*Γράφει ο Παναγιώτης Παύλος
Έλαβα ανά χείρας με πολλή χαρά και διάβασα με απεριόριστο ενδιαφέρον την «Ελλάδα των Τεσσἀρων Θαλασσών»(Αθήνα, Ι. Σιδέρης 2020), αυτό το μοναδικό στο είδος και την πληρότητά του πόνημα του Γιάννη Βαληνάκη, πρώην Υφυπουργού Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Καραμανλή (2004-2009), Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κι επί σειρά ετών Βουλευτή της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Νέας Δημοκρατίας.
Θυμίζω καταρχήν, για τους νεώτερους, κάτι που έχει μεγάλη αξία στο παρόν, ότι ο Γιάννης Βαληνάκης ήταν ο άνθρωπος που είχε εμπνευστεί και προετοιμάσει τις εξαιρετικές συμφωνίες ΑΟΖ της Ελλάδος με τη Λιβύη του Καντάφι, και την Αλβανία του Μπερίσα, όταν δυστυχώς με την πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή και την (επ)άνοδο εθνικών ολετήρων, αποδείχθηκε ότι η Ελλάδα γνωρίζει να κλωτσάει την καρδάρα και να σκορπά το γάλα με αξιοθαύμαστη μαεστρία.
Το βιβλίο αυτό συνιστά μια εξαντλητικά πολύτιμη συμβολή γνώσης και αναλυτικού σχεδιασμού στα Ελληνοτουρκικά και όχι μόνον. Είναι μάλιστα ό,τι καλύτερο έχω δει στην παροχή ανεκτίμητου πλούτου πληροφοριών και στρατηγικής που η Ελλάδα οφείλει να υλοποιήσει ως κράτος που σέβεται την υπόστασή του, τον λαό του, την ιστορία του, τον πολιτισμό του και την λίαν προνομιακή γεωγραφική θέση του.
Στην εκτενέστατη (300 πυκνογραμμένων σελίδων, με πλήρη βιβλιογραφία και εκπληκτικούς χάρτες) μελέτη του αυτή, ο συγγραφέας αποκαλύπτει με άρτιο, και συχνά επώδυνο τρόπο, τις πολυεπίπεδες στρατηγικές δυνατότητες της πατρίδας μας, υπό την αίρεση βέβαια της ύπαρξης πολιτικής ηγεσίας που διαθέτει τη βούληση να σταθεί όχι μόνον στη σωστή πλευρά, αλλά κυρίως στο ύψος, της ιστορίας. Απαντά μάλιστα εκ των προτέρων, δίχως ωστόσο να είναι αυτή η κύρια στόχευση και σκοπιμότητά του, στα ασύλληπτης και αξιοθαύμαστης πρωτοτυπίας defacto νεο-οθωμανικά όνειρα πολλών όψιμων παραγόντων των διαχρονικών από εποχής Σημίτη και άχρι τούδε πολιτικών ελίτ που θέλουν την Ελλάδα φοβική, υποτελή, ετερόφωτη, στερούμενη της επάρκειας που διασφαλίζει ο «επιθετικός», και γι’ αυτό επιτυχής, διαπραγματευτικός προσανατολισμός, ο οποίος -εντός πάντοτε των ορίων του Διεθνούς Δικαίου- αυτός μόνος είναι ικανός να συντρίβει ως σκύβαλα τα επιχειρήματα των γνωστών κατευναστικών ακανθών και να διασφαλίζει αυτό που ο Ελληνισμός αξίζει και αξιώνει.
Από τα περιεχόμενα και μόνον της έκδοσης, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται άμεσα την ευρύτητα, το βάθος της σπουδήςκαι της αξιοθαύμαστης γνώσης του Γιάννη Βαληνάκη, ο οποίος δεν καταθέτει απλώς θεωρητική πληροφορία επιστημονικού και ιστορικού χαρακτήρα ως άλλος ένας θεωρητικός ειδικός, αλλά την πολύτιμη εμπειρική γνώση του ως πρακτικός των Διεθνών Σχέσεων μέσα από τη θητεία του στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, επί Μολυβιάτη και Μπακογιάννη, και ως επί σειρά ετών σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του Κώστα Καραμανλή, προτού αυτός αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Σταχυολογώ ακολούθως ορισμένα επιλεγμένα αποσπάσματα από τον πρόλογο, ενδεικτικά, τα οποία αρκούν για να παροτρύνουν τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη, κατ’ εμέ τον κάθε Έλληνα που αγαπά την πατρίδα του, να ενσκύψει, να μελετήσει και να διαδώσει αυτό το καίριας σημασίας όχι μόνον για τα Ελληνοτουρκικά, αλλά και για την γεωπολιτική υπόσταση της Ελλάδος στον 21ο αιώνα, έργο. Διότι έσχατη δεξαμενή αποτρεπτικής ισχύος μιας χώρας, όταν τα πολιτικά συστήματά της έχουν δώσει τα ρέστα τους στον βωμό της εν καιρώ ειρήνης ιδιοτέλειας, και όταν οι ηγεσίες των πολιτικών ελίτ της έχουν πλέον δημόσια συγκατατεθεί στην παροχή γαίας και ύδατος χάριν αργυρίων σε offshore ημετέρων, απομένει η κοινή γνώση και γνώμη του λαού της:
«…η αναζήτηση νέων ιδεών και προσεγγίσεων για τη διαμόρφωση της κατάλληλης στρατηγικής για την αντιμετώπιση της Τουρκίας είναι πιο επίκαιρη από ποτέ…, … τα εθνικά δικαιώματα δεν είναι γραμμένα σε διεθνές μάρμαρο, δεν κατοχυρώνονται στα κράτη αυτόματα, και τελικά δεν μπορούν να διασφαλισθούν σε μια περίπλοκη διεθνή πραγματικότητα χωρίς σχέδιο και σωφροσύνη… (σελ. 19)
…η πάροδος του χρόνου δεν ωφελούσε την Ελλάδα παρά μόνον τις λίγες φορές που αξιοποιούσε τον χρόνο και τα παράθυρα ευκαιρίας για να προωθήσει αποφασιστικά τις επιδιώξεις της… (σελ. 16)
…Στα τμήματα του σχεδίου που αφορούσαν στις δικές μου αρμοδιότητες, έδωσα την κωδική ονομασία “Ελλάς επί Τέσσερα”, για να υπογραμμίσω τον μεγάλο εθνικό στόχο που στόχευε να υπηρετήσει: τον τετραπλασιασμό (μέσα από συμφωνίες οριοθέτησης) του εθνικού γεωστρατηγικού χώρου από τα 132.000 τετρ. Χλμ. της κατά ξηράν επικράτειάς μας στα περίπου 505.000 τετρ. χλμ. της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) και των άλλων θαλασσίων ζωνών που η χώρα μας δικαιούται με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Εξαιρουμένων όμως των 6 ν.μ. αιγιαλίτιδας ζώνης που παραδοσιακά έχουμε θεσπίσει, κανένα σχεδόν άλλο δικαίωμα δεν άσκησε η Ελλάδα ως προς τις θαλάσσιες ζώνες της στα 40 τουλάχιστον χρόνια από την υπογραφή της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Το χειρότερο ήταν όμως ότι, με μικρές τμηματικές εξαιρέσεις, δεν προχώρησε καν σε μια σοβαρή και ολοκληρωμένη προετοιμασία. Κι αυτά σε μια χώρα συνδεδεμένη στενά και επί χιλιετίες με τη θάλασσα, με την 9η μεγαλύτερη ακτογραμμή στον κόσμο (15.000 χλμ., τη μακρύτερη στη Μεσόγειο) και επιπλέον νησιωτικό χώρο με πάνω από 3.000 νησιά και νησίδες, που αποτελούν το 1/5 της συνολικής επιφάνειας του ελληνικού κράτους!…» (σσ. 15-16).
Κλείνω αυτήν τη βραχεία, εν είδει βιβλιοπαρουσίασης, παρέμβαση με την εκπληκτικής επικαιρότητας αποστροφή – μήνυμα του Γιάννη Βαληνάκη προς πολλούς αποδέκτες, θεσμικούς και μη: «…η βιαστική παρουσίαση της Χάγης ως πανάκειας και μοναδικής διάστασης της “στρατηγικής” μας, κινδυνεύει να οδηγήσει σε εθνικά αδιέξοδα αν ληφθούν υπόψη πόσα σημαντικά δεδομένα άλλαξαν από το 1974» (σελ. 311).