Η Κυπριακή λαογραφία και δημοτική ποίηση, τον υμνεί επικά στη κυπριακή διάλεκτο.
Ο Διγενής Ακρίτας, η αγαπημένη του Κύπρος, ο Σαρακηνός, ο Πενταδάκτυλος, η Πέτρα του Ρωμιού ή του Διγενή.
Ο θρυλικός Βυζαντινός Διγενής Ακρίτας, ήταν από τους πιο θαραλέους Ακρίτες που φύλαγαν τα Βυζαντινά εδάφη. Οι κατακτητές και πειρατές, σε φυγή ετρέποντο, όταν τους κυνηγούσε με τους ανδρειωμένους ανίκητους άνδρες του.
Όταν κάποτε κυνηγούσε το πρωτοπαλλήκαρο των Σαρακηνών και τον στρατό του, ο οποίος πολλές μάχες έχασε από τον Διγενή, αυτός ντροπιασμένος έφευγε…Με τα καράβια του κατευθύνθηκε στη Κύπρο με σκοπό να την λεηλατήσει ακόμη και να την καταλάβει,,,Όταν ο Διγενής κατάλαβε ότι στη Κύπρο πήγαιναν, τους ακολουθεί με τα δικά του καράβια, για να σώσει την αγαπημένη του Κύπρο που είχε υπό την προστασία του…
Ο Σαρακηνός πρώτος έφτασε στα ακρογιάλια της Κερύνειας αρχίζοντας να λεηλατεί…Δεν προλαβε το έργο του να ολοκληρώσει, όταν είδε τα καράβια του Διγενή.., οπότε προσπαθεί να διαφύγει διασχίζοντας το τότε μικρό βουνό του Πενταδάκτυλου…Αφού το πέρασε με βοήθεια μάγου Σαρακηνού ρίχνει λάσπη που αρχίζει να ορθώνεται, για να εμποδίσει τον Διγενή να τον ακολουθήσει.. Όταν ο Διγενής φτάνει ήδη το βουνό ορθώθηκε σαν φράγμα…, ακουμπά τότε το πελώριο του χέρι στο λασπωμένο μαλακό βουνό και με το κοντάρι του στήριγμα το δρασκελίζει…Τα αποτυπώματα του χεριού του παρέμειναν χαραγμένα στο πανώριο βουνό…τον Πενταδάκτυλο..
Αφού πέρασε το βουνό, από φόβο μην τυχόν και δεν προλάβει τους Σαρακηνούς, οι οποίοι έφτασαν στη Πάφο, όπου τους περίμεναν τα πειρατικά τους καράβια, αρπάζει με τα δυο του χέρια μεγάλο ασήκωτο βράχο του Πενταδάκτυλου και τον πετά στον πειρατικό στόλο βυθίζοντας τον…
Ο γιγάντιος βράχος βρίσκεται σήμερα ακόμη στην παραλία όπου η Κύπριδα Αφροδίτη αναδύθηκε από τους αφρούς στα παράλια της Πάφου…Η κυπριακή παράδοση ονόμασε τον βράχο αυτό «Πέτρα του Ρωμιού ή Πέτρα του Διγενή Ακρίτα». Η τοποθεσία βρίσκεται λίγο έξω από την Πάφο και είναι από τις πιο ειδυλλιακές τοποθεσίες της Κύπρου.
Επιστρέφοντας ο Διγενής με τους ηρωικούς του Ακρίτες, μετά τη νίκη τους κατά των Σαρακηνών, διασκεδάζουν στην ύπαιθρο, οπότε εμφανίζεται ο μαυροφορεμένος χάροντας κρατώντας σφικτά στο ξερακιανό του χέρι το νεκρικό δρεπάνι….Τον καλούν στο τραπέζι τους οι άφοβοι Ακρίτες και αυτός τους λέει..
Εν ήρτα ‘γιω ο Χάροντας να φα’ να πκιώ μιτά σας
… παρά ‘ρτα γιω ο Χάροντας το κάλλιος σας να πάρω.
(Ξ. Φαρμακίδη, Κύπρια ‘Επη, σ. 4, στ. 11 και 15).
Όταν ο Διγενής βλέπει ότι ο Χάρος θέλει να πάρει στον Άδη τον ίδιο, τον προκαλεί σε πάλη με τη συμφωνία αν νικήσει ο Διγενής να του χαρίσει τη ζωή. Μετά τη συμφωνία προχωρούν, πιασμένοι χέρι – χέρι, προς την παλαίστρα:
Σιερκές, σιερκές επκιάσασιν τζαι στην παλιώστραν πάσιν.
Τζιαι τζ’ ειν εν’ που παλιώννασιν τρεις νύκτες τρεις ημέρες
τζιει πόπκιαννεν ο Χάροντας τα γαίματα πιτούσαν
τζιει πόπκιαννεν ο Διενής τα κόκκαλα ελειούσαν.
…………………………………………………………………….
(Ακαδημ. Αθηνών, Ελλην. Δημ. Τραγ., Τόμ. Α’, σ. 39, στ. 18-21).
Στη συνέχεια ο χάροντας αντιλαμβάνεται πως θα νικηθεί και δοκιμάζει να ξεγελάσει τον Διγενή, αλλά στο τέλος χάνει την πάλη οπότε καταφεύγει σε μάγια και κατορθώνει να ρίξει τον Διγενή στο κρεβάτι. Ενώ ο Διγενής ψυχομαχεί, έρχονται τα παλικάρια να τον δουν. Τους στρώνει τραπέζι και, ενώ τρώνε και πίνουν, τους διηγείται τα κατορθώματά του: «Στα έρημα τα άγρια μέρη της Αραπκιάς κυνήγησε μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα και σκότωσε εκατοντάδες δράκοντες και λιοντάρια μια τεράστια κουφή (= φαρμαρκερό φίδι) «με πέντε τζ’ εφαλάες» και τον υπερφυσικό, κοσμικών διαστάσεων, Σαρακηνό.»
Συνήθως τα τραγούδια τελειώνουν με την περιγραφή για τον Σαρακηνό την ώρα που πεθαίνει και δεν γίνεται αναφορά στον θάνατο του Διγενή. Σε μερικά όμως το τέλος είναι διαφορετικό, όπως στην παραλλαγή από την Κώμα του Γιαλού:
Επίεν τζιει η καλίτσα του να ποσ’αιρετιστούσιν,
στ’ αγκάλια του την έσφιξεν τζι’ εξέην η ψυσ’ή τους.
………………………………………………………………………..
(Ακαδ. Αθηνών, ό.π.π. σ. 41, στ. 105-106).
Στη μια από τις δυο παραλλαγές της συλλογής Α. Ελευθεριάδη (Κυπρ. Σπ. ΛΖ’, 1973), σ. 18, στ. 94-99) ο Διγενής ψυχομαχεί, αλλά δεν παρουσιάζεται να πεθαίνει, ενώ στην άλλη αναφέρεται και ο θάνατός του (ό.π.π. σ. 19, στ. 48-55):
Ο Διγενής ψυχομασιεί στον κόσμον αγροικειέται.
Ο Διγενής επέθανεν, τρέξετε, αρκόντοι, τρέξετε.
Ίντα μυστήριον, Α! Ίντα μυστήριον πράμαν!
Που πάνω που τους νώμους του ελιόμυλοι γυρίζαν,
που κάτω στες μασκάλες του περτίτζ’ια κακκαρίζαν
που πάνω εις την ράσιην του σσιύλιοι λαοί ετρέχαν,
που μέσα στα ρουθούνια του βουβάλια ξισταυλίζαν.
Τρέξετε, άρκοντες, τρέξετε, ίντα μυστήριον πράμαν!
…………………………………………………………………………….
(13). Διγενή Ακρίτα απόδιωξέ τους…Του Αντώνη Αντωνά.
Κάτω απ΄ την Πέτρα του Διγενή Ρωμιού,
τον μυθικό δυσθεόρατο βράχο,
εκεί που αναδύθηκε η Αφροδίτη Κύπριδα,
θαμμένη είν΄ των Σαρακηνών η ναυαρχίδα,
π΄ ο Διγενής εβύθισε μαζί με τους κουρσάρους.
Την Κύπρο την αγαπημένη του δεν ήθελε,
ποτέ να αγγίξουν, ούτε και να μολύνουν.
Χρυσός, σμαράγδια ρουμπίνια και ζαφείρια,
που λεηλάτησε ο πειρατής φοβερός Σαρακηνός,
βυθίστηκαν, κλαίει, οδύρεται…
Τα βογγητά του υπόκωφα ακούγονται,
τις άγριες νύχτες του χειμώνα…
Μόν΄ εσύ θρυλικέ ακρίτα Διγενή μπορείς,
για να σηκώσεις, τον βράχο τον ασήκωτο.
Μόν΄η δική σου θεϊκή δύναμη,
τα δικά σου θεόρατα χέρια…
Όχι, τον κρυμμένο θησαυρό για να βρεις,
αλλά πίσω στον Πενταδάκτυλο,
να τον τινάξεις, τους Τούρκους,
απ΄ το βουνό σου το θρυλικό,
ν΄ αποτάξεις, ν΄ αντινάξεις, ν΄ αποδιώξεις.
Της Κύπρου το θρυλικό βουνό,
απ τα δεσμά τα τουρκικά να το λυτρώσεις.
Ατόφιο νησί Χρυσό, η Κύπρος είναι.
Ρουμπίνι η Κερύνεια, ο Καραβάς,
η Λάπηθος, Ροδοχρωσίτης η Μόρφου.
Σμαράγδια, ειν΄ η Μεσαρκά, τα Καρπάσια.
Από χρυσού ψείγματα, οι αμμουδιές,
της Σαλαμίνιας Αμμοχώστου, Κωνσταντίας,
το πανέμορφο διαμάντι.
Είν΄ η δική μας η κληρονομιά,
οι πρόγονοι μας οι ένδοξοι,
τα κτίσαν, τα γεννήσαν,
σε εμάς κληροδοτήσαν…
Εσαεί εις τους αιώνες των αιώνων.
*Αποσπασματικές πληροφορίες: Ιστορίες της Κύπρου – Κύπρου λαογραφία, θρύλοι, μύθοι και παραδόσεις, προσωπικές ιστορικές αφηγήσεις σαν παραμύθι, από γενιά σε γενιά. Από γνωστούς και άγνωστους Κύπριους παλαιούς λαογράφους, συγγραφείς και γυρολόγους αξέχαστους επικούς ποιητάρηδες, που απ’ ότι θυμάμαι μέχρι και το 1960 περίπου, γύριζαν την Κύπρο, απάγγελαν, «ντελάλιζαν» και πουλούσαν τα λαογραφικά τους εξαιρετικά ποιήματα, ή τα αντάλλασσαν με ψωμί, αυγά, φρούτα κλπ…
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΝΤΩΝΑΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – WWW.LEDRASTORY.COM
Απόσπασμα από το βιβλίο ΕΣΧΑΤΗ ΙΚΕΣΙΑ.