Γιώργος Τριανταφύλλου
Τρεις κόσμοι. Παιδιά που δεν θα μάθουμε ποτέ την ιστορία τους, άνθρωποι που δεν γνωρίζουμε τον σταυρό που κουβαλάνε. Μπορεί να μένουν δίπλα μας, να ζουν ανάμεσά μας, αλλά το άγχος της καθημερινότητας δεν μας αφήνει να τους δούμε. Δεν μπορούμε να διακρίνουμε τίποτα έξω από τα προβλήματά μας και αφήνουμε την αδικία να κυριεύει τον κόσμο, χωρίς να ζούμε με ευγνωμοσύνη. Άραγε, το τέλος αυτής της ιστορίας των τριών αγοριών, που είναι τόσο διαφορετικοί, αλλά κατά βάθος τόσο ίδιοι μεταξύ τους, θα δώσει ένα μήνυμα αισιοδοξίας; Τι θα βγει μέσα από τους κοινούς αγώνες τους και τις συμφορές που τους βρήκαν; Υπάρχει ελπίδα οι άνθρωποι να γίνουν καλύτεροι;
1)
Δεν θα ξεχάσω αυτές τις μέρες. Τότε που τα ρολά είχαν κατέβει κι εμείς μονάχοι ζούσαμε. Τότε που τραγουδούσα εσώκλειστος Ελύτη και Ιωάννου με μια νότα αισιοδοξίας. Ήταν χειμώνας, βαρύς χειμώνας. Μια μέρα, το χιόνι έφτασε μέχρι και στα γόνατα μας, έμοιαζε με αλπικό τοπίο απ’ το παράθυρο. Τα ρολά σηκώνονταν, η ζωή μας ξανάμοιαζε όπως πριν. Ήταν μια μάχη το ’21 για μας. Μετά, τα ρολά ξανάπεφταν. Η μόρφωση έπρεπε να ριζωθεί σε μας τα μαθητούδια, αλλά οι καταστάσεις έφερναν πόνο. Στο άψε σβήσε «μπουμπούκια» πέθαναν πριν ανθίσουν και μπουμπούκια έχασαν τις ρίζες τους, χωρίς κανέναν να τα ποτίσει ή να περιποιηθεί τα τραυματισμένα τους κλαδιά. Υπήρξαν δυο χέρια -άντε τέσσερα- αλλά δεν είχαν τη δύναμη. Μέσω αυτού του έργου, όμως, σκοπός είναι η δύναμη αυτή να τρανέψει.
2)
Ενώ κοιμόταν, έβλεπε ένα περίεργο όνειρο. Ο ίδιος, λέει, γελούσε και αγκάλιαζε τους συμμαθητές του. Η Κλεάνθη του έδινε το χέρι με περηφάνια και ο διευθυντής τον χειροκροτούσε. Δεν ήθελε να ξυπνήσει, ένιωθε ωραία. Αμέσως μετά, είδε ένα άλλο όνειρο, ότι πνιγόταν και ένας ασπροφορεμένος του ’δωσε μια σανίδα, βοηθώντας τον να βγει απ’ την θάλασσα. Ο Μιχάλης ξύπνησε σε σοκ. Ένιωθε τόσο όμορφα, όμως. Ήταν η πρώτη φορά που είχε έναν προστάτη άγγελο αλλά και κάποιον να πιστεύει σε αυτόν… Όχι κάποιον, πολλούς, δεν μπορούσε να αιτιολογήσει στον εαυτό του το γιατί αυτό το πρωινό ήταν τόσο ΤΡΕΙΣ ΚΟΣΜΟΙ 139 ευτυχισμένος. Τι παιχνίδια του έκανε το υποσυνείδητό του; «Πώς γίνεται η Λίλιαν να έχει κατάθλιψη και με λίγο χορό να είναι τόσο καλά; Πώς γίνεται η Κλεάνθη να είναι τόσο εντάξει, ενώ έχει χάσει παιδί, και τα άλλα δύο της την παρατήσανε πριν πέντε χρόνια με τον πατέρα τους; Μήπως, εν τέλει, στην ζωή δεν έχει νόημα το χρήμα; Αλλά η αγάπη για κάτι; Για τον συνάνθρωπο; Για τον χορό; Άρα ναι, εγώ είχα δύο γονείς που έβγαζαν μίσος για τους πάντες. Όλα αυτά επειδή ήταν αδύναμοι και ήθελαν να γίνουν παντοδύναμοι. Η Λίλιαν και η Κλεάνθη όμως, είναι όντως δυνατές όπως και ο Αναστάσης που σηκώνει τον σταυρό των φίλων του. …Δεν έχει νόημα τι ζεις, όλα ο Θεός τα στέλνει για κάποιον λόγο». Ξαφνικά στο μυαλό του Μιχάλη άρχισε να παίζει η ωδή της χαράς «Πιστεύω πως μπορώ, μπορώ να κάνω αυτό που πραγματικά θέλω. Αυτό που πάντα με ταλάνιζε, αυτό για το οποίο έχω γεννηθεί, αυτό που μου απαγορεύανε. Να κάνω το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που μου έμαθαν οι γονείς μου τόσα χρόνια. Ν’ αγαπήσω και να προσφέρω».