Πολλά λέγονται για το διεθνές δικαστήριο της Χάγης, οποίον ως αυτό λέγεται, δικάζει με γνώμονα το ισχύον διεθνές δίκαιο, και τις αναγνωρισμένες μεταξύ των κρατών συνθήκες, …ως προς την ακεραιότητα του, και δικαίως λέγονται.
Η πρόταση για προσφυγή της Ελλάδας στην Χάγη διατυπώθηκε επίσημα προς Τουρκία, που δεν συναινεί, από τον μεταπολιτευτικό Κωνσταντίνο Καραμανλή, ως πάγια θέση της Ελλάδας για τον καθορισμό της υφαλοκριπίδας μεταξύ των δύο κρατών στο Αιγαίο. Τότε δεν υπήρχαν ακόμα ΑΟΖ.
Αυτό το έπραξε ο τότε πρωθυπουργός προφανώς κρίνοντας πως κάθε
διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο κρατών θα κατέληγε παντελώς άγονη. Ίσως και αυτός να είναι ο λόγος θέσπισης/ίδρυσης του διεθνούς αυτού δικαστηρίου στην Χάγη, να δικάζει, όταν δεν μπορεί να υπάρξει συναίνεση στις μεταξύ κρατών συνομιλίες.
Ως λοιπόν εκ των πιο πάνω, τι πάει να βρει ο Μητσοτάκης, που στέλνει εαυτόν ως και τον Γεραπετρίτη σε απ ευθείας συνομιλίες με τον Τούρκο; Αφού το μεν Κυπριακό είναι στα χέρια του ΟΗΕ, οι δε θαλάσσιες ζώνες στα χέρια του διεθνούς δικαίου, και τέλος οι μειονότητες στις υπογεγραμμένες και ήδη ισχύουσες συνθήκες.
Το μόνο που θα πετύχει ο Μητσοτάκης είναι η μη λύση, ως και να μάθουν οι Τούρκοι ποία τα «χαρτιά» μας για να καθορίσουν το τι στη συνέχεια θα πράξουν, συν τον εξοπλισμό τους από τις ΗΠΑ, ως έχοντες πλέον στα χέρια τους το συγχωροχάρτι/όπλο που λέει πως «με την Ελλάδα ΘΑ, και ξανά ΘΑ, τα βρούμε» και σιγά μη τα βρούμε, που ήταν και κύριο το εμπόδιο του εξ Αμερικής εξοπλισμού τους.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπ όψιν το ότι, όπως το παρελθόν έδειξε, πως αναβολές δεν πολυβοηθούν, και λόγω της συρρίκνωσης, μήπως πρέπει να σταθμίσουμε για το που θα χάσουμε περισσότερα, στη Χάγη, ή στις «κατ ιδίαν» συνομιλίες, αφού αυτό το «κατ ιδίαν» ουδέποτε πρόκοψε, όπως και ούτε τώρα θα προκόψει.
Το ότι η Χάγη μας «πούλησε» στο Μακεδονικό, ένα πούλημα που περιείχε και Ελληνική οσμή, αφού εκείνο το ….τότε περίεργο και ανώφελο αμυντικό σύμφωνο μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, οποία Γιουγκοσλαβία του Τίτο πρόλαβε να περιέχει μέσα της μια «Μακεδονία» οποίαν εμμέσως πλην σαφώς αναγνωρίσαμε από τα τότε.
Όπως και με τα ….μετά. Συνεπώς «τάθελε κι ο …απ αυτός μας» που λέει και ο σοφός λαός, αλλά ποίος να τον ακούσει;