ από τις 29 Οκτωβρίου 1912 είχε εγκατασταθεί μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να υπογραμμίσει με έμφαση, την ελληνική κυριαρχία στη Μακεδονία.
Η αποτρόπαια δολοφονία έγινε το απόγευμα της 5ης Μαρτίου 1913. Ο Γεώργιος συνήθιζε κάθε απόγευμα να κάνει περίπατο στους δρόμους της πόλης και μάλιστα χωρίς αυστηρά μέτρα ασφαλείας.
Εκείνο το μοιραίο απόγευμα, ο άνθρωπος που τον δολοφόνησε, ο Αλέξανδρος Σχινάς, καταγόμενος από τις Σέρρες, πλησίασε το βασιλιά από πίσω και τον πυροβόλησε με περίστροφο. Ο Γεώργιος εξέπνευσε καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο.
Επικράτησε αναστάτωση. Η κυβέρνηση στην Αθήνα, ειδοποιήθηκε αμέσως με τηλεγράφημα.
Τα ελατήρια του Σχινά δεν διαλευκάνθηκαν ποτέ, γιατί λίγες μέρες αργότερα ο δράστης αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τα παράθυρο του Διοικητηρίου, όπου εκρατείτο ανακρινόμενος.
Για το θάνατο του Γεωργίου, αμέσως επικράτησε μια μεταφυσική ερμηνεία, συνδεδεμένη με τη δεισιδαιμονία περί τον αριθμό 13. Ο μονάρχης, απέφευγε να ορκίζει στις 13 κάθε μηνός κυβερνήσεις και υπουργούς αλλά και να παίρνει σοβαρές αποφάσεις. Το έτος της δολοφονίας του έληγε σε 13. Τα χρόνια που βασίλεψε ήταν 49 και η πρόσθεση των αριθμών 4 συν 9 δίνει άθροισμα 13.
Αργότερα, κυρίως από τα χρόνια του Διχασμού και μετά, διατυπώθηκε και άλλη ερμηνεία, συνομωσιολογική. Τη δολοφονία, έλεγαν οι οπαδοί της θεωρίας, οργάνωσαν οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, για να καταλάβει το θρόνο της Ελλάδας ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, που θεωρείτο φιλικότερα προσκείμενος προς την Γερμανία, ενώ ο Γεώργιος ήταν αγγλόφιλος.
*Η κηδεία του Γεωργίου Α’ στην Αθήνα
Δεν είναι λίγοι και εκείνοι, που πιστεύουν, πώς αν δεν εξέλιπε τότε ο βασιλεύς Γεώργιος, δεν θα ακολουθούσε η σύγκρουση Βενιζέλου- Κωνσταντίνου, που οδήγησε τη χώρα στον Διχασμό.
Η κηδεία του Γεωργίου στην Αθήνα, όπου μεταφέρθηκε η σορός του, υπήρξε πάνδημη.
Ο Γεώργιος Σουρής, έγραψε στο «Ρωμηό» τους στίχους:
«Μαυρίλ’ απλώνεται παντού, σε πλάτη και σε μήκη
Μαύρος κι ο Πύργος ο Λευκός μές’ στη Θεσσαλονίκη
Κι εκεί που τον εσκότωσαν ανάβει μια καντήλα,
Πούναι το φως της παγερό, καρδιάς ανατριχίλα».
Στις 8 Μαρτίου 1913 έγινε στη Βουλή, η πανηγυρική συνεδρίαση για την ορκωμοσία του νέου βασιλέως του Κωνσταντίνου.
Ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος τερματίσθηκε τον Δεκέμβριο του 1912 με την Συνδιάσκεψη του Λονδίνου υπό την προεδρία του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέυ.
Η Βουλγαρία αν και της είχε επιδικαστεί η Δυτική Θράκη, διεκδικώντας τη Θεσσαλονίκη και τις πόλεις της Μακεδονίας, επέδειξε διάθεση ηγεμονισμού, γεγονός που οδήγησε την Ελλάδα και τη Σερβία να συνάψουν διμερή Συνθήκη Συμμαχίας. Η έλλειψη πνεύματος συνεννόησης από την πλευρά της Βουλγαρίας για τις εδαφικές διευθετήσεις μεταξύ των νικητών οδήγησε σε πολεμική αντιπαράθεση τους χθεσινούς συμμάχους.
Οι εχθροπραξίες άρχισαν στα μέσα Ιουνίου 1913 με επιθέσεις βουλγαρικών δυνάμεων στην περιοχή του Παγγαίου και της Νιγρίτας.
Στην Αθήνα σε συνεδρίαση της Βουλής στις 21 Ιουνίου, ο Βενιζέλος υπογραμμίζει:
«Έχομεν πεποίθησιν, ότι αγωνιζόμεθα, ουχί δια να κατακτήσωμεν ξένας χώρας, ουχί δια να αρπάσωμεν τα ανήκοντα εις άλλους. Έχομεν την συναίσθησιν ότι αγωνιζόμεθα ίνα αποκτήσωμεν ό,τι ανήκει εις ημάς χωρίς να επωφεληθώμεν εκείνου το οποίον ανήκει εις άλλους».
Διαδοχικά, εκκαθαρίζεται η Θεσσαλονίκη από τους Βουλγάρους, ενώ σε περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας σημειώνονται αψιμαχίες. Στις 20 Ιουνίου 1913 καταλαμβάνεται η Νιγρίτα. Στρατηγικές νίκες επιτυγχάνει ο Ελληνικός στρατός σε πολύνεκρες μάχες για την απελευθέρωση του Κιλκίς και την εξουδετέρωση της οχυρωμένης τοποθεσίας του Λαχανά στην κατεύθυνση Θεσσαλονίκης- Σερρών.
Μετά τις 22 Ιουνίου η βουλγαρική υποχώρηση αρχίζει να επιταχύνεται δείχνοντας, πως επέρχεται η πανωλεθρία των Βουλγάρων στρατιωτών. Η νίκη των Ελλήνων στην περιοχή της Δοϊράνης είναι περιφανής. Ακολουθεί η Στρώμνιτσα, η Καβάλα και το Σιδηρόκαστρο, τότε Δέμιρ Ίσαρ. Στις 29 Ιουνίου 1913 ελευθερώνονται και οι Σέρρες. Οι ελληνικές δυνάμεις στις πόλεις που ελευθερώνουν ανακαλύπτουν φρικαλεότητες.
Ο διοικητής της VII Μεραρχίας συνταγματάρχης Ναπολέων Σωτήλης, τηλεγραφεί στην Αθήνα:
«Πόλις Σερρών εκάη ολόκληρος, εξαιρέσει Τουρκικής και Εβραϊκής συνοικίας. Αγορά της εκάη. Πλήθυς γυναικόπαιδων ευρέθησαν φονευμένα η απανθρακωμένα εντός των οικιών. Πόλις στερείται άρτου».
Η προέλαση των ελληνικών δυνάμεων είναι ακάθεκτη. Στις 30 Ιουνίου απελευθερώνεται το Δοξάτο, το οποίο δοκιμάστηκε με φοβερές σφαγές των κατοίκων του, ενώ τα σπίτια του κάηκαν ολοσχερώς. Την 1η Ιουλίου απελευθερώνεται και η Δράμα. Ακολουθεί το Μελένικο, η Κάτω Βρόντου, το Νευροκόπι και η Ξάνθη.
Από της 8 έως τις 11 Ιουλίου οι ελληνικές δυνάμεις επιτίθενται εναντίον των βουλγαρικών, στα στρατηγικά στενά της Κρέσνας. Ο αγώνας είναι σκληρός, αλλά τελικά παραβιάζονται οι οχυρώσεις των Στενών. Πέφτουν και η Στρώμνιτσα και η Τζουμαγιά.
Ο ανταποκριτής της «Νταίηλυ Τέλεγκραφ», τηλεγραφούσε από τη Στρώμνιτσα:
«Η μάχη διεξήχθη λυσσώδης αμφοτέρωθεν, αλ’ η ορμή του Ελληνικού Στρατού παρέσυραν εν τέλει, παν εμπόδιων».
Ο δρόμος προς τη Σόφια ανοίγει…
*Η αναγγελία της κατάληψης του Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολης)
Η απελευθέρωση του Δεδέαγατς
Ταυτόχρονα ο στόλος υπό τον Παύλο Κουντουριώτη, παγιώνει τον έλεγχο του Αιγαίου και στις 12 Ιουλίου 1913 απελευθερώνει το Δεδέαγατς, τη σημερινή Αλεξανδρούπολη. Για τις ταχυδρομικές ανάγκες μάλιστα, τυπώνονται επάνω στο μικρό τυπογραφείο του θωρηκτού «Αβέρωφ» τα πρώτα ελληνικά γραμματόσημα του Δεδέαγατς. Άνδρες που προωθούνται βόρεια φτάνουν έως έξω από το Σουφλί, στο χωριό Κορνοφωλιά. Άλλες δυνάμεις εκστρατεύουν δυτικά και απελευθερώνουν την Γκιουμουλτζίνα, τη σημερινή Κομοτηνή δηλαδή.
Ήδη έχει ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης.
Ενσωματώθηκε στον ελληνικό κορμό η Κρήτη, αλλά παρέμεινε τελικά εκτός Ελλάδας, η απελευθερωμένη από τον ελληνικό στρατό Βόρεια Ήπειρος.
*Η διάσκεψη του Βουκουρεστίου
Η Ρωσία, που δεν ήθελε αυτόν τον πόλεμο καταβάλλει προσπάθειες για τον τερματισμό του. Η Αυστρία και η Ρουμανία κάνουν διαβήματα για κατάπαυση των εχθροπραξιών. Αποφασίζεται να συγκληθεί διάσκεψη στο Βουκουρέστι. Την Ελλάδα αντιπροσωπεύει ο Βενιζέλος. Αντιμετωπίζει τις σφοδρές αντιδράσεις στο εδαφικό ζήτημα, αλλά τελικά βρίσκεται συμβιβαστική λύση. Η Ελλάδα, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, έχει φτάσει τα σύνορά της έως το Νέστο και τις κορυφογραμμές του Μπέλες, κρατώντας οριστικά πλέον την Μακεδονία. Η Βουλγαρία παίρνει τη Δυτική Θράκη, που θα την κρατήσει έως το 1919. Η Τουρκία ανακαταλαμβάνει με σφοδρές μάχες την περιοχή της Αδριανούπολης. Τα ελληνοσερβικά σύνορα οριστικοποιούνται στην γραμμή μεταξύ Φλώρινας και Μοναστηρίου.
Οι θυσίες
Στους Βαλκανικούς Πολέμους, με την τόσο ένδοξη διεξαγωγή τους, υπήρξαν και ανθρώπινες απώλειες. Και αυτές είναι δραματικές.
Έχουν καταγραφεί 307 νεκροί αξιωματικοί και 555 τραυματίες.
Οι νεκροί οπλίτες είναι 7.918 και οι τραυματίες 32.587. Επιπλέον 188 οπλίτες θεωρούνται αγνοούμενοι. Και κοντά σε όλους αυτούς καταμετρήθηκαν και 580 «παγόπληκτοι». Οπλίτες δηλαδή που έπαθαν κρυοπαγήματα.
Τα αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων, υπερέβησαν τις προσδοκίες όλων. Η Ελλάδα, μετά την λήξη των δύο Βαλκανικών Πολέμων, είχε σχεδόν διπλασιάσει το έδαφος της αφού από 63.211 τετραγωνικά χιλιόμετρα του 1897 έφτασε στα 121.794 το 1913. Αλλά και ο πληθυσμός της αυξήθηκε σημαντικά αφού από 2.631.952 έφτασε στα 4.832.167 κατοίκους .
Το γόητρο των Ενόπλων Δυνάμεων είχε αναστηλωθεί μετά την καταρράκωση του 1897. Η οικονομία και η ανάπτυξη απέκτησαν ανοδική πορεία. Το λαϊκό αίσθημα είχε ικανοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό θεωρώντας πως οι περιφανείς νίκες πραγμάτωναν τους εθνικούς πόθους της λεγόμενης Μεγάλης Ιδέας.
Δυστυχώς, ο διχασμός δεν άργησε να έρθει, μαζί με την Μικρασιατική καταστροφή του 1922.
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
*Αφίσα εποχής με τα συμμαχικά κράτη και τους ηγέτες τους
*Ο θάνατος του βουλευτή και ποιητή Λορέντζου Μαβίλη
*Έλληνες στρατιώτες εισέρχονται στη Θεσσαλονίκη
*Βέροια: Νοσοκομεία εκστρατείας σε αντίσκηνα
*Εικόνα από το μέτωπο της Ηπείρου. Διακρίνεται ο διάδοχος Κωνσταντίνος