Αριστοτέλης Βαλαωρίτης – Εσείς αστέρια τ’ ουρανού

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού – ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα-και πολιτικός. Ο Βαλαωρίτης χαρακτηρίστηκε εθνικός ποιητής, καθώς ύμνησε με επικά χαρακτηριστικά των αγώνα τον επαναστατημένων Ελλήνων. Επιπλέον, ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική, αφού έγινε βουλευτής της «Ιονίου Πολιτείας» και για μια περίοδο επτά ετών πάλεψε για την ελευθερία των Επτανήσων.

Ο Βαλαωρίτης ήταν μια από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας τον 19ο αιώνα και πέρασε μια ζωή με πολλές περιπέτειες. Στην ελληνική γραμματεία έχει αφήσει το στίγμα του ποιητή που ύμνησε τον αγώνα των αρματωλών και ήταν ένας από τους κυριότερους εκφραστές της επτανησιακής σχολής.

[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ]

Εσείς αστέρια τ’ ουρανού, μάτια χρυσά του κόσμου,
φεγγάρι αργυροστέφανο που δίδεις φως στο φως μου,
σύγνεφ’ ανεμοκίνητα που τρέχετ’ άνω κάτω
βαστώντας μες στα στήθη σας νερό, νερό δροσάτο,
πεύκια του λόγγου, πλάτανοι, βρύσες, βουνά, χορτάρι,
το γερο-Κίτσο ακούσετε· την ύστερη τη χάρη
που τώρα εδώ γονατιστός στο πατρικό του χώμα
γυρεύει ένας κατάδικος με την ψυχή στο στόμα
περίλυπος κατάδικος και καταφρονεμένος,
μην αρνηθείτε. Δέχθητε τα λόγια που γειρμένος
ένας παλιός πολεμιστής, έν’ άγριο ξυφτέρι
πὄφθειρε τα φτερούγια του στης ξενιτιάς τ’ αγέρι,
εμπρός σας τώρα θα να ειπεί. Σας παίρνω μάρτυράς μου
στον πόνο της καρδιάς μου.

Κοιτάξετε, κοιτάξετε το έρμο μου κεφάλι.
Χρόνους πολλούς μου το ’δειρε βροχή κι ανεμοζάλη,
το χτύπησαν τα σύγνεφα, το ’ψησαν οι λαχτάρες,
το φωτοκάψανε αστραπές, αφορισμοί, κατάρες,
κι αγέρωχο, περήφανο στην τόση τρικυμία,
δεν επροσκύνησε ποτέ. Έβλεπα μία μία
τες τρίχες μου ν’ ασπρίζουνε, να φεύγουν οι ελπίδες,
έβλεπα μύτη μαχαιριού να σκάφτει τες ρυτίδες
βαθιά βαθιά ώς το κόκαλο στο μαύρο πρόσωπό μου,
και σαν το βράχο ακλόνητο είχα το μέτωπό μου.
Το βόλι μ’ εφοβήθηκε· ψυχρό και δειλιασμένο
τη σάρκα μου όταν έγγιζεν έπεφτε πεθαμένο.
Ελύγιζαν, εστόμωναν στ’ ανδρείο μου κουφάρι
σαν εχτυπούσαν τα σπαθιά, λες κι ήμουνα στουρνάρι.
Τα σωθικά μου, στη χολή, στα πάθη μου βαμμένα,
είχαν πτερώσει μέσα μου φαρμακοποτισμένα·
η μαρμαρένια μου καρδιά σεισμούς δεν εφοβήθη
κι αράγιστη κι ακλόνητη ερίζωνε στα στήθη.

Ο Κίτσος τώρα προσκυνά· του Κίτσου τον αυχένα
τα σπλάχνα του, τα γόνατα, τα σιδεροπλασμένα
που δεν τα δάμασε ποτέ του κόσμου η συντελία,
ναι, μάθετέ το, σήμερα δαμάζ’ η εξορία.

Η Εξορία!… μ’ έφαγεν, αστέρια μου φαεινά μου,
πιστέψετε τα λόγια μου, τα μαύρα βάσανά μου.
Εσάς σας έχτισε ο Θεέ· είσθε θεμελιωμένα,
σας έδωκε για θέμελα την πατρικήν ευχή Του

greek-language

ΔΗΜΟΦΙΛΗ