Τί εἶναι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη;

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, εἶναι τὸ πρῶτο μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς (τὸ ἄλλο εἶναι ἡ Καινὴ Διαθήκη). Ἀρχίζει μὲ «τὴν Μωσέως κοσμογένεσιν». Ὁ προφήτης Μωυσῆς, συγγραφέας τῶν πέντε πρώτων βιβλίων της (τῆς Πεντατεύχου, ὅπως λέγεται), περιγράφει τὴν ἁγιογραφικὴ κοσμογονία. Ἐξιστορεῖ ὅτι ὁ κόσμος ὅλος ἦλθε στὴν ὕπαρξη ἐκ τοῦ μηδενὸς μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκφράσθηκε διὰ τοῦ παντοδυνάμου του λόγου: «Αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἔδωσε ἐντολὴ καὶ ἐκτίσθησαν».

Οἱ ἀναφορὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας στὸ κοσμογονικὸ γεγονὸς εἶναι πάμπολλες. «Κατ’ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σοy εἰσιν οἱ οὐρανοὶ» (Ψαλμ. 101, 26). «Ὁ κατ’ ἀρχὰς τοὺς οὐρανούς, παντοδυνάμῳ σου Λόγῳ στερεώσας, Κύριε Σωτήρ…». «Ὁ στερεώσας κατ’ ἀρχὰς τοὺς οὐρανοὺς ἐν συνέσει» κ.λ.π.

Δύο ἀπολύτως σημαντικὰ στοιχεῖα προκύπτουν ἀμέσως ἀπὸ τὴ διήγηση γιὰ τὴν ἀρχέγονη προέλευση τοῦ κόσμου. Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἄναρχος. Ἔχει χρονικὴ ἀρχή. Δὲν προϋπῆρχε προαιωνίως. Προῆλθε ἀπὸ τὸ μηδέν. Ὑπῆρχε ἐποχὴ ποὺ ἦταν ἀνύπαρκτος. Ὁ μόνος ἄναρχος εἶναι ὁ Θεὸς στὴν τριαδική του μορφή, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτός, μὲ τρόπο ἀκατάληπτο σὲ μᾶς, προϋπάρχει ἀπὸ πάντοτε. Δὲν ὑπῆρξε στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς δὲν ὑπῆρχε. Εἶναι ὁ Ὢν, αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομά του ποὺ μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε ἐμεῖς, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος στὸν Μωυσῆ. Αὐτὸς ποὺ πραγματικὰ καὶ πάντοτε ὑπάρχει (στὰ ἑβραϊκά: Γιαχβέ). «Ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος».

Τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δὲν προέκυψε ἀπὸ μόνος του. Δὲν ἦρθε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη μὲ δική του δύναμη, βούληση καὶ ἐνέργεια. Δὲν εἶναι δηλαδὴ αὐθύπαρκτος. Ἡ αἰτία τῆς γένεσής του βρίσκεται ἔξω ἀπὸ αὐτόν. Προῆλθε ἀπὸ τὸ δημιουργικὸ πρόσταγμα, ἀπὸ συγκεκριμένη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ μόνο ὁ Θεὸς εἶναι αὐθύπαρκτος, πηγὴ ζωῆς καὶ ἔχει, συνεπῶς, τὴ δυνατότητα, ὅποτε θελήσει, νὰ παρέχει τὸ εἶναι καὶ σὲ ἄλλα ὄντα

Ἡ δημιουργία λοιπὸν εἶναι καρπὸς τῆς ἐλεύθερης βούλησης καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν ἔκαμε τὸν κόσμο πιεζόμενος ἀπὸ κάποια δύναμη ἔξω καὶ πάνω ἀπὸ τὴ θέλησή του, οὔτε αἰσθανόμενος κάποια ἔλλειψη (μοναξιὰ) ἀπὸ τὴν ἀπουσία του. Ἦταν πλήρης ἐν ἑαυτῷ, ἔχοντας τέλεια ἐνδοτριαδικὴ ἀγαπητικὴ κοινωνία, περιχώρηση ἀγάπης τῶν τριῶν θεϊκῶν προσώπων μεταξύ τους.

Ἡ θεία οὐσία δηλαδὴ ἔχει ὡς φυσική της ἐνέργεια τὴν ἀγάπη. Μὲ αὐτὴν κινεῖται πρὸς τὰ ἔξω, ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ ἄλλα ὄντα ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Εἶναι μιὰ κίνηση ἐντελῶς φυσική, χωρὶς νὰ ὑπαγορεύεται ἀπὸ καμμιὰ ἐξωτερικὴ δύναμη. Μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε λίγο αὐτό, ἂν πάρουμε γιὰ παράδειγμα τὸν ἥλιο. Ὁ ἥλιος ἔχει τὴν οὐσία του καὶ ἀπὸ αὐτὴν παράγεται ἐνέργεια. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ οὐσία τοῦ ἥλιου νὰ ὑπάρχει χωρὶς τὴν ἐνέργειά της, ἀλλὰ εἶναι ἀπολύτως φυσικό της ἰδίωμα νὰ θερμαίνει καὶ νὰ φωτίζει.

Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ θεία φύση ἔχει ὡς ἐνέργεια τὴν ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί». Ἀπὸ τὴ θεϊκὴ οὐσία πηγάζει μὲ ἐντελῶς φυσικὸ τρόπο ἡ θεία ἀγάπη, μιὰ ἀνέκφραστη ἐρωτικὴ φορά, μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἕλκει τὰ πάντα πρὸς τὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ γίνουν ὅλα μιὰ ἑνότητα, ἕνα σῶμα. Παρήγαγε τὸν κόσμο μὲ τὴ θέλησή του, κινούμενος μόνο ἀπὸ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη του. Σκοπός του ἦταν νὰ δώσει τὴ δυνατότητα καὶ σὲ ἄλλα ὄντα νὰ μετάσχουν στὴν ἀνέκφραστη ποιότητα τῆς δικῆς του ζωῆς. Νὰ γίνουν μέλη του, κομμάτι του, «μοίρα» του.

Η ΘΕΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Μέσα στὸν κόσμο ὁ Θεός, κατὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τοποθέτησε τὸν «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσίν» του δημιουργηθέντα ἄνθρωπο, μὲ σκοπὸ νὰ ἄρχει, νὰ εἶναι βασιλεὺς καὶ κύριος ὅλων τῶν ἄλλων κτιστῶν πλασμάτων. «Κατ’ εἰκόνα σὴν καὶ ὁμοίωσιν πλαστουργήσας κατ’ ἀρχὰς τὸν ἄνθρωπον, ἐν Παραδείσῳ τέθεικας κατάρχειν σου τῶν κτισμάτων». Ὁ Θεὸς ὑποσχέθηκε «ἀθανασίαν ζωῆς καὶ ἀπόλαυσιν αἰωνίων ἀγαθῶν», ἂν ὁ ἄνθρωπος τηροῦσε τὶς ἐντολές του. Προκόπτοντας στὸ ἀγαθὸ καὶ ὁμοιούμενος πρὸς τὸν Δημιουργό του ὁ ἄνθρωπος, θὰ ὁδηγοῦσε ταυτόχρονα καὶ τὴν ὑπόλοιπη κτίση στὸν προορισμό της.

Ἀντὶ νὰ φτάσει ὅμως ὁ ἄνθρωπος στὴ θέωση, πραγματοποιώντας τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» μὲ τὴ δύναμη τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ποὺ ἔβαλε ἐντός του ὁ Θεός, ἐξέπεσε ἀπὸ τὸν ἀρχικό του σκοπό. Ἀποδέχθηκε ὡς ἀλήθεια τὴν ἀπάτη τοῦ ὄφεως-διαβόλου, ἀθέτησε τὴν ἐντολὴ τοῦ Κτίστου του καὶ ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο «εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθη». Ἔτσι, «διὰ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος». Μὲ τὴν πτώση του ὁ ἄνθρωπος συμπαρέσυρε στὴ φθορὰ καὶ τὴν κτίση ὁλόκληρη, ποὺ «συστενάζει καὶ συνωδίνει» πλέον μαζί του περιμένοντας τὴ μέλλουσα ἀποκατάστασή της (Ρωμ. 8, 19-22).

Ἔτσι, μετὰ τὴν περιγραφὴ τῆς κοσμογένεσης, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη παρουσιάζει τὶς ἐνέργειες καὶ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν παλινόρθωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, καθόσον δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ξεχάσει ὁ Θεὸς «τὸ ἔργον τῶν χειρῶν» του. Τὸ σχέδιο αὐτὸ ὀνομάζεται Θεία Οἰκονομία. Περιλαμβάνει ὅλα ὅσα ἔκαμε ὁ Θεὸς «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸ «ἀρχαῖον κάλλος», στὴν προοπτικὴ τῆς ζωῆς, μὲ τὴν κατάργηση τοῦ ἔσχατου ἐχθροῦ, τοῦ θανάτου. «Οὐ γὰρ ἀπεστράφης τὸ πλάσμα σου εἰς τέλος ὃ ἐποίησας, ἀγαθέ, οὐδὲ ἐπελάθου ἔργο χειρῶν σου, ἀλλ’ ἐπεσκέψω πολυτρόπως διὰ σπλάγχνα ἐλέους σου», ἀναφωνεῖ ὁ ἅγιος Βασίλειος.

Τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας ἔχει σὰν κεντρικὸ ἄξονα τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ. Τὸ προαναγγέλλει συνεσκιασμένα ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἔξωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Παράδεισο, κινούμενος ἀπὸ τὴν ἄμετρη εὐσπλαχνία του, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει χωρὶς ἐλπίδα τὸ ἀγαπημένο του πλάσμα. Ἐν συνεχείᾳ, τὸ φανερώνει διὰ μέσου τῶν γενεῶν ὅλο καὶ πιὸ καθαρά, φροντίζει ἐπιμελῶς γιὰ τὴ σταδιακή του ὑλοποίηση μέσα στὸ ἀνθρώπινο ἱστορικὸ γίγνεσθαι καὶ προετοιμάζει τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἀποδοχή του. Ὁ Θεὸς ὁδηγεῖ τὰ πράγματα πρὸς τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γιὰ νὰ κλίνει τοὺς οὐρανούς, νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο του καὶ νὰ ἔλθει στὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο τοῦ ἀνθρώπου.

Ἔτσι λοιπόν, ἐνῶ οἱ πάντες ἔχουν ἐκκλίνει ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ ἐξαχρειωθεῖ ὡς πρὸς τὰ ἤθη τους, ὁ Θεὸς διαλέγει ἕναν ἄνθρωπο πιστό, τὸν Ἀβραάμ. Τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὴ χώρα του καὶ ἀπὸ τὴ συγγένειά του γιὰ νὰ τὸν κάνει «πατέρα πλήθους ἐθνῶν». Τοῦ ὑπόσχεται ὅτι θὰ πληθύνει τὸ σπέρμα του «ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης». Καὶ ὅτι θὰ εὐλογηθοῦν «ἐν τῷ σπέρματί» του, δηλαδὴ ἀπὸ κάποιον ἐξαιρετικὸ ἀπόγονό του, τὸν Χριστό, «πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» (Γεν. 22, 17-18).

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Δείχνοντας πίστη στὸν Θεὸ ποὺ τὸν κάλεσε, ὁ Ἀβραὰμ ἀποβαίνει γενάρχης, μέσῳ τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακὼβ καὶ τῶν λοιπῶν πατριαρχῶν, ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ, ποὺ θὰ εἶναι στὸ ἑξῆς ὁ ἐκλεκτὸς Ἰσραήλ, ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ αὐτὸν θὰ γεννηθεῖ κατὰ σάρκα, ὡς ἄνθρωπος, ὁ Χριστός. Ὁ Θεὸς συνάπτει Διαθήκη μὲ τὸν λαὸ αὐτόν, τὸν ἀναλαμβάνει μὲ ρητὴ συμφωνία ὑπὸ τὴν προστασία του, γιὰ νὰ τὸν διαφυλάξει στὴν ὀρθὴ πίστη μέχρι νὰ ἔλθει ἡ εὐλογημένη ὅλων τῶν γενεῶν, αὐτὴ ποὺ ἀνατέλλει σὰν αὐγή καὶ εἶναι ὡραία «ὡς σελήνη, ἐκλεκτὴ ὡς ὁ ἥλιος» (ᾎσμ. ᾈσμ. 6, 10), «ἡ ἀξιωθεῖσα γενέσθαι μήτηρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ».

Ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἐν συνεχείᾳ περιέρχεται σὲ κατάσταση σκληρῆς δουλείας ὑπὸ τοὺς Αἰγυπτίους γιὰ τετρακόσια περίπου χρόνια. Ὁ Θεὸς ἀναδεικνύει τὸν μεγάλο προφήτη Μωυσῆ ἀρχηγό τους καὶ τοὺς ἐξάγει ἀπὸ τὴ δουλεία στὴν ἐλευθερία. Διὰ μέσου θαυμαστῶν γεγονότων τοὺς ὁδηγεῖ ἀσφαλῶς καὶ τοὺς ἐγκαθιστᾶ στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ὅπως εἶχε ὑποσχεθεῖ στὸν Ἀβραάμ. Στὸ ὄρος Σινᾶ λαμβάνουν τὶς πλάκες τῆς Διαθήκης μὲ τὶς δέκα ἐντολές, τὸν θεϊκὸ νόμο πάνω στὸν ὁποῖο θὰ διαμορφωνόταν στὸ ἑξῆς ἡ ὅλη πνευματική, πολιτικὴ καὶ κοινωνική τους ζωή.

Ἡ σχέση τοῦ λαοῦ αὐτοῦ μὲ τὸν Θεὸ περνάει ἀπὸ ποικίλες διακυμάνσεις. Ἄλλοτε ὑπακούει, ἄλλοτε ἀπειθεῖ. Ὁ Θεὸς πασχίζει μὲ κάθε τρόπο νὰ διαφυλάξει μέσα στὴ θάλασσα τῆς εἰδωλολατρείας μιὰ ἀνθρώπινη μαγιὰ ποὺ θὰ παραμείνει πιστὴ στὸ ὄνομά του καὶ στὸν νόμο του, γιὰ νὰ ἀποτελέσει τὴν εὐλογημένη ἁλυσίδα τῶν ἁγίων Θεοπατόρων, «ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα». Τὴν ἄγρυπνη αὐτὴ μέριμνα τοῦ Θεοῦ ἐξυμνεῖ ὁ ἅγιος Βασίλειος στὴ Θεία Λειτουργία του: «Προφήτας ἐξαπέστειλας· ἐποίησας δυνάμεις διὰ τῶν ἁγίων σου, τῶν καθ’ ἑκάστην γενεὰν εὐαρεστησάντων σοι· ἐλάλησας ἡμῖν διὰ στόματος τῶν δούλων σου τῶν προφητῶν, προκαταγγέλλων ἡμῖν τὴν μέλλουσαν ἔσεσθαι σωτηρίαν· νόμον ἔδωκας εἰς βοήθειαν· ἀγγέλους ἐπέστησας φύλακας».

Μετὰ τὸν προφήτη Μωυσῆ ὁ Θεός, μὲ μιὰ ἀτέλειωτη σειρὰ ἁγίων καὶ δικαίων, ὑπομιμνήσκει συνεχῶς τὰ ὅρια, μέσα στὰ ὁποῖα ὀφείλει νὰ κινηθεῖ ὁ ἐκλεκτὸς λαός του, γιὰ νὰ διαφυλάξει ἀλώβητη τὴν πίστη τῶν πατέρων του. Ἐπιστρατεύονται γι’ αὐτὸ κριτὲς (Γεδεών, Σαμψών, Ἰεφθάε κ.λ.π.), βασιλεῖς (Δαυΐδ, Σολομών, Ἐζεκίας κ.λ.π.), προφῆτες (Σαμουήλ, Ἠλίας, Ἐλισαῖος, Ἡσαΐας, Ἱερεμίας, Δανιήλ, Ἰεζεκιὴλ κ.λ.π.). Ἀκόμα καὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν εἶναι κατὰ πάντα ἄμεμπτοι, ὑπηρετοῦν τὴ θεία βουλή. «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, ὁ ποιῶν ἀεὶ μεθ’ ἡμῶν», ἐργάζεται μὲ ὅλους αὐτοὺς καὶ μὲ κάθε τρόπο ἀδιαλείπτως γιὰ νὰ φέρει εἰς πέρας τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ «βασιλείου πλάσματος», τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅλα αὐτά, ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες, ἄλλοτε σκιωδῶς μὲ ὑπαινιγμούς, καὶ ἄλλοτε φανερά, προκαταγγέλλουν τὸν μέλλοντα νὰ ἔλθει Λυτρωτὴ καὶ Μεσσία καὶ περιγράφουν τὰ ὅσα μέλλουν νὰ διαδραματισθοῦν κατὰ τὴν ἔλευσή του. Χωρὶς αὐτὸν τὸν κεντρικὸ ἐσωτερικὸ νοηματικὸ προσανατολισμὸ τὰ κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γραμμένα ἀπὸ πολλοὺς συγγραφεῖς σὲ μῆκος χρόνου δέκα πέντε σχεδὸν αἰώνων, θὰ ἦταν ἀσύνδετα καὶ ἀκατανόητα.

«Ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» εἶναι τὸ μυστικὸ κλειδὶ τῆς ἑρμηνείας τους. Ὁ Χριστὸς εἶναι «τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν». Στὸ πρόσωπό του ἐκπληρώνονται ὅσα ἀπὸ τῶν αἰώνων προφητεύθηκαν γι’ αὐτόν. Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πολιτεύεται ἐπὶ γῆς ὄχι εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ «καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ». Ποιεῖ τὰ πάντα «ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί».

Μπόκος Δημήτριος (Πρεσβύτερος)
ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 407

agiazoni

ΔΗΜΟΦΙΛΗ