Ο Κωνσταντίνος Σμολένσκη ή Σμολένσκυ (1843 – 27 Σεπτεμβρίου 1915) ήταν αντιστράτηγος πυροβολικού, ήρωας του Ελληνοτουρκικού πόλεμου του 1897 και δυο φορές υπουργός στρατιωτικών. Γόνος της ελληνοβλαχικής οικογένειας Δήμου, η οποία έλαβε τίτλο ευγενείας στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους. Η οικογένειά του καταγόταν από τη Φούρκα της Ηπείρου.
Ο τίτλος ευγενείας όριζε ως νέο όνομα της οικογένειας το Σμολένσκη, καθώς δήλωνε με αυτό τον τρόπο τη φεουδαρχική κατοχή του όρους Σμόλικα της οροσειράς της Πίνδου, όπου οι Δήμου ήσαν δερβεντζήδες και φοροεισπράκτορες πριν καταφύγουν στο κράτος των Αψβούργων και είχαν μεγάλα κτήματα στην ιδιοκτησία τους από την βυζαντινή περίοδο, όπως δήλωσαν. Ήδη από το 1770 κλάδος της οικογένειας είχε εγκατασταθεί στην Ουγγαρία, όπου το πρεντικάτο Σμολένσκη προφέρονταν Σμολένιτζ. Μετά την Επανάσταση του 1821, το 1825, ο πατέρας του Λεωνίδας Σμόλεντς ήρθε στην Ελλάδα.
Ο Κωνσταντίνος φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποβλήθηκε λόγω του ζωηρού του χαρακτήρα. Στη συνέχεια φοίτησε στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών, στο Βέλγιο. Κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό το 1862 ως ανθυπασπιστής πυροβολικού. Μετείχε στην Κρητική Επανάσταση (1866-1867) ως λοχαγός, όπου και διακρίθηκε. Στη συνέχεια στάλθηκε για ευρύτερες σπουδές στη Γερμανία και Γαλλία, οπότε με την επιστροφή του προάχθηκε σε ταγματάρχη και το 1881 συνέταξε τον Κανονισμό της ελληνοτουρκικής μεθορίου, ενώ το 1885-1886 επιστάτησε της οχύρωσης των ελληνικών συνόρων. Διατέλεσε δε επί μακρού καθηγητής της οχυρωματικής στη Σχολή Ευελπίδων.
Στον πόλεμο του 1897, φέροντας το βαθμό του συνταγματάρχου, ανέλαβε διοικητής της 3ης ταξιαρχίας και αμύνθηκε στα στενά του Ρεβενίου, υποχωρώντας στα Φάρσαλα, οπότε και στάλθηκε στο Βελεστίνο, προκειμένου να ανακόψει την προς Βόλο προέλαση του τουρκικού στρατού. Αφού κατέλαβε τα παρά το «Πιλάφ τεπέ» υψώματα, απέκρουσε στις 17, 23 και 24 Απριλίου τουρκικές επιθέσεις. Αλλά όταν ο άλλος ελληνικός στρατός υποχώρησε από τα Φάρσαλα και υπήρξε κίνδυνος υπερκερασμού της 3ης ταξιαρχίας, διατάχθηκε να την οδηγήσει στη Λαμία.
Με την αποτελεσματική του άμυνα στο Βελεστίνο ο Σμολένσκης προάχθηκε σε υποστράτηγο, καθιστάμενος ίνδαλμα του ελληνικού λαού, ο οποίος και τον τίμησε κατ΄ επανάληψη εκλέγοντάς τον Βουλευτή Αττικοβοιωτίας.
Επί Κυβερνήσεως Ζαΐμη (Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 1897) χρημάτισε Υπουργός των Στρατιωτικών καθώς επίσης και επί Κυβερνήσεως Θεοτόκη το 1903. Τέλος, κατά την επανάσταση του 1909, δια νόμου της Βουλής προήχθη σε αντιστράτηγο.
Η σύζυγός του ήταν θεία του ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα Παύλου Μελά, ενώ είχε δύο κόρες η μία μάλιστα , η Ραλλού, αυτοκτόνησε 20 ετών για κληρονομικούς λόγους, σύμφωνα με τον τύπο της εποχής έπασχε από μελαγχολία μετά τον θάνατο της μητέρας της.