Το σπήλαιο Λασκώ (γαλλ. Grotte de Lascaux) είναι ένα από τα πλέον σημαντικά σπήλαια με παλαιολιθικής εποχής τοιχογραφίες, ιδιαίτερα διακρινόμενες όχι μόνον ως προς τον αριθμό τους αλλά και ως προς την αισθητική τους.
Έχει αποκληθεί η «Καπέλα Σιξτίνα των τοιχογραφιών», «Βερσαλίες της Προϊστορίας» και «Γαλλική Αλταμίρα».
Το σπήλαιο βρίσκεται κοντά στο χωριό Μοντινιάκ στην κοιλάδα του ποταμού Βεζέρ (Vézère) στον νομό (département) Ντορντόνι (Dordogne) στην περιοχή (région) της Νέας Ακουιτανίας (Nouveau Aquitaine) της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Αποτελεί μία από τις Προϊστορικές τοποθεσίες και ζωγραφισμένα σπήλαια της κοιλάδας του Βεζέρ, που, από το 1979, έχουν χαρακτηριστεί ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.
Το σπήλαιο Λασκώ εμφανίζει σαφή υπεροχή απέναντι σε παρόμοια σπήλαια της Γαλλίας και της Ισπανίας, όπως τα σπήλαια Les Trois-Frères, Niaux, Αλταμίρα, Font-de-Gaume and Les Combarelles καθώς, εκτός του ότι είναι πολύ μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα, οι τοιχογραφίες του είναι πολύ καλύτερα διατηρημένες. Τα τοιχώματα (πλάγια φατνώματα) του Λασκώ είναι καλυμμένα με έγχρωμες εικόνες και χαρακτικά ζώων, τα οποία βρίσκονται σε ύψος που δύσκολα τα φθάνει κανείς.
Οι μελετητές υπολόγισαν ότι το έδαφος του σπηλαίου πριν από 17.000 χρόνια είχε διαφορετική διαμόρφωση και έτσι ο προϊστορικός καλλιτέχνης μπορούσε να φθάνει τα τοιχώματα. Το έδαφος του σπηλαίου βαθμιαία καταβυθιζόταν, με συνέπεια σήμερα να είναι δυσπρόσιτα.
Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε τυχαία από τέσσερις εφήβους, τους Marcel Ravidat, Jacques Marsal, Georges Agnel και Simon Coencas στις 12 Σεπτεμβρίου 1940. Οι νεαροί μπήκαν στο σπήλαιο κρατώντας μια απλή λάμπα και χρειάστηκε να φθάσουν στο πρώτο στενό σημείο του περάσματος για να διακρίνουν τις τοιχογραφίες. Επανήλθαν τις επόμενες ημέρες αλλά εν τω μεταξύ η ανακάλυψη έγινε γνωστή στο χωριό Μοντινιάκ και κατέφθασαν εκεί πολλοί χωρικοί. Αποφάσισαν να καλέσουν τους κορυφαίους ερευνητές της εποχής: Αρχικά ήλθε ο ερευνητής αβάς Ανρί Μπρέιλ (Henri Breuil) και ακολούθησαν οι Dr. Cheynier, οι αδελφοί Μπουισονί (Α. και J.Bouysonnie) και αργότερα ο Ντενί Πεϊρονί (Denis Peyrony) και ο Κόμης Μπεγκουέν (Compte Bégouën)
Όταν ο Μπρέιλ εισήλθε στο σπήλαιο, διαπίστωσε ότι στα τοιχώματα υπήρχε ένα παχύ στρώμα κρυστάλλων ασβεστίτη με πολύ καλά διατηρημένες τοιχογραφίες σχεδιασμένες επάνω του. Όλες οι τοιχογραφίες έχουν διατηρηθεί επί χιλιάδες χρόνια, χωρίς να ξεθωριάσουν ή να αλλοιωθούν λόγω της φυσικής ανανέωσης του αέρα που συμβαίνει στο σπήλαιο. Οι τοιχογραφίες χρονολογήθηκαν, με την μέθοδο του άνθρακα – 14, και η ηλικία τους βρέθηκε ότι είναι 17.000 έτη, αν και υπολογίζεται ότι το σπήλαιο ήταν κατοικημένο για μια περίοδο περίπου 6.000 ετών.
Τα ζώα που απεικονίζονται στις τοιχογραφίες ανήκουν σε διαφορετικά είδη: Βοοειδή, βίσωνες και άλογα. Παράλληλα υπάρχουν και ορισμένα ίχνη αναπαράστασης ανθρώπων στις εικόνες. Οι αναπαραστάσεις αυτές δεν έχουν ούτε την λεπτομέρεια ούτε την προσοχή με την οποία δημιουργήθηκαν οι εικόνες των ζώων. Ορισμένα ζώα, όπως κάποια άλογα, έχουν πραγματικά εντυπωσιακή αναπαράσταση στις τοιχογραφίες.
Το σπήλαιο Λασκώ δεν είναι επισκέψιμο σήμερα, καθώς το 1955 διαγιγνώσκονται τα πρώτα σημεία αλλοιώσεων: Προέρχονται κυρίως από το διοξείδιο του άνθρακα που παράγεται από τους επισκέπτες του σπηλαίου, παρά το γεγονός ότι εκτός από τον τεχνητό φωτισμό έχουν καταβληθεί σοβαρές προσπάθειες για την ορθή ανανέωση του αέρα με την τοποθέτηση κλιματιστικών και η είσοδος φράσσεται από μια μεγάλη χάλκινη θύρα. Το 1957 εγκαθίσταται σύστημα σταθεροποίησης θερμοκρασίας και υγρασίας, αλλά ο φρενήρης ρυθμός επισκεπτών (περίπου 1.000 άτομα ανά ημέρα) έχει ως αποτέλεσμα σε μια «αίθουσα» του σπηλαίου όγκου 1.500 m3 να παράγονται 2.500 λίτρα διοξειδίου του άνθρακα και 50 kg υδρατμών.
Το 1960 εμφανίζεται για πρώτη φορά η αποκαλούμενη «πράσινη ασθένεια»: Το διοξείδιο του άνθρακα, η υγρασία και ο τεχνητός φωτισμός αποτελούν ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη φυκών στα τοιχώματα του σπηλαίου. Σχεδόν ταυτόχρονα εμφανίζεται και η «λευκή ασθένεια», που οφείλεται σε αλλοιώσεις του ασβεστίτη από την περίσσεια του διοξειδίου του άνθρακα και εμφανίζει λευκές αποθέσεις σε πολλά σημεία των τοιχωμάτων. Παρά την εγκατάσταση φίλτρων όζοντος και άλλων συσκευών, οι μικροοργανισμοί συνεχίζουν να αναπτύσσονται και, το 1963, ο τότε υπουργός πολιτισμού Αντρέ Μαλρώ (André Malraux) αποφασίζει το κλείσιμο του Λασκώ για τους επισκέπτες.
Από το 1965 έως το 1967, τροποποιείται η ρύθμιση για την θερμοκρασία του περιβάλλοντος και τον έλεγχο της υγρασίας. Στόχος είναι να αναδημιουργηθούν οι συνθήκες κυκλοφορίας των αερίων μαζών που επέτρεψαν τη διατήρηση του σπηλαίου επί χιλιετίες.
Το 1970 ξεκινά η κατασκευή ενός «αντιγράφου» του σπηλαίου, προκειμένου το αρχικό να παραμείνει στις φυσικές του συνθήκες και να διατηρηθεί. Το αντίγραφο αυτό ονομάστηκε «Λασκώ ΙΙ» και ολοκληρώθηκε το 1983.
Το 2000 παρουσιάζεται νέο πρόβλημα στο σπήλαιο: Διαπιστώνεται ότι στο δάπεδο αναπτύσσεται ένα είδος μύκητα, ο Fusarium solani, ο οποίος είναι ιδιαίτερα ανθεκτικός στην φορμόλη που χρησιμοποιήθηκε επί δεκαετίες για την απολύμανση των ποδιών των επισκεπτών. Σύντομα, ένα λευκό μυκήλιο καλύπτει τις τοιχογραφίες. Ανακαλύπτεται ότι ο μύκητας οφείλει την ανθεκτικότητά του χάρη στη συμβίωσή του με το βακτήριο Pseudomonas fluorescens, το οποίο εξουδετερώνει τα κοινά μυκητοκτόνα. Έτσι αυτά αναμιγνύονται με αντιβιοτικό.
Το 2002 το γαλλικό υπουργείο πολιτισμού δημιουργεί μια ειδική διεθνή επιστημονική επιτροπή, η οποία αναλαμβάνει την διαχείριση του προβλήματος του σπηλαίου. Όλες αυτές οι ενέργειες έχουν αποτέλεσμα, και η «μόλυνση» του σπηλαίου έχει τεθεί υπό έλεγχο, ωστόσο ανά τακτά χρονικά διαστήματα μια ομάδα εργατών αναλαμβάνει, με ειδικά παρασκευάσματα, την αφαίρεση του μυκηλίου από τις τοιχογραφίες.
Τα προβλήματα όμως δεν σταμάτησαν εδώ. Το 2007 εμφανίζονται μαύρες κηλίδες, που οφείλονται σε δύο μύκητες. Η Επιτροπή προτείνει μια βιοκτόνο διαδικασία, η οποία έχει αποτέλεσμα σε εννέα από τα έντεκα σημεία που εμφανίστηκαν οι κηλίδες. Το 2008 το σπήλαιο αφήνεται ολοσχερώς χωρίς καμία παρέμβαση επί τρίμηνο. Ο στόχος των ειδικών είναι να φέρουν εκ νέου το σπήλαιο στις συνθήκες που το διατήρησαν σχεδόν ανέπαφο επί δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Το ίδιο έτος η UNESCO δεν θέλησε να προσθέσει το σπήλαιο στον κατάλογο των Μνημείων που βρίσκονται σε κίνδυνο.
Στις 21 Ιανουαρίου 2010, ο Υπουργός Πολιτισμού Φρεντερίκ Μιτεράν ανακοινώνει ότι ο παλαιοανθρωπολόγος Yves Coppens αναλαμβάνει την προεδρία του Επιστημονικού Συμβουλίου για τη διατήρηση του σπηλαίου.