Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Πάτρα, 13 Δεκεμβρίου 1902 – Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου 1986) ήταν Έλληνας πολιτικός, φιλόσοφος και ακαδημαϊκός. Ανέλαβε για δύο σύντομες θητείες την προεδρία ελληνικών κυβερνήσεων το 1945 και το 1967.
Φωτογραφία: By [2] http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/f3c70a23-7696-49db-9148-f24dce6a27c8/kanelopoulos.pdf – [1], CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=45027469
Η παρουσία του στη νεοελληνική γραμματεία και φιλοσοφία και η ταυτόχρονη ενασχόλησή του με την πολιτική τον ανέδειξε ως ιδιαίτερο φαινόμενο του σύγχρονου ελληνικού πολιτικού βίου ενώ η μετριοπάθεια, η αυτοκριτική του διάθεση και το ήθος του συνέτειναν, ειδικότερα μετά τη Μεταπολίτευση, στην απόδοση του τίτλου του «Νέστορα» της ελληνικής πολιτικής από ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων.
Θείος του ήταν ο, διατελέσας πρωθυπουργός, Δημήτριος Γούναρης.
Γεννήθηκε το 1902 στην Πάτρα και γονείς του ήταν ο φαρμακοποιός Κανέλλος Κανελλόπουλος και η Αμαλία Κανελλοπούλου, το γένος Γούναρη, αδελφή του μετέπειτα πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη. Εκτός από τον Παναγιώτη η οικογένεια είχε άλλα δύο παιδιά, τον Αναστάσιο και τη Μαρία.
Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Α΄ Γυμνάσιο Πατρών εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1919. Ακολούθως φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης από το 1920 έως το 1923, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτωρ του Δικαίου, και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μονάχου.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και το 1925 μετά από δημοσίευση της πρώτης κοινωνιολογικής του πραγματείας στο «Αρχείον των Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών» του Δημητρίου Καλλιτσουνάκη και με πρόταση του τελευταίου, του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και του Αριστοτέλη Σίδερη διετέλεσε μέλος της Εταιρείας Κοινωνικών Επιστημών. Λόγω της αντιβενιζελικής οικογενειακής παράδοσης μέχρι το 1926 έμεινε μακριά από τον πολιτικό στίβο, εξαιτίας των διαδοχικών βενιζελικών κυβερνήσεων. Το 1926 ανέλαβε καθήκοντα Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας στην Οικουμενική Κυβέρνηση του Αλεξάνδρου Ζαΐμη, ενώ τρία χρόνια αργότερα, το 1929, ανέλαβε υφηγητής της έκτακτης αυτοτελούς έδρας της Κοινωνιολογίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (ο νεότερος μέχρι τότε πανεπιστημιακός).
Το 1929 πήρε μέρος από κοινού με τους Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, Κωνσταντίνο Τσάτσο και Μιχάλη Τσαμαδό στην ίδρυση και σύνταξη του περιοδικού «Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών». Το 1932 διορίστηκε Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, αλλά παραιτήθηκε για να υποβάλει υποψηφιότητα στην έδρα της Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον Ιανουάριο του 1933 εξελέγη καθηγητής και το 1934 εξελέγη πρόεδρος του νεοσύστατου Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ).
Αρχή της πολιτικής δράσης
Το 1935, μετά το στρατιωτικό κίνημα του στρατηγού Γεωργίου Κονδύλη, δημοσίευσε σειρά άρθρων υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας στην εφημερίδα «Ακρόπολις» ενώ μετά την έλευση του Γεωργίου Β΄ απομακρύνθηκε από την πανεπιστημιακή του έδρα και το ΙΚΑ κατόπιν της άρνησής του να ορκιστεί πίστη στο βασιλιά. Στις 15 Δεκεμβρίου ίδρυσε το «Εθνικόν Ενωτικόν Κόμμα» και έλαβε μέρος στις εκλογές του Ιανουαρίου του 1936, σε συνεργασία με τον βενιζελικό στρατηγό Αλέξανδρο Μαζαράκη – Αινιάν, με σύνθημα τον τερματισμό του διχασμού αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής. Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, απηύθυνε υπόμνημα διαμαρτυρίας στον Γεώργιο Β΄ και στις 7 Φεβρουαρίου 1937 συνελήφθη και εκτοπίστηκε στην Κύθνο και έπειτα στη Θάσο και την Κάρυστο. Η κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου τον βρήκε εξόριστο και ζήτησε άμεσα να στρατευθεί. Έτσι το Νοέμβριο εντάχθηκε ως οπλίτης στη 13η Μεραρχία Αρχιπελάγους στην πρώτη γραμμή (Πόγραδετς – Κορυτσά).
Μετά τη συνθηκολόγηση επέστρεψε στην Αθήνα και την περίοδο της ναζιστικής κατοχής ίδρυσε την αντιστασιακή ομάδα «Στρατιά των σκλαβωμένων νικητών», η οποία μετεξελίχθηκε στην Πανελλήνιο Ένωση Αγωνιζομένων Νέων (ΠΕΑΝ), στην οποία υπήρξε ηγετικό στέλεχος. Το Φεβρουάριο του 1942 οι κατοχικές αρχές αντιλήφθηκαν τη δράση του και προσπάθησαν να τον συλλάβουν ενώ καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από ιταλικό στρατοδικείο. Στις 31 Μαρτίου διέφυγε, μυστικά, μαζί με τη σύζυγό του Θεανώ Πουλικάκου στην Ερυθραία της Μικράς Ασίας από όπου μετέβη στην έδρα της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, στο Κάιρο. Εκεί διορίστηκε Αντιπρόεδρος και Υπουργός Εθνικής Αμύνης της Κυβέρνησης Εμμανουήλ Τσουδερού. Χάρη στην ενθουσιώδη δράση του Κανελλόπουλου, καταπολεμήθηκε η απάθεια των Ελληνικών στρατευμάτων και τον Οκτώβριο η 1η ταξιαρχία του Βασιλικού Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής (ΒΕΣΜΑ) συμμετείχε στη μάχη του Ελ Αλαμέιν.
Το Μάρτιο του 1943 εκδηλώθηκε κίνημα στις τάξεις των Ελληνικών Ταξιαρχιών της Βηρυτού και ο Κανελλόπουλος προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη με συναινετικούς χειρισμούς χωρίς να διστάσει να έρθει σε προστριβή ακόμα και με το βασιλιά. Στις 21 Ιανουαρίου 1943 ενθάρρυνε τους Έλληνες σε ραδιοφωνικό του μήνυμα, που μεταδόθηκε από το BBC, δηλώνοντας ότι η εξόριστη κυβέρνηση θα παραιτηθεί αμέσως μόλις ελευθερωθεί η Ελλάδα, για να σχηματιστεί μια κυβέρνηση από όλες τις πολιτικές δυνάμεις και τις αντιστασιακές οργανώσεις, για να αρχίσει το έργο της ανοικοδόμησης. Σχετικά με τις αντιδράσεις του βασιλιά για το μήνυμα ο Κανελλόπουλος υποστήριξε ότι η κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει το έργο της μέχρι την απελευθέρωση αγνοώντας τις επιθυμίες του ανώτατου άρχοντα.
Στις 5 Μαρτίου ο Κανελλόπουλος επισήμανε στον πρωθυπουργό Τσουδερό ότι κύρια αιτία για την επικίνδυνη κατάσταση στο στράτευμα είναι οι αμφιβολίες ως προς την πρόθεση της κυβέρνησης να προκηρύξει δημοψήφισμα για το πολίτευμα μετά την απελευθέρωση και πριν την επιστροφή του βασιλιά στην Ελλάδα. Παράλληλα χαρακτήρισε ανταρσία τον τρόπο που τέθηκε το ζήτημα από τους δημοκρατικούς στρατιώτες. Ο Κανελλόπουλος κατέβαλε προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης ζητώντας και την ηθική βοήθεια των Άγγλων, οι προσπάθειές του όμως απέτυχαν, ενώ σε κάποια επίσκεψή του σε στρατόπεδο απειλήθηκε με λιθοβολισμό από στρατιώτες. Στις 10 Μαρτίου ο Τσουδερός έκανε τελικά τα εντελώς αντίθετα από αυτά που του πρότεινε ο υπουργός του: ανακοίνωσε την παραίτηση του Κανελλόπουλου και εξέδωσε ημερήσια διαταγή που διακήρυσσε πίστη στο βασιλιά. Ο Κανελλόπουλος συνέχισε και μετά την παραίτησή του να εργάζεται για την εθνική συμφιλίωση προειδοποιώντας ότι αν δε δηλώσει επίσημα ο βασιλιάς και η κυβέρνηση πως θα προκηρυχθεί δημοψήφισμα για το πολιτειακό μετά την απελευθέρωση, δεν πρόκειται να επέλθει ηρεμία στο στράτευμα, αντίθετα η Ελλάδα θα καταλήξει σε εμφύλιο πόλεμο.
Παρόλα αυτά ο Κανελλόπουλος έχει αποκτήσει αρκετούς αυστηρούς επικριτές, ακόμα και εχθρούς εξαιτίας των λεγομένων και των πράξεών του στην πολιτική σταδιοδρομία του, ιδιαίτερα στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Στην πρώτη του συνάντηση με τον στρατηγό Τζέιμς Βαν Φλιτ, θέλοντας να τον καλωσορίσει του είπε: «Στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας», εννοώντας τον Εθνικό Στρατό. Επίσης, σφοδρές αντιδράσεις είχαν προκαλέσει οι δηλώσεις του σχετικά με τα στρατόπεδα όπου κρατούνταν οι κομμουνιστές, αποκαλώντας τη Μακρόνησο ως «Νέο Παρθενώνα». Μερικοί ωστόσο αμφισβητούν την ακρίβεια της εν λόγω δήλωσης. Πάντως σύμφωνα με ιστορικές πηγές ο Κανελλόπουλος στην αυτοκριτική του είχε μετανιώσει για τις δηλώσεις αυτές.
Από τις 17 έως τις 20 Μαΐου 1944 έλαβε χώρα το Συνέδριο του Λιβάνου, στο οποίο συμμετείχε ο Κανελλόπουλος, με βασικούς σκοπούς το σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, τον αφοπλισμό και την ενοποίηση των αντιστασιακών δυνάμεων. Στις 8 Ιουνίου ορκίστηκε το δεύτερο κλιμάκιο υπουργών της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, που συμπεριλάμβανε τους Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Κωνσταντίνο Τσάτσο, Γεώργιο Καρτάλη και Ιωάννη Θεοτόκη.
Στην Κυβέρνηση Παπανδρέου αρχικά ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του Υπουργού Οικονομικών και Ανασυγκροτήσεως ενώ στις 19 Ιουλίου του ανατέθηκε προσωρινά η Διεύθυνση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας ως προς το οικονομικό ζήτημα. Στις 2 Σεπτεμβρίου ανέλαβε Υπουργός Ναυτικών και στις 27 του ίδιου μήνα μετέβη ως πληρεξούσιος της Κυβέρνησης στην Καλαμάτα, την Τρίπολη και την Πάτρα με στόχο την κατάπαυση των εμφύλιων συγκρούσεων.
Πολιτική δράση μετά την Απελευθέρωση
Από την πόλη Καβα Ντεϊ Τιρρένι (Cava dei Tirreni) της Ιταλίας όπου έδρευε προσωρινά η Κυβέρνηση κατέφθασε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου μαζί με τα άλλα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Στη νέα Κυβέρνηση Παπανδρέου στις 23 Οκτωβρίου διορίστηκε Υπουργός Ναυτικών και προσωρινά Παιδείας και στις 12 Δεκεμβρίου μετά την παραίτηση του Αλεξάνδρου Σβώλου (2 Δεκεμβρίου) ανέλαβε και χρέη Υπουργού Οικονομικών. Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944 οδήγησαν σε παραίτηση της Κυβέρνησης στις 3 Ιανουαρίου 1945.
Την 1η Νοεμβρίου 1945, μετά και την παραίτηση της Κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Αντιβασιλέα Δαμασκηνού, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανέλαβε τη συγκρότηση Κυβέρνησης. Σε αυτήν ο ίδιος εκτός από τη θέση του Πρωθυπουργού κατείχε τα χαρτοφυλάκια των Υπουργείων Ναυτικών και Εξωτερικών. Η παρεμβατικότητα της Βρετανίας στην ελληνική πολιτική σκηνή με την αποστολή του Υφυπουργού των Εξωτερικών Έκτορα Μακ Νηλ (Hector MacNeil), ο οποίος διατύπωσε σειρά προτάσεων και άσκησε πίεση για την διενέργεια εκλογών πριν τον Μάρτιο του 1946, ανάγκασε τον Κανελλόπουλο σε παραίτηση στις 22 Νοεμβρίου, είκοσι-μία μόλις μέρες μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας.
Στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 συνεργάστηκε με τους Σοφοκλή Βενιζέλο και Γεώργιο Παπανδρέου συγκροτώντας την Εθνικήν Πολιτικήν Ένωσιν, η οποία έλαβε ποσοστό 19,3% και κατέλαβε τη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Συμμετείχε στην Κυβέρνηση του Παναγιώτη Πουλίτσα (4 Απριλίου – 18 Απριλίου 1946) ως υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου και στην Κυβέρνηση συνασπισμού του Δημητρίου Μαξίμου (24 Ιανουαρίου – 29 Αυγούστου 1947) ως Υπουργός Ναυτικών και προσωρινά Δημοσίας Τάξεως. Στις 20 Ιανουαρίου 1949 ορκίστηκε Υπουργός των Στρατιωτικών στην τρίτη κατά σειρά Κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, θέση την οποία διατήρησε στον επόμενο ανασχηματισμό αλλά και μετά το θάνατο του Σοφούλη και την ανάληψη της προεδρίας της Κυβέρνησης από τον Αλέξανδρο Διομήδη.
Στον Κανελλόπουλο αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του στρατοπέδου συγκέντρωσης της Μακρονήσου ως «Νέου Παρθενώνα». Μεταγενέστερα, σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» το 1983 ο Κανελλόπουλος αρνήθηκε ότι ήταν υπεύθυνος γι’ αυτόν τον «απαράδεκτο χαρακτηρισμό». Ο Κανελλόπουλος είχε κάνει πλήθος δηλώσεων με τις οποίες εγκωμίαζε το στρατόπεδο της Μακρονήσου π.χ. ως «δείγμα ελληνικού πολιτισμού», αλλά, ενώ οι εξόριστοι της εποχής αναφέρονται γενικά στις μαρτυρίες τους στη δήλωση αυτή ως γεγονός, δίχως να προσδιορίζουν τη συγκυρία στην οποία ειπώθηκε, ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός δεν έχει εντοπιστεί στις εφημερίδες ή άλλες πηγές της εποχής.
Στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1950 συνεργάστηκε ως αρχηγός του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος με το Μέτωπον Εθνικής Αναδημιουργίας, που συγκέντρωσε ποσοστό 5,3%. Η αδυναμία του πρώτου σε δύναμη Λαϊκού Κόμματος του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη να σχηματίσει κυβέρνηση ανάγκασε τον Βασιλέα να δώσει διερευνητική εντολή στον Σοφοκλή Βενιζέλο, ηγέτη του δεύτερου σε έδρες Κόμματος των Φιλελευθέρων. Έτσι την 23η Μαρτίου 1950 συγκροτήθηκε Κυβέρνηση υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο με τη στήριξη του Λαϊκού Κόμματος και του Μετώπου Εθνικής Αναδημιουργίας, στην οποία ο Κανελλόπουλος διορίστηκε Αντιπρόεδρός και Υπουργός Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας.
Από το Κέντρο στη Δεξιά
Την 6η Αυγούστου 1951 ο Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος ίδρυσε τον Ελληνικό Συναγερμό, στον οποίο προσχώρησαν οι συναρχηγοί του Λαϊκού Ενωτικού Μετώπου Στέφανος Στεφανόπουλος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Παρά την επικράτηση του Συναγερμού στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου του 1951, ο Παπάγος δε διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία ώστε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Νικόλαος Πλαστήρας. Ένα χρόνο αργότερα προκηρύχθηκαν και πάλι εκλογές για τη 16η Νοεμβρίου 1952, στις οποίες ο Ελληνικός Συναγερμός κατέκτησε ποσοστό 49,22% και για πρώτη φορά μεταπολεμικά σχηματίστηκε αυτοδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση. Σε αυτήν (Κυβέρνηση Παπάγου) ο Κανελλόπουλος ανέλαβε αρχικά καθήκοντα Υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου ενώ στις 4 Δεκεμβρίου 1952 διορίστηκε Υπουργός Εθνικής Αμύνης. Στις 15 Δεκεμβρίου 1954 ο Παπάγος προχώρησε σε ριζικό ανασχηματισμό θεσμοθετώντας δύο θέσεις Αντιπροέδρων, που κατέλαβαν ο Κανελλόπουλος και ο Στέφανος Στεφανόπουλος, εμφανιζόμενοι έτσι ως πιθανότεροι διάδοχοι του ασθενούς ήδη Πρωθυπουργού. Παρά τις προβλέψεις, όμως, μετά το θάνατο του Στρατάρχη το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ επέβαλε στη θέση του Πρωθυπουργού τον μέχρι τότε Υπουργό Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Η διάλυση του Ελληνικού Συναγερμού και η ουσιαστική μετατροπή του στην Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή οδήγησαν στη συνεργασία του Κανελλόπουλου με το νεότευκτο πολιτικό σχηματισμό για δύο εκλογικές αναμετρήσεις (1956, 1958) ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος. Στις 5 Ιανουαρίου 1959 προσχώρησε στην ΕΡΕ και διορίστηκε Αντιπρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου, θέση στην οποία παρέμεινε και μετά τη νίκη του κόμματος στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961.
Η κρίση των σχέσεων Καραμανλή – Ανακτόρων κατέληξε στην παραίτηση του πρώτου από την πρωθυπουργία (11 Ιουνίου 1963) και την ανάθεση της διοίκησης της ΕΡΕ σε τριμελή επιτροπή, απαρτιζόμενης από τους Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Κωνσταντίνο Ροδόπουλο και Παναγή Παπαληγούρα, κατά το διάστημα της παραμονής του στο εξωτερικό. Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 έφεραν την ΕΡΕ δεύτερη σε πλειοψηφική δύναμη με ποσοστό 39,4% ακολουθώντας την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής παραιτείται πλέον οριστικά από τη θέση του προέδρου του κόμματος και τον διαδέχεται ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Ο Γεώργιος Παπανδρέου σχημάτισε βραχύβια κυβέρνηση αποσκοπώντας στην ταχεία διενέργεια εκλογών με σκοπό την άνετη κοινοβουλευτική του επικράτηση. Όντως στην εκλογική αναμέτρηση της 16ης Φεβρουαρίου 1964 η δύναμη της ΕΡΕ συρρικνώθηκε ακόμη περισσότερο και σε συνεργασία με το Κόμμα των Προοδευτικών του Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη συγκέντρωσε ποσοστό 35,3% έναντι 52,7% της ΕΚ.
Η ταραγμένη τριετία 1964-1967
Η τεταμένη πολιτική κατάσταση συνέχισε να οξύνεται και μετά το σχηματισμό της δεύτερης κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου με τις παραπομπές κυβερνητικών στελεχών της ΕΡΕ σε ειδικά δικαστήρια και την αναφύηση υποθέσεων στρατιωτικών συνωμοσιών (ΙΔΕΑ και ΑΣΠΙΔΑ). Ο Κανελλόπουλος άσκησε δριμία αντιπολίτευση, υιοθετώντας ορισμένες φορές ακραίες συμπεριφορές και εκφράσεις, αναντίστοιχες προς το προσωπικό του πολιτικό ύφος. Μετά τα Ιουλιανά και τη δημιουργία κυβερνήσεων από αποσκιρτήσαντα στελέχη της ΕΚ ή της ΕΡΕ στήριξε τις τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις Γεωργίου Αθανασιάδη – Νόβα, Ηλία Τσιριμώκου και Στέφανου Στεφανόπουλου.
Κατόπιν μυστικής συμφωνίας το Δεκέμβριο του 1966 μεταξύ Κανελλόπουλου και Παπανδρέου για τη διεξαγωγή εκλογών, η ΕΡΕ απέσυρε την κοινοβουλευτική της στήριξη από την Κυβέρνηση Στεφανόπουλου με αποτέλεσμα την παραίτησή της την 22α Δεκεμβρίου 1966. Η συμφωνία των πολιτικών ηγετών προέβλεπε τη διενέργεια εκλογών με το σύστημα της απλής αναλογικής και την εντολή σχηματισμού υπηρεσιακής κυβέρνησης ανέλαβε με τη συναίνεση των δύο μεγάλων κομμάτων ο υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας Ιωάννης Παρασκευόπουλος. Όμως στις 3 Απριλίου 1967 η διακομματική συναίνεση κατέρρευσε λόγω της διαφωνίας ΕΡΕ και ΕΚ για τη διατήρηση ή μη της βουλευτικής ασυλίας μετά τη διάλυση της Βουλής.
Ο τότε ανώτατος άρχοντας Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄ ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον Κανελλόπουλο, πράξη που προκάλεσε την αντίδραση όλων των πολιτικών δυνάμεων, πλην της ΕΡΕ, εξαιτίας της ανακολουθίας της με το τελευταίο εκλογικό αποτέλεσμα. Ο Κανελλόπουλος σχημάτισε κυβέρνηση αλλά δεν κατάφερε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, η οποία διαλύθηκε στις 14 Απριλίου 1967 με σκοπό τη διενέργεια εκλογών στις 28 Μαΐου.
Τα ξημερώματα της 20ής προς 21η Απριλίου 1967 ομάδα συνωμοτών αξιωματικών με επικεφαλής την τριανδρία Γεωργίου Παπαδόπουλου, Στυλιανού Παττακού και Νικολάου Μακαρέζου κατέλυσε το δημοκρατικό πολίτευμα και εγκαθίδρυσε δικτατορία. Η πολιτική ηγεσία φυλακίστηκε με πρώτο τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος έτσι κατέστη ο τελευταίος Πρωθυπουργός της προδικτατορικής περιόδου.
Από τη Δικτατορία στη Μεταπολίτευση
Καθ’ όλη τη διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στάθηκε απέναντι από το καθεστώς ασκώντας οξεία πολεμική και βοηθώντας αντιστασιακές ομάδες ή μεμονωμένους αντικαθεστωτικούς πολίτες, που διώκονταν. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1967 μοίρασε στους ξένους ανταποκριτές δήλωσή του ενάντια στη δικτατορία, που αναμεταδόθηκε από ξένους ραδιοσταθμούς, με αποτέλεσμα δύο μέρες αργότερα να τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό. Παρά το γεγονός αυτό αρνήθηκε την πρόταση φίλων του να μεταβεί στο εξωτερικό προκειμένου να είναι περισσότερο ασφαλής. Επιπλέον στάθηκε αντιμέτωπος στην προσπάθεια της Χούντας να πολιτικοποιήσει το καθεστώς με την Κυβέρνηση Μαρκεζίνη και προσπάθησε να βοηθήσει στην οργάνωση του φοιτητικού κινήματος.
Όταν μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο οι στρατιωτικοί αποφάσισαν την παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς, στη σύσκεψη, που έγινε με παρουσία διακεκριμένων πολιτικών στελεχών στις 23 Ιουλίου 1974 αποφασίστηκε ο σχηματισμός Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με Πρωθυπουργό τον Κανελλόπουλο και Αντιπρόεδρο τον Γεώργιο Μαύρο. Λίγο αργότερα, όμως, με παρέμβαση του Ναυάρχου Πέτρου Αραπάκη και του Ευάγγελου Αβέρωφ προς τους στρατιωτικούς, εκλήθη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το Παρίσι προκειμένου να τεθή επικεφαλής της Κυβέρνησης.
Μεταπολιτευτικά ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος εξελέγη δύο φορές ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας το 1977 και το 1981. Το 1980 προτάθηκε, παρά τη θέλησή του, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Υπήρξε ο μοναδικός βουλευτής της ΝΔ που το 1982, όταν ψηφιζόταν νόμος (1285/1982) για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, περιλαμβανομένων σε αυτή οργανώσεων όπως το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) – Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), παρέμεινε στη αίθουσα του Κοινοβουλίου και ψήφισε υπέρ της κύρωσής του, αποδεικνύοντας έτσι τη διάθεσή του για εθνική συμφιλίωση και επούλωση των διχαστικών τραυμάτων του παρελθόντος.
Το 1985 δέχτηκε πρόταση από τον τότε Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου να αναλάβει την Προεδρία της Δημοκρατίας αλλά αρνήθηκε επιθυμώντας να παραμείνει πιστός στις πολιτικές του καταβολές. Το ίδιο έτος με την επιβολή ορίου ηλικίας από τη ΝΔ για την κάθοδο βουλευτών στις εκλογές αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τον πολιτικό στίβο.
Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα στις 11 Σεπτεμβρίου 1986 από καρδιακή ανακοπή.
Πνευματικό έργο
Η πνευματική προσφορά του Παναγιώτη Κανελλόπουλου καλύπτει χώρους όπως η φιλοσοφία, η ιστορία της τέχνης, το κοινωνιολογικό δοκίμιο και η ιστορία του πνεύματος. Υπήρξε κεντρική μορφή του κινήματος του σύγχρονου ελληνικού φιλελευθερισμού προσπαθώντας το συγκερασμό του φιλελεύθερου κοινωνικού μοντέλου με σοσιαλιστικές αρχές όπως η κοινωνική δικαιοσύνη και ο κρατικός παρεμβατισμός. Έβλεπε την προοπτική της Ελλάδας, πριν ακόμα το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ευρωπαϊκή διάσταση και ως εκ τούτου υπήρξε ένας πρώιμος ευρωπαϊστής. Επιπλέον συνέβαλε στη μελέτη του ευρωπαϊκού πολιτισμού με την κοπιώδη συγγραφή της ενδεκάτομης «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» έργο για το οποίο ο άγγλος συγγραφέας Κρις Γουντχάους (Chris Woodhouse) έγραψε στους Times του Λονδίνου: «Η Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, έργο του πολύ μεγάλου Ευρωπαίου Παναγιώτη Κανελλόπουλου είναι έργο ασυναγώνιστο. Και ασυναγώνιστο όπως είναι, είναι πολύ λιγότερο πιθανό να αναληφθεί από ένα δυτικό ιστορικό παρά από ένα Έλληνα με πανευρωπαϊκή συγκρότηση, πνευματική και ψυχική, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.»
Δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Το 1957 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το Αριστείο Γραμμάτων για το έργο του «Γεννήθηκα το 1402» και το 1959 εξελέγη ισόβιο μέλος της. Το 1976 τιμήθηκε από τη βρετανική Βουλή των Λόρδων για την πανευρωπαϊκή του συγκρότηση και το 1982 του απονεμήθηκε το μετάλλιο Γκαίτε. Τέλος το 1979 εξελέγη ξένος εταίρος της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε τιμηθεί από τον Βασιλέα Παύλο και τον Βασιλέα Κωνσταντίνο Β΄ καθώς και με 16 ακόμη ελληνικά και ξένα ανώτατα παράσημα και διακρίσεις. Μιλούσε Γερμανικά, Γαλλικά και Αγγλικά. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (οδού Ξενοκράτους).