Ο Δημήτρης Μπότσαρης (Δημήτριος Νότη Μπότσαρης – συνονόματος με τον εγγονό του) (1808 – 10 Σεπτεμβρίου 1892) ήταν Έλληνας αγωνιστής, στρατιωτικός και πολιτικός. Γεννήθηκε το 1808 στο Σούλι Θεσπρωτίας, τέσσερα ακριβώς έτη μετά την επίθεση του Αλή Πασά κατά της οικογένειας των Μποτσαραίων. Ήταν γιος του Νότη Μπότσαρη.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε μέσα στις μάχες και τα όπλα. Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών, οπλισμένος με πολεμική πανοπλία πολέμησε δίπλα στο πλευρό του πατέρα του. Υπέστη τις ταλαιπωρίες της πολιορκίας του Μεσολογγίου, αγωνίστηκε κατά την Έξοδο, και σε ηλικία δεκαεπτά χρονών, όταν ο πατέρας του έπαιρνε μέρος στην Συνέλευση της Τροιζήνας ανέλαβε αυτός την διοίκηση του σώματος και ως σωματάρχης διετέλεσε υπό την αρχηγία του Καραϊσκάκη. Διέπρεψε στη μάχη του Φαλήρου. Μετά την αποκατάσταση των πραγμάτων ο Μπότσαρης κατατάχτηκε στον τακτικό στρατό, και διακρίθηκε στις μάχες.
Το 1854 μαζί με τους Κίτσο Τζαβέλα και Θεόδωρο Γρίβα, υπήρξε επικεφαλής της επανάστασης στην Ήπειρο, με σκοπό την Ένωση της περιοχής με το ελληνικό κράτος και έδρασε μεταξύ Μακρυνόρους και Τζουμέρκων.
Προσελήφθη από τον Βασιλιά Γεώργιο Α’ ως υπασπιστής του. Ανέβηκε στα ψηλότερα στρατιωτικά αξιώματα και το 1863 έγινε Υπουργός Στρατιωτικών στην Κυβέρνηση Δ. Κυριακού.
Διετέλεσε πολλές φορές βουλευτής και πληρεξούσιος στην Β’ Εθνοσυνέλευση των Αθηνών. Έφερε τον βαθμό του αντιστράτηγου και τιμήθηκε με τον Ελληνικό Μεγαλόσταυρο. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 10 Σεπτεμβρίου 1892 και τάφηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.