Η αφήγηση του Ιωάννη Ποδοκάθαρου, αυτόπτη μάρτυρα της άλωσης, περιγράφει τη σύγχυση των κατοίκων της πόλης που «έτρεχαν στα σπίτια τους για να αποχαιρετήσουν για τελευταία φορά τις γυναίκες και τα παιδιά τους, αφού γνώριζαν ότι σε λίγο θα τους κατακρεουργούσαν οι εχθροί».
«Φοβούμαι σε, γλυκιά Χώρα, ο Τούρκος μη σε πάρει
που’σαι της Βενετιάς κλειδίν, της Κύπρου αννοικτάριν
Του τόπου είσαι φλάμπουρον και του νησιού σταντάριν»
Γράφει η Νάσα Παταπίου
Ο Θρήνος της Κύπρου
Αύριο, Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2019, συμπληρώνονται τετρακόσια σαράντα εννιά έτη από την πτώση της Λευκωσίας το 1570 στην εξουσία των Οθωμανών. Από την υπό έκδοση περιγραφή της άλωσης της Λευκωσίας ενός Κύπριου άρχοντα, του ιερωμένου και αποφοίτου του Πανεπιστημίου της Πάντοβας, Ιωάννη Ποδοκάθαρου από την περίφημη οικογένεια των Ποδοκάθαρων, την οποία πρόσφατα φέραμε στο φως, σημειώνουμε σε γενικές γραμμές τι καταγράφει ως αυτόπτης μάρτυρας για την 9η Σεπτεμβρίου 1570, ημέρα της άλωσης της πρωτεύουσάς μας.
Στον προμαχώνα Ποδοκάθαρο
Στις 9 Σεπτεμβρίου ένα Σάββατο πρωί στις δύο η ώρα τα χαράματα άρχισαν οι εχθροί με μεγαλύτερη ορμή απ’ ό,τι συνήθως να ρίχνουν πυκνούς κανονιοβολισμούς και κατά την αυγή κατόρθωσαν να αναρριχηθούν στον προμαχώνα Ποδοκάθαρο. Ας σημειωθεί ότι ο προμαχώνας αυτός είχε οικοδομηθεί από τον Λίβιο Ποδοκάθαρο, αδελφό του Ιωάννη, του συντάκτη της εξιστόρησης της άλωσης.
Οι Οθωμανοί αιφνιδίασαν τους φρουρούς και τους σκοπούς, τους κατακρεούργησαν και τους έριξαν προς τις γραμμές της υποχώρησης. Αφού προχώρησαν περισσότερο συνάντησαν την πρώτη γραμμή των ευγενών και των άλλων Ιταλών στρατιωτών, οι οποίοι τους απέκρουσαν με σθένος. Καθώς ο εχθρός υποχωρούσε, έσυρε μαζί του τα πυροβόλα των υπερασπιστών και τα έριξε στις τάφρους. Λίγο μετά όμως με διπλάσιες δυνάμεις οι Οθωμανοί ξανανέβηκαν με τεράστια ορμή κι έκαναν κομμάτια όλους τους ευγενείς που βρίσκονταν στην άμυνα του προμαχώνα Ποδοκάθαρο.
Τότε, έπεσε νεκρός ο κόμης Rochas, Ευγένιος Συγκλητικός, γενικός στρατοπεδάρχης και κτήτορας του ομώνυμου προμαχώνα με τους δύο αδελφούς του. Επίσης, φονεύθηκαν ο Ιούλιος Ποδοκάθαρος με ένα γιο του, αδελφός και ανεψιός του συντάκτη της πολιορκίας και άλωσης της Λευκωσίας Ιωάννη, οι οποίοι βρίσκονταν στη θέση του άλλου αδελφού τους, Λίβιου, που ήταν άρρωστος. Στον προμαχώνα αυτό χάθηκαν επίσης πολλοί άλλοι ευγενείς και ένα μεγάλο μέρος του λαού. Οι χωρικοί πανικόβλητοι έριχναν τα όπλα στη γη και εγκατέλειπαν τον προμαχώνα. Ο Βενετός σύμβουλος Pisani, ο οποίος χαρακτηριζόταν πάντοτε από ανδρεία και σύνεση, προσπαθούσε και παρότρυνε τους χωρικούς να επιστρέψουν στις θέσεις τους και να υπερασπιστούν τον προμαχώνα. Μάταια, όμως, γιατί είχαν ήδη απομακρυνθεί και οι εχθροί είχαν καταλάβει τον προμαχώνα. Ο Pisani, o λαμπρός αυτός άνδρας, μαχόμενος επλήγη από μια βολή και πληγωμένος επέστρεψε στο σπίτι του, αλλά μόλις έφθασε εξέπνευσε.
Στον προμαχώνα Κωνστάντζο
Όταν οι υπερασπιστές του παρακείμενου προμαχώνα Κωνστάντζο αντελήφθησαν τι είχε συμβεί και το μέγεθος του κινδύνου που διέτρεχαν οι συμπολεμιστές τους, προσπάθησαν να βοηθήσουν, αλλά δεν μπόρεσαν να φτάσουν εγκαίρως γιατί τη στιγμή που βρίσκονταν στο μέσο του μεταπρομαχωνίου (του τείχους μεταξύ των δύο προμαχώνων) είχαν διαπιστώσει ότι ο προμαχώνας Ποδοκάθαρο είχε κυριευθεί. Καθώς προσπαθούσαν να οπισθοχωρήσουν στις θέσεις τους, οι εχθροί έπεσαν πάνω τους και φόνευσαν πάρα πολλούς, μεταξύ αυτών και τον κυβερνήτη Roncone καθώς και τον συνταγματάρχη Palazzo.
Oι Οθωμανοί αναπτερώθηκαν με την κατάληψη του προμαχώνα Ποδοκάθαρο και θέλησαν και αυτοί που βρίσκονταν στις επιθέσεις του προμαχώνα Κωνστάντζο, αν και είχαν απωθηθεί δυο φορές από τους υπερασπιστές του, να συναγωνιστούν τους συμπολεμιστές τους και έτσι ανέβηκαν με ορμή και κατέλαβαν και τον προμαχώνα Κωνστάντζο. Η πόλη τότε μετά την πτώση των δύο προμαχώνων περιήλθε σε σύγχυση και πλήθη κόσμου που δεν ήξεραν πού να πάνε χωρίς οδηγό και αρχηγό έτρεχαν στα σπίτια τους για να αποχαιρετήσουν για τελευταία φορά τις γυναίκες και τα παιδιά τους, αφού γνώριζαν ότι σε λίγο θα τους κατακρεουργούσαν οι εχθροί.
Δήωση της πόλης
Οι Οθωμανοί σχεδόν χωρίς αντίσταση εισήλθαν με μεγάλη άνεση στην πόλη καθώς μόλις τέσσερις μέρες πριν ο τοποτηρητής είχε αποφασίσει να μεταφέρει τους φρουρούς της πόλης στους προμαχώνες, κίνηση άστοχη κατά την άποψη του Ιωάννη Ποδοκάθαρου, έτσι οι εχθροί χωρίς αντίσταση σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους χωρίς να σέβονται ούτε φύλο ούτε ηλικία. Έφθασαν έως την κεντρική πλατεία, δηλαδή την πλατεία της αγίας Σοφίας, όπου συνάντησαν τον άρχοντα Τούτιο Κωνστάντζο (κτήτορα του ομώνυμου προμαχώνα) με λίγους ευγενείς έφιππους και πεζούς οι οποίοι ρίχτηκαν με τόλμη εναντίον του εχθρού, έτοιμοι να πολεμήσουν έως θανάτου. Τότε, ο τοποτηρητής έστειλε μήνυμα στον Κωνστάντζο με ρητή εντολή να καταθέσει τα όπλα και να παραδώσει την πόλη υπό τον όρο να σωθούν ζωές και περιουσίες. Ο Κωνστάντζο αντέδρασε λέγοντας πως η πόλη ήδη ανήκε στον πασά και ότι τον έστελλε στον θάνατο. Αλλά ο τοποτηρητής του απάντησε ότι ένας αρνησίθρησκος ήταν απεσταλμένος στον ίδιο από τον πασά για την παράδοση της πόλης κι έτσι υπάκουσε. Όταν έφθασε στην πλατεία δεν πρόλαβε να διαβουλευθεί μαζί με τους εχθρούς, γιατί τον συνέλαβαν, τον αιχμαλώτισαν και τον έστειλαν στον πασά.
Ταυτόχρονα κάποιοι Οθωμανοί έσπασαν τις πύλες της πόλης και ξεχύθηκαν μέσα και από αυτές εισχώρησε το οθωμανικό ιππικό και προκάλεσε σύγχυση σκοτώνοντας όσους βρίσκονταν στην πλατεία. Ο τοποτηρητής για να γλυτώσει οχυρώθηκε με άλλους στο μέγαρο, ενώ στο τέλος παραδόθηκε υπό τον όρο να διατηρήσει την ελευθερία και τη ζωή του. Οι πρώτοι Οθωμανοί που εισήλθαν στο μέγαρο του τοποτηρητή δεν τον ενόχλησαν, αλλά όταν εισχώρησαν άλλοι, τον κατακρεούργησαν και αυτόν και όσους ήταν μαζί του. Τότε, άρχισαν να λαφυραγωγούν σπίτια και να σκοτώνουν γυναίκες, άνδρες και παιδιά. Διψούσαν τόσο για αίμα, που σκότωναν μέχρι και ζώα.
Ακολούθησαν εκ μέρους τους βιασμοί, φόνοι και κάθε είδους ωμότητα. Κατάκλεψαν και παραβίασαν τους ναούς με κάθε ασέβεια σε τέτοιο βαθμό ώστε εκείνες τις στιγμές και αυτός ο ίδιος ο θάνατος αποτελούσε την πιο ανώδυνη συμφορά. Τα μικρά παιδιά τα άρπαζαν από την αγκαλιά των μητέρων τους που φώναζαν, έκλαιγαν και ζητούσαν βοήθεια. Οι αρχοντοπούλες από ευγενείς οικογένειες σε ελεεινή κατάσταση σέρνονταν σ’ επώδυνη σκλαβιά. Κραυγές και θρήνοι ακούγονταν από παντού καθώς οι θυγατέρες αποχωρίζονταν από τις μάνες, οι γιοι από τους πατεράδες, οι γυναίκες από τους συζύγους τους. Και όλα αυτά τα φρικτά, που συνήθως συμβαίνουν όταν ο εχθρός εισέρχεται νικητής σε μια πόλη, γράφει ο Ιωάννης Ποδοκάθαρος, είχαν συμβεί στη δική μας πόλη, τη Λευκωσία, στον δικό μας γενέθλιο χώρο.
Απευθυνόμενος ο Ιωάννης Ποδοκάθαρος στον Βενετό βάιλο της Κωνσταντινούπολης, που αυτός του ζήτησε και τον παρότρυνε να εξιστορήσει την πολιορκία και άλωση της Λευκωσίας ως αυτόπτης μάρτυρας, κλείνει τη διήγησή του με τα εξής λόγια: Εμείς οι λίγοι, γράφει, που μείναμε στη ζωή διωγμένοι από τα σπίτια μας, ενδεείς όλων των αναγκαίων πραγμάτων, έχοντας στερηθεί την πατρίδα μας, τους συγγενείς και τις περιουσίες μας μετά την κυρίευση της Λευκωσίας, αιχμαλωτιστήκαμε και σταλθήκαμε ως σκλάβοι στις γαλέρες…
Λόγος προς τον Μοτσενίγο
Ο Ιωάννης Ποδοκάθαρος, κατά την 9η Σεπτεμβρίου 1570, αφού συνελήφθη από τους εχθρούς βίωσε τα δεινά της αιχμαλωσίας έως την ημέρα που συγκεντρώθηκαν χρήματα και καταβλήθηκαν λύτρα, από συγγενείς του και από οικονομικά εύρωστους, για την απελευθέρωσή του. Τότε, από την Κωνσταντινούπολη αναχώρησε για τη Βενετία όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, μακριά από τον αγαπημένο γενέθλιο χώρο του, την Κύπρο, που είχε περάσει πλέον στην εξουσία των Οθωμανών.
Στις 17 Μαΐου 1573, ο Ιωάννης Ποδοκάθαρος ως εκπρόσωπος των Κυπρίων προσφύγων που κατέφυγαν στη Βενετία εκφώνησε έναν εμπνευσμένο λόγο ενώπιον του δόγη Alvise Mοτσενίγο ζητώντας τη βοήθειά του για να τους στηρίξει οικονομικά. Τώρα, έγραφε στον λόγο του αυτό ο Ιωάννης Ποδοκάθαρος, είμαστε σκυθρωποί και πικραμένοι, με δάκρυα στα μάτια, συνοδευμένοι όχι από άλλους υπηρέτες, μα μόνο από αυτά τα φτωχά παιδιά μας, πραγματική εικόνα δυστυχίας, έχοντας τον φόβο -που συνοδεύεται πάντα με την εξαθλίωση- μήπως και δεν τραβήξει την προσοχή που αξίζει η παρούσα αξιοθρήνητη τύχη μας. Έτσι, αναγκαζόμαστε να παρουσιαστούμε στην Υψηλότητά σας, για να διεκδικήσουμε όχι άλλες τιμές ή άλλες χαρές παρά μονάχα την ελεημοσύνη και την ευσπλαχνία σας…
Είδαμε με τα μάτια μας την αγαπημένη μας πατρίδα κατειλημμένη και κατεστραμμένη, καταπατημένες τις περιουσίες μας, χυμένο τόσο αίμα δικών μας, εμάς που είδαμε να παίρνουν τα παιδιά μας από τα σπλάχνα των μανάδων τους, ακόμα κι εκείνα που είχαν ανάγκη το μητρικό γάλα, να τα αιχμαλωτίζουν και να τα κρατούν ακόμα σε αξιοθρήνητη σκλαβιά!
Τις εικόνες που ανακαλούν στη μνήμη τα γραφόμενα του Ιωάννη Ποδοκάθαρου, τόσο στην εξιστόρησή του για την άλωση της Λευκωσίας το 1570 όσο και στον λόγο του το 1573 ενώπιον του δόγη Alvise Μοτσενίγο, έμελλε, δυστυχώς, να τις βιώσουμε και πρόσφατα, το 1974…
Πηγή: ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Το «Παράθυρο» είναι το πολιτιστικό ένθετο της εφημερίδας Πολίτης [Κύπρος] και του διαδικτυακού πόρταλ http://www.politis.com.cy. Ειδήσεις, συνεντεύξεις, συναντήσεις, ρεπορτάζ, ήχοι, εικόνες – κινούμενες και στατικές, κριτικές προσεγγίσεις, λοξές ματιές. Βλέπουμε το δέντρο, δεν χάνουμε το δάσος