ἀρχιμ. π. Κύριλλου Κεφαλόπουλου
Ἡ Παλαιστίνη στὸν 1ο μ.Χ. αἰῶνα, καὶ εἰδικότερα ἡ περιοχὴ τῆς Γαλιλαίας, εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν ἐμφανῆ ἐπίδραση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἦταν εὐρέως διαδεδομένη καὶ ὁμιλουμένη (1).
Γνωστὴ ἐπίσης καὶ ὡς «Γαλιλαία τῶν Ἐθνῶν» (Ματθαῖος 4:15) (2), ἡ Γαλιλαία ἀποτελοῦσε τὸ κέντρο τοῦ ἐμπορίου μεταξὺ Μεσογείου, τῆς Θάλασσας τῆς Γαλιλαίας καὶ τῶν περιοχῶν τῆς Δεκαπόλεως. Ἡ Γαλιλαία περιεβάλλετο ἀπὸ πόλεις κέντρα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, μὲ τὶς πόλεις τῆς Πτολεμαΐδος, Τύρου καὶ Σιδῶνος στὰ δυτικὰ καὶ βορειοδυτικά, τῆς Πανιάδος καὶ τῆς Καισάρειας Φιλίππου, τῆς Ἵππου καὶ τῶν Γαδάρων στὰ ἀνατολικά, τῆς Σκυθοπόλεως στὰ νότια.(3) Ὑπῆρχε ἕνα ἐκτεταμένο δίκτυο ὑδάτινων καὶ χερσαίων ὁδῶν ποὺ συνέδεαν τὴν Γαλιλαία μὲ τὶς ὅμορες περιοχές. Ὡς ἀποτέλεσμα, ἡ Γαλιλαία ἦταν κέντρον ἐμπορίου, ἐσωτερικοῦ καὶ ἐξωτερικοῦ, καὶ διεκρίνετο ἀπὸ μία κοσμοπολιτικὴ ἀτμόσφαιρα.
H διάδοση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἦταν εὐρύτατη. Μία ἔνδειξη αὐτοῦ ἔχουμε στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (6:1 καὶ 9:29), ὅπου ἀναφέρεται ἡ διάκριση μεταξὺ Ἑλληνιστῶν καὶ Ἑβραίων, προφανῶς ἀναφερομένη στὴ γλωσσικὴ διάκριση μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ποὺ ὡμιλοῦσαν κυρίως ἑλληνικὰ καὶ ἐκείνων ποὺ ὡμιλοῦσαν ἀραμαϊκά. Ἐπίσης, μὲ τὸν ἴδιο ὅρο χαρακτηρίζονταν καὶ οἱ ἐκτὸς Παλαιστίνης κάτοχοι ἑλληνικῆς παιδείας. Ἑπομένως, οἱ Ἑλληνιστὲς ἀποτελοῦσαν σημαντικὸ μέρος τοῦ πληθυσμοῦ τῆς πόλεως τῶν Ἰεροσολύμων, ὅπου ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ὡμιλεῖτο εὐρέως.(4)
Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἑπτὰ διάκονοι ποὺ ἀναφέρονται στὶς Πράξεις 6:5 γιὰ νὰ διακονοῦν τοὺς ἑλληνοφώνους χριστιανούς (τοὺς «ἑλληνιστές») ἔχουν ὅλοι τους ἑλληνικὰ ὀνόματα. Ὁ Ἰησοῦς, ὅπως καὶ οἱ μαθητές Του, ἦσαν Γαλιλαῖοι. Ὁ Ἰησοῦς μεγάλωσε στὴ Ναζαρέτ, καὶ ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἐπιγείου Του διακονίας, κηρύγματος καὶ ἐπιτελέσεως θαυμάτων καὶ θεραπειῶν, ἔλαβε χώρα στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Γαλιλαίας πέριξ τῶν πόλεων Ναζαρέτ, Ναΐν, Κανᾶ καὶ Καπερναούμ. Παρ’ ὅ,τι ἡ Ναζαρὲτ ἦταν ἕνα μικρὸ χωριό, μόλις 2000 κατοίκων, καὶ ἐβασίζετο στὴ γεωργία (Ἰωάννης 1:46), εἶχε ἀναπτύξει γλωσσικές, πολιτισμικὲς καὶ οἰκονομικὲς σχέσεις μὲ τὴν εὐρύτερη περιοχή. Ἡ Ναζαρὲτ ἦταν κοντὰ στὸ δίκτυο μιᾶς ἀπὸ τὶς κυριότερες ἐμπορικὲς ὁδοὺς τῆς ἀρχαίας Παλαιστίνης, τὴν Via Maris, ποὺ συνέδεε τὴν Δαμασκὸ μὲ τὴν Μεσόγειο. Ἡ Καπερναοὺμ ἐξυπηρετοῦσε ὡς εἴσοδο στὴν Γαυλωνίτιδα χώρα (σημερινὰ ὑψίπεδα τοῦ Γκολάν) καὶ ἦταν ἕδρα τελωνείου ποὺ ἐπέβαλε φόρους καὶ τέλη σὲ ἐμπόρους καὶ ἐμπορεύματα (Μᾶρκος 28 2:14). Ἡ Καπερναούμ, μὲ ἕναν πληθυσμὸ μεταξὺ 12000 καὶ 15000 κατοίκων, ὅπως καὶ ἡ Τιβεριάς, πόλη ἱδρυθεῖσα ἀπὸ τὸν Ἡρώδη Ἀντύπα, ἀποτελοῦσαν ἐμπορικὰ κέντρα μὲ μεικτὸ πληθυσμὸ καὶ ἐν πολλοῖς δίγλωσσο.(5) Ὅλες οἱ ἱστορικὲς καὶ ἀρχαιολογικὲς ἀποδείξεις συμφωνοῦν μὲ ὅσα γνωρίζουμε γιὰ τὸν βίο τοῦ Ίησοῦ καὶ τῶν Μαθητῶν Του. Ὁ Ματθαῖος (Ματθαῖος 9:9, Λουκᾶς 5:27-28), ἐπίσης γνωστὸς καὶ ὡς Λεβί (Μᾶρκος 2:13-14), ἦταν τελώνης, φοροεισπράκτορας στὴν Καπερναούμ, ὁπωσδήποτε λόγῳ ἐπαγγέλματος καὶ τῶν ἐπαφῶν του μὲ τὶς ἐπίσημες ἀρχές, γνώριζε καὶ ὡμιλοῦσε ἑλληνικά. Πολλοὶ ἐκ τῶν Μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἦσαν ἁλιεῖς (Πέτρος, Ἀνδρέας, Ἰάκωβος, Ἰωάννης), οἱ ὁποῖοι ἐμπορεύονταν τὰ ἁλιεύματά τους ἀπὸ τὴν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας. Θὰ γνώριζαν ἑλληνικὰ προκειμένου νὰ ἐξασκήσουν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἐμπόρου ἰχθύων.
Ἐπίσης εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους οἱ Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος εἶχαν ἑλληνικὰ ὀνόματα, καὶ τὰ ὀνόματα τοῦ Σίμωνος, Συμεών, Βαρθολομαίου καὶ Θαδδαίου ἦσαν ἐξ ἑλληνικῆς ρίζας ἢ ἐξελληνισμένα. Αὐτὸ ἔχει τὴν σημασία του, ὅταν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν τὸ γεγονὸς ὅτι, ὅταν οἱ Ἕλληνες ἦλθαν στὸν Φίλιππο, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Βησθαϊδά, καὶ ἐπιθυμοῦσαν νὰ δοῦν τὸν Ἰησοῦ, ὁ Φίλιππος τοὺς παρέπεμψε στὸν Ἀνδρέα, ποὺ ἐπίσης κατήγετο ἀπὸ τὴν Βησθαϊδά (Ἰωάννης 1:44, καὶ 12:20- 22). Προφανῶς, οἱ Φίλιππος καὶ Ἀνδρέας γνώριζαν τὰ ἑλληνικὰ καὶ μποροῦσαν νὰ συνομιλήσουν μὲ αὐτοὺς τοὺς Ἕλληνες ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ συναντήσουν τὸν Ἰησοῦ. Ἄλλωστε, καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς γνώριζε καὶ ὡμιλοῦσε ἑλληνικά, οὕτως ὥστε νὰ συνδιαλέγεται καὶ νὰ κηρύττει στοὺς ἑλληνόφωνους καὶ Ἕλληνες κατοίκους τῆς περιοχῆς τῆς «Γαλιλαίας τῶν Ἐθνῶν», καὶ ἰδίως τῶν κατοίκων τῶν ἑλληνικῶν πόλεων τῆς Δεκαπόλεως καὶ τῆς Φοινίκης.
Ἐπίσης, ὁ Ἰησοῦς σὲ ποιὰ γλῶσσα μίλησε μὲ τὸν Πιλᾶτο; Ὄχι βεβαίως στὰ ἑβραϊκὰ ἢ ἀραμαϊκά, ποὺ ὁ Πιλᾶτος ἀσφαλῶς δὲν ἐγνώριζε, ἀλλὰ στὰ ἑλληνικά. Συχνό, ἐπίσης, ἦταν τὸ φαινόμενο οἱ Ἑβραῖοι τοῦ 1ου μ.Χ. αἰῶνος νὰ ἔχουν διπλά ὀνόματα, ἕνα ἑβραϊκὸ καὶ ἕνα ἑλληνικὸ ἢ ἐξελληνισμένο (πρβλ. Σίμων Πέτρος, Σαῦλος-Παῦλος). Δὲν μᾶς ἐκπλήσσει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σίμων, ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ τὸ νέο του ὄνομα «Πέτρος», ἕνα καθαρὰ ἑλληνικὸ ὄνομα, ἔζησε καὶ ἐργάσθηκε σὲ μία ἐξελληνισμένη περιοχή, ὁπωσδήποτε γνώριζε καὶ ὡμιλοῦσε ἑλληνικά. Παρ’ ὅλο ποὺ χαρακτηρίζεται αὐτὸς καὶ ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ Συνεδρίου (Σανχεδριν) ὡς ἄνθρωποι ἰδιῶτες καὶ ἀμόρφωτοι (Πράξεις 4:13), αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἦσαν ὄντως ἀμόρφωτοι καὶ ἀγράμματοι. Ἀσφαλῶς, μὲ τὰ μέτρα τῶν Φαρισαίων ἐθεωροῦντο ἀμόρφωτοι, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν εἶχαν φοιτήσει σὲ κάποια ἀπὸ τὶς ραββινικὲς σχολές ἢ δὲν εἶχαν παρακολουθήσει ὡς ἀκροατὲς τὶς διδασκαλίες κάποιων διασήμων Ραββίνων διδασκάλων. Ὡστόσο, γνώριζαν πολὺ καλὰ νὰ διαβάζουν καὶ νὰ μελετοῦν τὶς Γραφὲς ποὺ ὡμιλοῦσαν προφητικῶς γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία. Καὶ μὲ τὰ ἑλληνικὰ μέτρα ἀσφαλῶς ἐθεωροῦντο ἀμόρφωτοι, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν γνώριζαν τὴν ἑλλληνικὴ φιλοσοφία. Ὡστόσο, ὡς ἔμποροι ἰχθύων καὶ διευθύνοντες μία ἑταιρεία ἁλιευτικῶν πλοίων, ὁ Πέτρος, ὁ ἀδελφός του Ἀνδρέας, οἱ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης ἀσφαλῶς γνώριζαν καὶ μποροῦσαν νὰ ἐπικοινωνοῦν στὰ ἑλληνικά.
Ἄλλωστε, ὑπάρχουν ἄφθονες ἀρχαιολογικὲς καὶ ἐπιγραφικὲς μαρτυρίες, νομίσματα ποὺ κυκλοφόρησαν ἀπὸ τὸν Ἡρώδη καὶ τὸν Ἡρώδη Ἀγρίπα, πάπυροι, ἐπιτύμβιες ἐπιγραφὲς καὶ χαράγματα, ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἦταν εὐρέως διαδεδομένη, ὡμιλουμένη μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς Παλαιστίνης. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀποτελοῦσε τὸ κοινὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα ἐπικοι- νωνίας ὅλων τῶν λαῶν τῆς Μεσογείου τὴν εποχὴ τοῦ Χριστοῦ.(6)
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Levine, L.I. (ed.), The Galilee in Late Antiquity, New York, Jewish Theological Seminary of America, 1992, pp. 70-71. Freyne, S., Galilee from Alexander the Great to Hadrian 323 B.C.E. to 135 B.C.E.: A Study of Second Temple Judaism, Notre Dame, University of Notre Dame, 1980].
2. Ἡ ἔκταση τῆς διείσδυσης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ πολιτισμοῦ στὴν Παλαιστίνη, ὄχι μόνον στὶς πόλεις ἀλλὰ καὶ στὴν ἀγροτικὴ ὕπαιθρο, ἐξετάζεται ἀναλυτικῶς στὰ ἔργα τῶν A.H.M. Jones, The Greek City: From Alexander to Justinian, Oxford, Clarendon Press, 1940, pp. 289-295. T. Tcherikover, Hellenistic Civilization and the Jews, Philadelphia, Jewish Publication Society of America, 1959, pp. 14-116. M. Hengel, Judaism and Hellenism: Studies in their Encounter during the Early Hellenistic Period, London, SCM, 1974, pp. 58-106.
3. Sevenster, J.N., Do you Know Greek? How Much Greek could the First Jewish Christians have known?, Leiden, Brill, 1968, pp. 96-97.
4. M. Hengel, op. cit., pp. 14-15.
5. Meyers, E.M. and Strange, J.F., Archaeology, the Rabbis and Early Christianity, London, SCM 1981, pp. 56-58.
6. Schurer, E., The History of the Jewish People in the Age of Jesus Christ (3 vols), Edinburgh, 1973-86, vol. 2, pp. 53-54
Ἀναδημοσίευση ἀπό 22-9-2016