O Βασίλης Λάσκος (Μάνδρα, 17 Αυγούστου 1899 – θαλάσσια περιοχή Σκιάθου, 14 Σεπτεμβρίου 1943) ήταν Έλληνας στρατιωτικός. Ως αντιπλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού (τότε Βασιλικού Ναυτικού) και τελευταίος κυβερνήτης του υποβρυχίου Κατσώνης, υπήρξε ήρωας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Πατέρας του ήταν ο Επαμεινώνδας Λάσκος, από οικογένεια κτηματιών της Ελευσίνας και μητέρα του η Μαριγώ. Είχε τρεις αδερφούς, τον Γιάννη, τον Αγησίλαο και τον Ορέστη (τον γνωστό σκηνοθέτη) και μια αδερφή, την Αθηνά. Ήταν Αρβανίτικης καταγωγής. Ο πατέρας του είχε εμπορικές σχέσεις με την Αθήνα και γι’ αυτό τον έστειλε, όπως είχε κάνει και με τον Αγησίλαο, να φοιτήσει αρχικά στη Βαρβάκειο Σχολή και μετά στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (ΣΝΔ). Εισήλθε στη ΣΝΔ στις 10 Οκτωβρίου 1915 και αποφοίτησε στις 10 Ιανουαρίου 1920.
Το 1922 φοίτησε στη Σχολή Πυροβολικού, κατόπιν εκπαιδεύτηκε στα υποβρύχια (1925-1926) και στην ασύρματη τηλεγραφία (1927). Από την εποχή των σπουδαστικών του χρόνων έδειξε πως ήταν πνεύμα ανυπότακτο και ποράτολμο. Ως δόκιμος, π.χ., αντέδρασε στην υποχρέωση των σπουδαστών της Σχολής να φορούν παλιομοδίτικα μακριά εσώρουχα, κόβοντάς τα και συμπαρασύροντας σε αυτήν την «ανταρσία» και άλλους συναδέλφους του.
Υπηρέτησε στα θωρηκτά Ύδρα, Λήμνος και Αβέρωφ κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και συμμετείχε στο Ναυτικό Άγημα της Σμύρνης (1920). Μετά την Καταστροφή συμπαρατάχθηκε με το βενιζελικό επαναστατικό κίνημα των Πλαστήρα-Γονατά.
Αργότερα, διετέλεσε υπασπιστής του δικτάτορα στρατηγού Πάγκαλου, θέση την οποία δέχτηκε να αναλάβει πιθανότατα λόγω της κοινής, αρβανίτικης, καταγωγής τους. Όταν εκδηλώθηκε το κίνημα του Γ. Κονδύλη για την ανατροπή του Πάγκαλου (1926), ο Λάσκος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του τορπιλοβόλου Πέργαμος και διηύθυνε την αποτυχημένη προσπάθεια διαφυγής του δικτάτορα, ο οποίος τελικά συνελήφθη πάνω σε αυτό από τους κινηματίες.
Γύρω στα 1930 μετατέθηκε στα υποβρύχια. Αρχικά, υπηρέτησε ως απλός αξιωματικός και, κατόπιν, ανέλαβε ύπαρχος στο Υ/Β Κατσώνης. Το 1933 ανέλαβε κυβερνήτης του Υ/Β Γλαύκος.
Εμπλοκή στο Κίνημα του ’35 – απόταξη
Το 1935 ο Λάσκος είχε φτάσει στο βαθμό του Πλωτάρχη. Το 1935 συμμετείχε, μάλλον απρόθυμα, στο βενιζελικό κίνημα ως κυβερνήτης του Νηρέα και μαζί με όλο το στόλο κατέληξε στην Σούδα. Μετά την αποτυχία του κινήματος επιβιβάστηκε μαζί με τον Ελ. Βενιζέλο στο Θ/Κ Αβέρωφ και μέσω Δωδεκανήσων, κατέφυγε στην Ιταλία.
Τον Μάιο του 1935 το Έκτακτο Στρατοδικείο Ναυστάθμου τον καταδίκασε ερήμην σε θάνατο και στρατιωτική καθαίρεση. Αργότερα, όταν δόθηκε αμνηστία, επέστρεψε στην Ελλάδα. Ξεκίνησε να δουλεύει για την εταιρία του Μποδοσάκη στην Ελευσίνα, όπως παλιότερα και ο πατέρας του και τελικά, γύρω στο 1939, νοσταλγώντας πάντα τη ζωή στη θάλασσα και την περιπέτεια, ανέλαβε πλοίαρχος σε εμπορικά πλοία. Το 1940 το πλοίο Ιωάννα, το οποίο κυβερνούσε, βυθίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο ανοιχτά της Ισπανίας.
Επάνοδος – το ηρωικό τέλος
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε πλοίαρχος σε μεταγωγικά. Μετά την Γερμανική εισβολή διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου επανεντάχθηκε στο Ναυτικό και με δική του επιμονή ανέλαβε Κυβερνήτης του παμπάλαιου Κατσώνη. Μόλις τελείωσε η επισκευή του σκάφους, ο Κατσώνης βυθίστηκε, αλλά χάρη στο πείσμα και στην επιμονή του Λάσκου ανελκύσθηκε, επισκευάστηκε και εκσυγχρονίσθηκε από τους Άγγλους. Στην συνέχεια ο Κατσώνης ανέλαβε αποστολές στα Ελληνικά νερά όπου χαρη στις παράτολμες ενέργειες του Λάσκου είχε σημαντικές επιτυχίες.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1943, κατά τη διάρκεια αναζήτησης εχθρικής νηοπομπής, ενεπλάκη με γερμανικό καταδιωκτικό υποβρυχίων (UJ -2101) και μετά από δίωρη καταδίωξη εξαναγκάσθηκε σε ανάδυση και εξόρμηση δια πυροβόλου. Μετά από σφοδρή ανταλλαγή πυρών εμβολίστηκε από το διώκτη του, με αποτέλεσμα να βυθιστεί στις 8:58 μμ., σε στίγμα Φ 39° 16΄Β και Λ 023° 27΄Α και βάθος 630 μέτρων (βόρεια της Σκιάθου).
Ο Βασίλης Λάσκος τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό Α’ Τάξης (2 Ιουνίου 1943) για την τόλμη του και την επίδειξη υψηλής αίσθησης του καθήκοντος κατά τη διάρκεια περιπολίας του Κατσώνη. Επίσης, με τον Πολεμικό Σταυρό Γ΄ Τάξης (15 Σεπτεμβρίου 1943) για επίδειξη ιδιαίτερων ικανοτήτων σε εκτέλεση αποστολής.
Για τη συνολική δράση του στα υποβρύχια και την τελική του αυτοθυσία τού απονεμήθηκε το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας και, εκ μέρους των Βρετανών, το παράσημο του Τάγματος Διακεκριμένης Υπηρεσίας (Distinguished Service Order). Προήχθη σε Πλοίαρχο μετά θάνατον «επ’ ανδραγαθία» στις 4 Δεκεμβρίου 1943, με αναδρομική ισχύ από 14 Σεπτεμβρίου 1943.
Τιμώντας τη μνήμη του Λάσκου, το όνομά του δόθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό δυο φορές σε πλοία: αρχικά, σε μια κανονιοφόρο (1947-1970) και, κατόπιν, σε μια πυραυλάκατο (1976 -έως σήμερα). Επιπλέον, στην Ελευσίνα έχει εγερθεί ανδριάντας του, ενώ στη Χώρα της Σκιάθου υπάρχει μνημείο αφιερωμένο στον Κατσώνη και το ηρωικό πλήρωμά του. Το πορτραίτο του κοσμεί αίθουσα στο Πολεμικό Μουσείο των Αθηνών.
Ο Β. Λάσκος στη λογοτεχνία
Ο σκηνοθέτης και ποιητής Ορέστης Λάσκος, αδελφός του Βασίλη, συνέθεσε και αφιέρωσε στη μνήμη του την ποιητική συλλογή Πλοίαρχος Λάσκος κι’ άλλα ποιήματα (1950). Η μορφή του Λάσκου ενέπνευσε και τον Μ. Καραγάτση στη συγγραφή του δέκατου τρίτου βιβλίου του, της μυθιστορηματικής βιογραφίας Βασίλης Λάσκος (1948), όπου η ζωή του εξιστορείται ολόπλευρα, με παρούσες όλες τις αντιθέσεις και τις αντιφατικότητες της προσωπικότητάς του.
Επίσης, το βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών βιβλίο Υποβρύχιον Υ1 (1950) του Πλοιάρχου ε.α. Ηλία Τσουκαλά, ύπαρχου του Υ/Β Κατσώνης, έχει αφιερωθεί στον Λάσκο («Στον κυβερνήτη μου αντιπλοίαρχο Βασίλη Λάσκο και τους νεκρούς των υποβρυχίων μας.») και παραθέτει αρκετά στοιχεία για τον Κυβερνήτη και ιδίως για τον ηρωισμό του και την αυτοθυσία που επέδειξε κατά την τελευταία του «μάχη».