Έλληνες ήρωες: Γεωργάκης Ολύμπιος
O Γεωργάκης Ολύμπιος (1772-1821) ήταν αρματολός, Φιλικός, αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, από τους πιο άξιους συνεργάτες του Αλεξάνδρου Υψηλάντη κατά τον Αγώνα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Μονής Σέκου από τους Τούρκους, όταν ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη, για να μην πέσουν, αυτός και οι σύντροφοί του, στα χέρια των Τούρκων.
O Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε την άνοιξη του 1772 στο Λιβάδι (4/3/1772). Η μητέρα του ήταν κόρη Λιβαδιώτη προύχοντα, ο δε πατέρας του Νικόλαος γεννήθηκε στη Φτέρη Πιερίας και καταγόταν από τους Λαζαίους, φημισμένους αρματoλούς του Ολύμπου. Η μητέρα του, Νικολέτα, πέθανε λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του γιου της.
Το χαϊδευτικό όνομα Γιωργάκης, με το οποίο έμεινε στην Ιστορία, δείχνει τη στοργή, τις φροντίδες και τις περιποιήσεις της γιαγιάς του Αγνής και ολόκληρης της οικογένειάς του, που τον είχε μοναχογιό. Το οικογενειακό του περιβάλλον, των Λαζαίων, δεν τον έκανε μόνο καλό πολεμιστή, αλλά του έδωσε και την καλοψυχία, τη γενναιοψυχία, τη μετριοφροσύνη.
Αργότερα ο Γιωργάκης φοίτησε στο ονομαστό Σχολείο του Λιβαδίου κοντά στους σοφούς δασκάλους Ιωνά Σπαρμιώτη και Ιωάννη Πέζαρο. Κατά την Τουρκοκρατία, ο Όλυμπος και τα Πιέρια υπήρξαν άντρα καπεταναίων όπως οι Ζήδρος, Λάζος, Βλαχάβας κ.ά. οι οποίοι αποτέλεσαν πρότυπα παλικαριάς, αντρειοσύνης και φιλελευθερισμού για τον Ολύμπιο, επηρεάζοντας τον χαρακτήρα, το φρόνημα και τις ιδέες του.
Όταν τελείωσε το σχολείο, ο πατέρας του, επιθυμώντας την τελειότερη πολεμική μόρφωση του γιου του, τον παρέδωσε στο περίφημο στρατόπεδο του συγγενή του Έξαρχου Λάζου. Τα σωματικά αλλά προπαντός τα πνευματικά του προσόντα τον έκαναν σύντομα να διακριθεί, να αγαπηθεί απ’ όλους και να γίνει πρωτοπαλλίκαρο του θείου του, Τόλιου Λάζου. Με το αρματολίκι του Ολύμπου δοξάστηκε στους αγώνες κατά των Τούρκων εκείνη την εποχή.
Κατά τον Αχ. Λαζάρου και άλλους ιστορικούς, ο Γ. Ολύμπιος καταγόταν από οικογένεια Βλάχων.
Δράση στα Βαλκάνια
Στα 1804 ξέσπασε η Σερβική Επανάσταση. Οι Έλληνες, ιδιαίτερα της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και της Ηπείρου, είδαν με μεγάλη συμπάθεια των αγώνα των Σέρβων. Με τέτοια αισθήματα έσπευσε και ο Ολύμπιος, συμπαρασύροντας κι άλλους αρματολούς, όπως οι Νικοτσάρας και Καρατάσος, προς βοήθεια του Σέρβου αρματολού Βέλκου Πέτροβιτς. Συμμετείχαν μάλιστα σε νυχτερινή επίθεση εναντίον πολυάριθμου τουρκικού στρατού υπό τον Τοπάλ πασά, εξαναγκάζοντάς τον σε υποχώρηση. Μετά τη σύγκρουση αυτή, ο Ολύμπιος παρέμεινε στη Σερβία, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες αρχηγοί γύρισαν στην Ελλάδα.
Κατά την παραμονή του στη Σερβία, ο Γεωργάκης Ολύμπιος αγωνίστηκε αγωνιζόμενος ηρωικά στο πλευρό του Σέρβου ηγεμόνα Καραγεώργη, αποκτώντας την αγάπη και το θαυμασμό όλων των Σέρβων. Όπως και ο Ρήγας Φεραίος, πίστευε πως οι βαλκανικοί λαοί θα απελευθερώνονταν από τους Τούρκους μόνο αν πολεμούσαν ενωμένοι.
Αναφέρεται ότι, όταν βρισκόταν στη Σερβία, αλληλογραφούσε με τον Έλληνα ηγεμόνα της Βλαχίας, Κωνσταντίνο Υψηλάντη, και τον παρακαλούσε να οργανώσει στην ηγεμονία του παρόμοιο κίνημα. Αυτό φαίνεται λογικό καθώς ο Υψηλάντης θεωρούσε πως η σερβική επανάσταση, με τον επαναστατικό αναβρασμό που έφερνε θα οδηγούσε και σε ανάλογη επανάσταση στην Ελλάδα.
Μετά την αποτυχία της σερβικής εξέγερσης, συνεργάστηκε με τον Κωνσταντίνο Υψηλάντη για τη δημιουργία αξιόμαχου στρατιωτικού σώματος από Έλληνες και Παραδουνάβιους. Το σώμα αυτό το 1806, μόλις κηρύχθηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, με 1.300 άντρες αγωνίστηκε στο πλευρό του Ρώσου αρχιστρατήγου Κουτούζωφ, με μεγάλη επιτυχία, στη μάχη της Όστροβας. Για το ανδραγάθημά του αυτό, οι Ρώσοι τον παρασημοφόρησαν και του απένειμαν τον βαθμό του Συνταγματάρχη.
Τα επόμενα χρόνια άλλοτε στο πλευρό των Σέρβων κι άλλοτε στο πλευρό των Ρώσων απέκτησε δόξα και φήμη μεγάλου πολέμαρχου. Η φήμη και το λαμπρό όνομα του Γεωργάκη έφτασε μέχρι τα ανάκτορα της Πετρούπολης. Γνωρίζοντας τις διπλωματικές του ικανότητες ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄ με τον Καποδίστρια συμπεριέλαβαν και τον Γεωργάκη στην αντιπροσωπεία του περίφημου Συνεδρίου της Βιέννης το 1815.
Στα 1817, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Γ. Λεβέντη και δεν έγινε απλό μέλος της αλλά απόστολος. Το καλοκαίρι του 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, τον διόρισε Αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων στη Μολδοβλαχία. Το διορισμό του τον παρέδωσαν οι Εμμανουήλ Ξάνθος και Χριστόφορος Περραιβός και εκείνος έδωσε όρκο πως θα θυσιάσει το παν για την επιτυχία του αγώνα.
Το διοριστήριο αυτό έγγραφο διέσωσε ο ιστορικός Γούδας: «…διορίζω διά του παρόντος μου Αρχιστράτηγον του Δουναβικού στρατεύματος τον Γεώργιον Ολυμπίτην, γνωρίσας αυτόν ενάρετον, πρόθυμον και άξιον να το διοική και να το διευθύνη κατά την περίστασιν…». Και η απάντηση: «…Τώρα δεν μένει άλλο να σας ειπώ παρά να σας διαβεβαιώσω και εγγράφως την γνώμη μου, ότι οπόταν κριθή αρμόδιος ο καιρός να μας δοθή η αποφασιστική σας προσταγή, υπόσχομαι να την εξακολουθήσω με την υστερινή ρανίδα του αίματος μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμιά ανθρώπινος περίστασις».
Τις πνευματικές του ικανότητες τις εκδήλωνε ο Γεωργάκης στις συνεχείς ομιλίες του, εθνικοαπελευθερωτικού περιεχομένου, παντού και πάντοτε, όπου βρισκόταν. Ορκισμένος στις αξίες και τις αρχές της Φιλικής Εταιρείας και διαθέτοντας το ίδιο όραμα με τον Ρήγα Φεραίο γύριζε από πόλη σε πόλη κάνοντας ομιλίες.
Σε μνημειώδη ομιλία του στην Ακαδημία Ιασίου, της οποίας ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου, εκτός από τη γνωστή, προφητική γι’ αυτόν ρήση του ότι: «ο αγωνιστής την ελευθερία ή την κερδίζει μαχόμενος ή την καθαγιάζει πεθαίνοντας», διασώζεται και το εξής απόσπασμα των παροτρύνσεών του προς το ακροατήριο για οικονομική ενίσχυση του αγώνα: «είναι μεγάλο έγκλημα το να συγκεντρώνει κανείς στην κατοχή του αγαθά περισσότερα από αυτά που του χρειάζονται για να ζήσει, γιατί αφαιρεί τη ζωή από άλλους ανθρώπους που στερούνται παντελώς αγαθών».
Επανάσταση στη Μολδοβλαχία
Τον Ιανουάριο του 1821, με εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο Ολύμπιος και άλλοι Έλληνες του Βουκουρεστίου, παρακίνησαν σε επανάσταση εναντίον των Τούρκων τον ντόπιο οπλαρχηγό Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου. Η επανάσταση αυτή κηρύχθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1821 και είχε την κρυφή στήριξη της Φιλικής Εταιρείας.
Την 23η Φεβρουαρίου 1821, ο Υψηλάντης, ο οποίος είχε ήδη εισέλθει στη Μολδαβία, κήρυξε την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Ολύμπιος με 1500 παλικάρια τον συνάντησε γεμάτος ενθουσιασμό παρόλο που ο Υψηλάντης του είχε αφαιρέσει τη γενική Αρχιστρατηγία. Σ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης αγωνίστηκε με μεγάλο πείσμα και ηρωισμό.
Στη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου, 7 Ιουνίου 1821, ρίχτηκε στη μάχη και με πολύ κόπο και άμεσο κίνδυνο της ζωής του κατόρθωσε να περισώσει τη Σημαία και τα λείψανα του Ιερού Λόχου. Πληγωμένος και ο ίδιος θρήνησε τον χαμό τόσων γενναίων παλικαριών. Ο ιστορικός Brofferio γράφει χαρακτηριστικά στο σημείο αυτό:«Κάθε τι που μπορούσε να προσφέρει ο ενθουσιασμός, η γενναιότητα και το θάρρος το επετέλεσεν την ημέραν εκείνην ο θρυλικός Γεωργάκης Ολύμπιος».
Μετά την καταστροφή έφυγαν όλοι να γλιτώσουν. Ο Υψηλάντης με τον Ολύμπιο αποφάσισαν να ανοίξουν δρόμο, μέσω Βλαχίας και Μολδαβίας, μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας και από εκεί να φτάσουν στην Ελλάδα. Τελικά, όμως, μόνο ο Ολύμπιος θα ακολουθούσε αυτό το σχέδιο, καθώς ο Υψηλάντης πείσθηκε από τους Αυστριακούς να περάσει τα αυστριακά σύνορα με υποτιθέμενο τελικό προορισμό την Αμερική, απ’ όπου πίστευε ότι θα μπορούσε να μεταβεί στην Ελλάδα.
Η στιγμή του αποχωρισμού του Υψηλάντη από τον πιστό του σύντροφο, Γιωργάκη Ολύμπιο, στις 15 Ιουνίου 1821, ήταν συγκινητική: Κατά τον Φιλήμονα, όλοι όσοι παρευρέθηκαν ξέσπασαν σε δάκρυα και λυγμούς ενώ οι δύο συμπολεμιστές ευχήθηκαν ο ένας στον άλλο «καλή αντάμωση στην πατρίδα».
Διαφυγή στη Μολδαβία και θάνατος στη Μονή Σέκου
Μετά τις ήττες των επαναστατών στο Δραγατσάνι και το Σκουλένι, το κυριότερο επαναστατικό σώμα που απέμενε ήταν αυτό του Ολυμπίου, το οποίο είχε συνενωθεί με το τμήμα του Ιωάννη Φαρμάκη, αριθμώντας συνολικά 800 περίπου εκλεκτούς ιππείς. Οι δύο αρχηγοί, όταν έμαθαν ότι ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, μαζί με αυτές του Σάββα Καμινάρη, κινούνταν εναντίον τους, έκριναν ότι η συνέχιση του αγώνα στη Βλαχία δεν είχε πια νόημα. Έτσι αποφάσισαν να φτάσουν ακολουθώντας ορεινή διαδρομή και πολεμώντας, μέχρι τη Βεσσαραβία, από όπου θα μπορούσαν να βρουν κάποιο τρόπο να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ο Ολύμπιος έκανε αυτή τη διαδρομή πάνω σε φορείο, καθώς ήταν άρρωστος από τις ταλαιπωρίες και τη λύπη του.
Μέχρι τα μέσα Αυγούστου, το σώμα των Ολυμπίου – Φαρμάκη παρέμεινε στα δυσπρόσιτα βουνά της Μολδαβίας, στην περιοχή της Βράνσας, ερχόμενο πολλές φορές σε συμπλοκές με τουρκικά αποσπάσματα. Σταδιακά ο Ολύμπιος ανέρρωσε και αποφάσισε να προχωρήσει προς πεδινότερη περιοχή, με κατεύθυνση τη Βεσσαραβία, όπως είχε αρχικά σχεδιάσει. Ένας επιπλέον λόγος της μετακίνησης αυτής ήταν η αδυναμία του να συντηρήσει το ιππικό του, αν αποφάσιζε να διαχειμάσει στα ορεινά.
Έτσι, κατά το τέλος Αυγούστου, ο Ολύμπιος εξέδωσε προκήρυξη όπου διαφαίνεται το υψηλό του φρόνημα εκείνο τον καιρό (η προκήρυξη βρέθηκε στα αυστριακά αρχεία):
«Ανδρείοι Έλληνες! Όλοι μας, ευγενείς, αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα. Από τους ομόδοξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια, μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας. Ψηλά το κεφάλι αδέλφια. Δείξτε πως είστε αντάξιοι των προγόνων σας.Εσώσαμεν εν τούτοις τη τιμήν μας. Η Ευρώπη εγνώρισε τους γυιούς της Ελλάδας. Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά για μας… Ας πεθάνωμε κοιτάζοντας άφοβα τον θάνατο στα μάτια. Ζήτω η θρησκεία και η ελευθερία της Ελλάδας! Θάνατος στους βαρβάρους».
Τελικά έμειναν μαζί με τους Ολύμπιο και Φαρμάκη, μόνο 350 περίπου πολεμιστές, με τους υπόλοιπους, ιδιαίτερα όσους προέρχονταν από γειτονικά μέρη, να εγκαταλείπουν τον αγώνα. Οι δύο οπλαρχηγοί κατευθύνθηκαν στη Μονή Νάμτσου και από εκεί στη Μονή Σέκου, η οποία απείχε 24 ώρες από το Ιάσιο. Στην αρχή, ο Σελήχ πασάς έστειλε εναντίον τους 300 ιππείς οι οποίοι έπεσαν σε ενέδρα τμήματος ανδρών του Φαρμάκη, με αποτέλεσμα να τον φόνο 200 Τούρκων και τη σύλληψη τριών αιχμαλώτων. Από αυτούς τους αιχμαλώτους οι Έλληνες έμαθαν πως μεγάλη εχθρική δύναμη πλησίαζε στη Μονή, πράγμα που τους έβαλε σε σκέψεις να την εγκαταλείψουν.
Από τους αρχηγούς, ο Ολύμπιος ήταν υπέρ της διάσχισης της Μολδαβίας με κατεύθυνση τη Βεσσαραβία. Ο Φαρμάκης και ο Σέρβος Βλάδεν θεωρούσαν πως εκείνο το σχέδιο ήταν αδύνατο να υλοποιηθεί λόγω του μεγάλου αριθμού Τούρκων στρατιωτών στην περιοχή. Αντ’ αυτού πρότειναν τη διαφυγή στην Αυστρία, της οποίας τα σύνορα ήταν κοντά. Ωστόσο ο Ολύμπιος δεν δεχόταν να τους ακολουθήσει καθώς πίστευε ότι οι Αυστριακοί θα τους συνελάμβαναν. Τελικά, από αίσθημα αλληλεγγύης, έμειναν όλοι στη Μονή.
Κατά τον Φιλήμονα, ο Ολύμπιος σκέφτηκε επίσης το ενδεχόμενο να επιστρέψουν στα ορεινά της Μολδαβίας, ωστόσο φαίνεται πως επηρεάστηκε και από επιστολή του επισκόπου του Ρόμανο που τον καλούσε να υπερασπιστεί τη Μονή και τους θησαυρούς της από την καταστροφική μανία των Τούρκων. Είναι πιθανό η επιστολή αυτή να στάλθηκε με εντολή («τη εισηγήσει») των Τούρκων.
Οι επαναστάτες σχεδίαζαν να αμυνθούν στην είσοδο της στενής κοιλάδας όπου βρισκόταν η μονή, χωρίς να γνωρίζουν ότι υπήρχαν μονοπάτια στα γύρω βουνά τα οποία οδηγούσαν στο εσωτερικό της κοιλάδας. Πράγματι, ενώ αρχικά, στις 6 Σεπτεμβρίου, οι επαναστάτες απέκρουσαν τουρκικό σώμα 600 ανδρών, στην είσοδο της κοιλάδας, στις 8 Σεπτεμβρίου το κύριο εχθρικό σώμα άρχισε να κατεβαίνει προς τη Μονή μέσω εκείνων των μονοπατιών, έχοντας ντόπιους οδηγούς. Για να τους αντιμετωπίση, ο Ολύμπιος έβαλε τους άνδρες του στις επάλξεις της μονής, από όπου πυροβολούσαν τους Τούρκους, μη επιτρέποντάς τους να μπουν. Εν τω μεταξύ, ο Φαρμάκης με τους άντρες του, οι οποίοι είχαν αποκοπεί καθώς φρουρούσαν την είσοδο της κοιλάδας, κατάφεραν το βράδυ της 8ης Σεπτεμβρίου να μπουν στη μονή. Έτσι από το πρωί της 9ης Σεπτεμβρίου άρχισε η πλήρης πολιορκία της Μονής από τους Τούρκους, οι οποίοι διέθεταν και ένα κανόνι.
Ο Τόμας Γκόρντον στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», αναφέρει ότι ο Γεωργάκης στην απελπιστική θέση που βρισκόταν απηύθυνε στους συντρόφους του την εξής προσλαλιά: «Αδελφοί, εν τη κρισίμω ταύτη περιστάσει μόνον ένδοξον θάνατον πρέπει να ευχόμεθα (… …) ελεύσεται πιθανώς ημέρα, καθ’ ην η πατρίς θέλει συλλέξει τα οστά μας και θέλει μεταφέρει αυτά προς ενταφιασμόν εις την κλασικήν γην των προγόνων μας.».
Κατά τον Μαξίμ Ρεμπό ο Αυστριακός πρόξενος του Ιασίου πρόσφερε στον Ολύμπιο τη βοήθειά του για να διαφύγει σε ρωσικό έδαφος αλλά αυτός απάντησε «Πήρα τα όπλα για να χύσω το αίμα των εχθρών της πατρίδας και όχι για να σώσω τον εαυτό μου. Η ευκαιρία είναι πολύ ευνοϊκή για να τη χάσω.»
Ο Ολύμπιος κλείστηκε με 7 ή 11 πιστούς συμπολεμιστές του στο κωδωνοστάσιο της Μονής ενώ ο Φαρμάκης με τους υπόλοιπους άντρες υπεράσπιζε τις υπόλοιπες θέσεις. Σε εκείνη τη φάση της μάχης συνέβη το πιο ένδοξο επεισόδιο της επανάστασης στη Μολδοβλαχία: κάποια στιγμή, ξέσπασε πυρκαϊά στο κωδωνοστάσιο και ο Ολύμπιος κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί, κάτω από συνθήκες που παραμένουν αδιευκρίνιστες. Αρνούμενος να συνδιαλλαγεί με τους Τούρκους, ζήτησε από τους συντρόφους του να φύγουν, όσοι ήθελαν να γλυτώσουν, από το κωδωνωστάσιο. Αλλά κανείς δεν έφυγε. Τότε πυροβόλησε ένα βαρέλι με πυρίτιδα και ανατίναξε το κωδωνοστάσιο, συμπαρασύροντας και Τούρκους που βρέθηκαν εκεί κοντά.
Ευτύχησε να έχει θάνατο αυθεντικού ήρωα και να εκπληρώσει ακέραια ότι έγραφε τον Σεπτέμβριο του 1820 στον Αλέξανδρο Υψηλάντη: «υπόσχομαι να αγωνιστώ ως την υστερινήν ρανίδα του αίματος μου χωρίς ποτέ να με δειλιάσει καμμία ανθρώπινος περίστασις».
Η πολιορκία συνεχίστηκε με λυσσώδη άμυνα από τον Φαρμάκη και τους άντρες του, μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου, οπότε ο Φαρμάκης, πειθόμενος από τις εγγυήσεις του αυστριακού διπλωματικού υπαλλήλου, Βολφ, ότι οι Τούρκοι θα σεβαστούν την αμνησία και θα τους αφήσουν να φύγουν από την αυτοκρατορία, παραδόθηκε μαζί με τους υπόλοιπους αγωνιστές, εκτός από 33 άντρες οι οποίοι διέφυγαν τη νύχτα. Οι Τούρκοι δεν σεβάστηκαν τη συμφωνία και εκτέλεσαν τους επαναστάτες.
Η δημοτική παράδοση για τον Ολύμπιο
Ο φιλέλληνας Κλωντ Φωριέλ από το Σαιντ-Ετιέν της Γαλλίας (1772–1844), κατέγραψε, μέχρι το 1824, ένα δημοτικό τραγούδι για τον Γεωργάκη Ολύμπιο, εμπνευσμένο από την ίδια την Επανάσταση.
Ο Γάλλος φιλέλληνας αξιωματικός Μαξίμ Ρεμπό (Maxime Raybaud) αναφέρει τα εξής: «Με κάλεσε σε γεύμα ο Υψηλάντης, μαζί με Έλληνες καπεταναίους, τον Μάιο του 1821, σε ένα στρατόπεδο της Τριπολιτσάς. Εκεί σε μια γωνιά της κάμαρας, ένας σακάτης με βροντερή φωνή σαν άλλος Τυρταίος, τραγουδούσε τα κατορθώματα του Γεωργάκη Ολυμπίου και των Ιερολοχιτών». Ένας άλλος εθελοντής, ο Γερμανός γιατρός Χαν (Ηahn), είδε στα Μέθανα έναν τυφλό Αρβανίτη ραψωδό, που τα βράδια, στις καλύβες, όταν άρχιζε το συμπόσιο με φλογέρες και κιθάρες, με ενθουσιώδη φωνή, τραγουδούσε τα ανδραγαθήματα του Γεωργάκη Ολυμπίου.
Στον ΄Ολυμπο υπάρχουν ακόμη ηλικιωμένοι που γνωρίζουν το παρακάτω δημοτικό τραγούδι, το οποίο περιγράφει την ηρωική πράξη στη Μονή Σέκου:
««Μας ήρθ΄η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο
μας ήρθε κι΄ο χινόπωρος πικρός φαρμακωμένος.
Μαζί εσυμβολεύονταν Γιωργάκης και Φαρμάκης:
«Γιωργάκ΄, έλα να φύγουμε στη Μοσκοβιά να πάμε»
«Καλά τα λες, Φαρμάκη μου, καλά το συντυχαίνεις,
μάναι μου φαίνεται ντροπή κι ο κόσμος θα γελάσει.
Καλύτερ΄ας βαστάξουμε σ΄αυτό το μοναστήρι
όσο να βγει ο Μόσκοβος νάρθει να μας βοηθήσει».
Δώστε και στη Φαρμάκαινα μαντάτο του θανάτου.
Και τα λημέρια φώναξαν ΄πο πέρ΄ από του Σέκου:
« Πολύ μαυρίλα πλάκωσε και τα βουνά μαυρίζουν!»
Μήνα βοήθεια έρχεται, μήνα συντρόφοι φτάνουν;
Μόνε Τουρκιά μας πλάκωσε χιλιάδες δεκαπέντε»
ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ- Του Ολύμπου και του Κισσάβου:
«Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλα, στράτευμα φέρνουν περισσό,
πεζούρα και καβάλα, σέρνουν και τόπια δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρο.
Έρχεται κι’ ο Τσαπάνογλους από το Βουκουρέστι, έχει ανδρείο στράτευμα,
όλο Γιανιτσαραίους, στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.
Τότ’ ο Γιωργάκης φώναξεν’ από το μοναστήρι: Πού είστε, παλικάρια μου,
λεβέντες μ’ ανδρειωμένοι; γλήγορα ζώστε τα σπαθιά, πάρετε τα τουφέκια,
πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τα μετερίζια,
ότι Τουρκιά μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει.
Δίχως ψωμί, δίχως νερό, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
βαριά βαρούσαν τον εχθρό κάτου στο Κομπουλάκι.
Τούρκων κεφάλια έκοψαν κοντά στις τρεις χιλιάδες.
Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι: Αφήστε τα τουφέκια σας,
σύρετε τα σπαθιά σας, γιουρούσι απάνω κάμετε, στον Άη Λιάν εβγήτε.
Οι Τούρκοι το εχάρηκαν, τρέχουν στο μοναστήρι.
Τότ’ ο Φαρμάκης, ζωντανός, φώναξ’ από του Σέκου:
Που είσαι, Γιώργο μ’, αδερφέ και πρώτε καπετάνιε;
Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει.
Ρίχνει τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι.
Ο Γιώργης τότ’ είχε χαθεί, και πλέον δεν τον είδαν
Ο Γιώργης είχε σκοτωθεί, τα βόλια δεν τ’ ακούει».
Οικογένεια
Κατά την παραμονή του στη Σερβία ο Γεωργάκης συνδέθηκε φιλικά με τον Καραγιώργη και έγινε αδελφοποιτός με το πρωτοπαλίκαρό του τον Βέλκο Πέτροβιτς, του οποίου αργότερα το 1814 παντρεύτηκε τη χήρα σύζυγό του, την πλούσια και όμορφη Στάνα με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.
Μετά τη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου συνάντησε τα παιδιά του Μιλάνο και Αλέξανδρο και τη γυναίκα του που σε λίγο θα γεννούσε το τρίτο τους παιδί, την Ευφροσύνη, που ήταν γραφτό να μην τη γνωρίσει ποτέ. Αποχαιρετώντας την έγκυο γυναίκα του της λέει: «Αν σκοτωθώ μη με κλάψεις, γιατί από μωρό παιδί είχα τάξει τη ζωή μου στην Πατρίδα. Τους γιους μου θέλω να τους δώσεις στην Ελλάδα. Η Ελευθερία της Ελλάδος αξίζει κάθε θυσία».
Μετά την απελευθέρωση το ελληνικό κράτος ξέχασε τελείως τον ήρωα της Μονής Σέκου και την οικογένειά του. Αντί να φέρει τα οστά του στην «κλασικήν γην», όπως ήταν και η τελευταία του θέληση και να αναλάβει το κράτος τα παιδιά του, έδωσε στη χήρα Στάνα, που δώρισε όλη της την περιουσία στη Φιλική Εταιρεία, για τον εθνικό αγώνα, σύνταξη 140 δραχμών το μήνα. Επειδή η Στάνα στερούνταν κάθε άλλου πόρου, μ’ αυτήν την πενιχρή σύνταξη έπρεπε να ζήσει αυτή, η κόρη της και τα δύο αγόρια.
Σε σχετικό άρθρο της εφημερίδας «Συνένωσις» που ανατύπωσε ο «Χρόνος» στο φύλλο της 28ης Μαρτίου 1845 αναφέρεται:
«…Η οικογένεια του Γεωργάκη Ολυμπίου ψωμοζητεί σήμερον. Εκατόν τεσσαράκοντα δραχμών έχει σύνταξιν, οι δε υιοί της ανθυπολοχαγοί της τιμής δεν λαμβάνουν ουδένα μισθόν, με τοιαύτην μικράν σύνταξιν πώς δύναται να ζήση οικογένεια εκ δύο νεανίων, εκ μιας θυγατρός, εκ τριών ανεψιών και μιας μητρός; Οι υιοί Ολυμπίου δεν δύνανται να εξέλθουν τας οικίας των επειδή οι αγκώνες των είναι τετρυπημένοι, η γυνή του Γεωργάκη Ολυμπίου δεν έχει φόρεμα να εξέλθη διά να παρακαλέση τους Υπουργούς. Η ασθένεια προς τοις άλλοις δυστυχήμασι επέπεσεν εις αυτόν τον οίκον, αυτή δε ετοιμάζεται γυμνή και τετραχηλισμένη να φύγη από την Ελλάδα».
Στη βιογραφία που έγραψε ο Θεόδωρος Δ. Φράγκος με την ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντα του Γεωργάκη Ολυμπίου το 1964 στο Λιβάδι και εξέδωσε ο Σύλλογος Λιβαδιωτών Αθήνας αναφέρεται: «Όλες μας οι προσπάθειες όπως βρούμε έστω και έναν απόγονο του Γεωργάκη από τον οποίο θα μαθαίναμε για την τύχη των παιδιών του απέβησαν δυστυχώς άκαρπες».