Οριάνα Φαλάτσι – Σαν σήμερα το 2006 πεθαίνει ο μεγάλος έρωτας του Αλέκου Παναγούλη

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιμέλεια: Γιάννης Πολίτης

Η Οριάνα Φαλάτσι, υπήρξε μια από τις σημαντικές προσωπικότητες του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Ήταν Ιταλίδα δημοσιογράφος, πολεμική ανταποκρίτρια και συγγραφέας.

Σε όλη της τη ζωή, υπήρξε πάντα ενεργή στα πολιτικά πράγματα ενώ ήταν πολεμική ανταποκρίτρια στους πιο πολλούς πολέμους της δεκαετίας του 70. Παράλληλα πήρε συνεντεύξεις από τις πιο διάσημες προσωπικότητες των δεκαετιών του 60 και του 70 οι οποίες δημοσιεύθηκαν σε βιβλίο υπό τον τίτλο «Intervista con la storia. Παράλληλα υπήρξε ο μεγάλος έρωτας του Αλέκου Παναγούλη, για τον οποίο έγραψε το βιβλίο «Ένας άντρας».

Επίσης γνωστά της έργα είναι το «Γράμμα σε ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ», το «Η οργή και η περηφάνια» και το «Ινσαλλάχ». Το πιο επιτυχημένο εμπορικά βιβλίο της, The Rage and The Pride, που εκδόθηκε λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 συγκέντρωσε τα πυρά των κριτικών με το σκεπτικό ότι προκαλεί το μίσος εναντίον των μουσουλμάνων. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ζούσε στο Μανχάταν, τη δεύτερη πατρίδα της όπως αποκαλούσε. Πέθανε από καρκίνο του μαστού σαν σήμερα το 2006, στη Φλωρεντία.
Ο θυελλώδης της έρωτας με τον Αλέκο Παναγούλη

Βρισκόμαστε στο 1973 και η Οριάνα Φαλάτσι έχει επιστρέψει από τον πόλεμο του Βιετνάμ και αναζητεί τον Αλέκο Παναγούλη. Θέλει να πάρει συνέντευξη από τον άνθρωπο που προσπάθησε να δολοφονήσει τον δικτάτορα Παπαδόπουλο. Για να τα καταφέρει χρειάστηκε να βάλει μέσα και τελικά τα καταφέρνει. Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκαν μαζί υπήρξε χημεία ανάμεσά τους. Ο έρωτάς τους γεννήθηκε με τη διάσημη φράση του Παναγούλη: «Δεν επεδίωξα να σκοτώσω. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω άνθρωπο. Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο».

Ακολουθούν αποσπάσματα από τη συνέντευξη…

«Ολες εκείνες οι απεργίες πείνας, λόγου χάρη, εξασθένησαν τον οργανισμό μου. Θα μου πεις για ποιο λόγο επέβαλες τον εαυτό σου και στις απεργίες πείνας; Γιατί στη διάρκεια των ανακρίσεων, η απεργία πείνας είναι ένα μέσο για να αντισταθείς. Τους αποδείχνεις δηλαδή ότι δεν μπορούν να στα πάρουν όλα, μιας και έχεις το θάρρος να τ’ απαρνιέσαι όλα.

Θα εξηγηθώ καλύτερα. Αν δεν δέχεσαι να φας και τους κάνεις επίθεση, αυτοί εκνευρίζονται και ο εκνευρισμός τους εμποδίζει να εφαρμόσουν συστηματικό τρόπο ανάκρισης (…) Θέλω να πω ότι με την απεργία πείνας το σώμα εξασθενίζει και αυτό δεν επιτρέπει την συνέχιση της ανάκρισης, γιατί είναι ανώφελο να ανακρίνεις και να βασανίζεις κάποιον που χάνει τις αισθήσεις του. Αυτές τις συνθήκες μπορείς να τις πετύχεις ύστερα από τρεις ή τέσσερις μέρες χωρίς τροφή και νερό. Ιδιαίτερα αν χάνεις και αίμα από τις πληγές που σου προκαλούν τα βασανιστήρια. Ετσι αναγκάζονται να σε μεταφέρουν στο νοσοκομείο και…

Μα και οι αναμνήσεις μου από το νοσοκομείο είναι οδυνηρές. Προσπαθούσανε να με θρέψουνε με έναν πλαστικό σωλήνα, από τη μύτη. Υπέφερα πολύ, έστω κι αν ένιωθα πως με όλα αυτά κέρδιζα χρόνο. Κι έπειτα..

-Κι έπειτα;

-Επειτα από το νοσοκομείο με μεταφέρανε και πάλι στην αίθουσα των βασανιστηρίων και ξανάρχιζαν να με βασανίζουν. Τότε κι εγώ έκανα και πάλι απεργία πείνας, τους προκαλούσα και πάλι, κρατούσα και πάλι στάση περιφρονητική , επιθετική. Ετσι το σύστημά τους αποτύχαινε ξανά. Κι αναγκάζονταν να με ξαναπηγαίνουν στο νοσοκομείο και να προσπαθούν να με ταϊζουνε με σωλήνα από τη μύτη. Ω, και η συμπεριφορά μερικών γιατρών ήταν αηδιαστική. Στο νοσοκομείο οι βασανιστές συνεχίζανε την ανάκριση. Αλλά με τρόπο λιγότερο συγκροτημένο, γιατί εκεί δεν είχαν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τις μεθόδους τους. Επρεπε λοιπόν να συνεχίζω αυτές τις απεργίες πείνας με κάθε θυσία. Ηταν ένα όπλο κυριολεκτικά απαραίτητο.

– Ναι για την περίοδο των ανακρίσεων το καταλαβαίνω… Μα αργότερα, Αλέκο στη φυλακή;

-Και στη φυλακή δεν υπήρχε αποτελεσματικότερος τρόπος για να εκφράσω την αηδία μου, την περιφρόνησή μου και για να τους δώσω να καταλάβουν ότι δεν είχαν τη δύναμη να με κάνουν να λυγίσω. Εστω κι αν ήμουν πια φυλακισμένος. Και με τις απεργίες πείνας είχα το συναίσθημα ότι δεν ήμουν μόνος και πίστευα ότι κάτι πρόσφερα και εγώ στην ελληνική υπόθεση.

(…) Πολλές από τις απεργίες πείνας που έκανα στη φυλακή τις προκαλούσε η συμπεριφορά τους απέναντί μου. Μου στερούσαν ακόμα και μια εφημερίδα, ένα βιβλίο, ένα μολύβι, ένα τσιγάρο. Και για να μου δώσουν ένα βιβλίο, ένα μολύβι, ένα τσιγάρο κατέφευγα στην άρνηση τροφής. Για μέρες ατελείωτες. Εκανα μια απεργία πείνας που κράτησε σαράντα τέσσερις μέρες, μια σαράντα, μια τριάντα επτά, δύο τριάντα δύο, μια τριαντα, πέντε ανάμεσα στις εικοσιπέντε και στις τριάντα μέρες…

Εκανα τόσες πολλές. Κι όμως δεν σταμάτησαν ποτέ τους ξυλοδαρμούς. Ποτέ. Εφαγα τόσο ξύλο σε εκείνο το κελί. Τα πλευρά που μου σπάσανε δέρνοντάς με με σιδερένιους λοστούς, μόλις τώρα αρχίζουν να συνέρχονται.

-Πότε σε χτύπησαν τελευταία φορά;

– Αν μιλάς για συστηματικό ξυλοδαρμό, στις 25 Οκτωβρίου 1972, την 35η μέρα μιας απεργίας πείνας»

Ο Παναγούλης λίγο διάστημα μετά φεύγει αυτοεξόριστος με προορισμό την Ιταλία όπου και παραμένει μέχρι την πτώση της Χούντας. Εκεί ζει τον έρωτά του με τη Φαλάτσι. Έμειναν μαζί μέχρι το θάνατο του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα την Πρωτομαγιά του 1976.

Εντωμεταξύ στις 13 Οκτωβρίου 2016 κυκλοφόρησε στην Ιταλία το βιβλίο της με τίτλο «Μόνον εγώ μπορώ να γράψω την ιστορία μου», όπου υπάρχουν σημαντικές αναφορές στην Ελλάδα και στον Αλέκο Παναγούλη περιέχει το βιβλίο «Μόνον εγώ μπορώ να γράψω την ιστορία μου», με σειρά κειμένων της Οριάνα Φαλάτσι, το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 13 Οκτωβρίου στην Ιταλία.

Μεταξύ των άλλων διαβάζουμε: «Δεν άφησα ποτέ ένα μικρό λουλούδι στον τάφο του Αλέκου. Κάθε Πρωτομαγιά, σε κάθε επέτειο του θανάτου του, του έστελνα τριάντα επτά τριαντάφυλλα: ναι (ήταν τριάντα επτά ετών όταν τον σκοτώσανε). Αλλά το μικρό εκείνο λουλούδι δεν του το πήγα ποτέ. Στο νεκροταφείο της οικογένειάς μου, στην Φλωρεντία, τοποθέτησα μια μαρμάρινη πλάκα, εις μνήμην του. Ναι. Την τοποθέτησα στην γωνία όπου θα με θάψουν. Αλλά τον τάφο του δεν τον είδα και δεν θα τον δω ποτέ. Δεν θέλω να τον δω». Στο ίδιο πάντα κείμενο, η Οριάνα Φαλλάτσι αποκαλύπτει: «Γύρισα στην Ελλάδα όταν μπόρεσα: η μητέρα μου πέθαινε. Η κατάστασή της επιδεινώθηκε ξαφνικά, την ημέρα του θανάτου του Αλέκου. Η είδηση αυτή της προκάλεσε τρομερό πόνο διότι τον αγαπούσε πολύ έντονα: όσο την αγαπούσε και εκείνος. Την φώναζε Μαμά, Μαμά Τόσκα: ξέροντας πόσο αυτό της έκανε ευχαρίστηση. Την ημέρα εκείνη η μαμά καθηλώθηκε στο κρεβάτι και δεν ξανασηκώθηκε, ουσιαστικά, μέχρι τον θάνατό της. Λίγο πριν πεθάνει, την προηγούμενη ημέρα, μου είπε: «πάω στον Αλέκο»». Με αναφορά στον πόνο που της προκάλεσαν τόσο ο θάνατος της μητέρας της, όσο και του Αλέκου Παναγούλη, η ιταλίδα συγγραφέας του «Ένας άνδρας», προσθέτει: «Όταν η μαμά πέθανε, πόνεσα φοβερά. Αναγκάστηκα να ξανακάνω τα ίδια πράγματα: να την ντύσω, να την βάλω στο φέρετρο, να συνοδεύσω την κάσα στο νεκροταφείο, να δω να την κατεβάζουν μέσα σε μια μαύρη τρύπα… Και πρέπει να συνειδητοποιήσουμε κάτι: ο Αλέκος και η μητέρα μου ήταν τα δυο πλάσματα της ζωής μου. Όσο κοιτάζω πίσω μου, τόσο καταλήγω ότι δεν αγάπησα ποτέ τίποτα και κανέναν όσο τον Αλέκο και την μαμά. Και τώρα έφυγαν και οι δυο. Ο ένας μετά τον άλλον, σε απόσταση μόλις οκτώ μηνών».

Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ, wikipedia,

ΔΗΜΟΦΙΛΗ