Το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4 (Aktion T-4) πήρε το όνομά του από την οδό Tiergartenstraße (Tiergartenstrasse) αριθ. 4. του Βερολίνου όπου βρισκόταν η έδρα της αρχιγραμματείας του προγράμματος.
Ήταν το επίσημο όνομα του προγράμματος ευγονικής της Ναζιστικής Γερμανίας, το οποίο προχώρησε σε μαζικές εκτελέσεις, υπό το πρόσχημα της ευθανασίας, σε «ανεπιθύμητα» στοιχεία του πληθυσμού στη Γερμανία και στις κατεχόμενες από τους Ναζιστές περιοχές.
Υπολογίζεται, ως αποτέλεσμα αυτού του προγράμματος, συνολικά θανατώθηκαν 200.000 άνθρωποι.
Εφαρμογή και σκοπός
Το πρόγραμμα τέθηκε σε εφαρμογή με απόφαση του Αδόλφου Χίτλερ. Λειτούργησε υπό τον έλεγχο του επικεφαλής της Καγκελαρίας Φίλιπ Μπούλερ (Philip Bouhler) και του Δόκτορα Καρλ Μπραντ (Karl Brandt), με επικεφαλής τους Βέρνερ Χάιντε (Werner Heyde) και Πάουλ Νίτσε (Paul Nitsche). Ουσιαστικά, όμως, ο κύριος οργανωτής του ήταν ο Βίκτορ Μπρακ (Viktor Brack). Στο πρόγραμμα συμμετείχαν εξέχουσες προσωπικότητες του ιατρικού κόσμου της Ναζιστικής Γερμανίας.
Σκοπός του προγράμματος ήταν να διατηρήσει τη λεγόμενη γενετική καθαρότητα του γερμανικού πληθυσμού, εξοντώνοντας ορισμένα στοιχεία του πληθυσμού των γερμανικών και των κατεχόμενων περιοχών. Τέτοιες κατηγορίες ήταν εκείνοι που θεωρούνταν παραμορφωμένοι, πηρομελείς, ανάπηροι ή άτομα που έπασχαν από διανοητικές ασθένειες.
Στην αρχή, τα θεωρούμενα ως ανάπηρα παιδιά απομακρύνονταν από τις οικογένειές τους και τοποθετούνταν σε ειδικά νοσοκομεία όπου θανατώνονταν. Το πρόγραμμα στη συνέχεια επεκτάθηκε, ώστε να περιλάβει και ενηλίκους, αν και οι περισσότεροι ανάπηροι ενήλικες είχαν ήδη υποστεί υποχρεωτική στείρωση ως αποτέλεσμα του γερμανικού «Νόμου για την Πρόληψη Απογόνων των Κληρονομικώς Ασθενών».
Οι Ναζιστές χαρακτήριζαν τους φόνους αυτών των ανθρώπων, τους οποίους θεωρούσαν χαραμοφάηδες, ως φόνους από οίκτο. Λόγω των διαστάσεων που πήραν αυτές οι εκκαθαρίσεις, σύγχρονοι και μεταγενέστεροι παρατηρητές χαρακτήρισαν τους θανάτους αυτούς ως μορφή μαζικής δολοφονίας με πρόσχημα την Ιατρική.
Ιστορικό του προγράμματος
Οι πρώτες εκκαθαρίσεις έλαβαν χώρα στην ψυχιατρική Κλινική της Όβινσκα (Owińska) της κατεχόμενης Πολωνίας στις 22 Σεπτεμβρίου 1939 και ακολούθησαν σύντομα παρόμοιες πράξεις στο υπόλοιπο της χώρας που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 26.000 ψυχασθενών.
Στη Γερμανία στο πρόγραμμα συμπεριλήφθηκαν οι εξής εγκαταστάσεις: Κάστρο Γκράφενεκ (Schloss Grafeneck, 20 Ιανουαρίου 1940), Σλος Χάρτχαϊμ (Schloss Hartheim, 6 Μαΐου 1940), Χάνταμαρ (Hadamar, Ιανουάριος 1941), η ψυχιατρική κλινική στο Μπέρνμπουργκ αν ντερ Ζάαλε (Bernburg-an-der-Saale, 21 Νοεμβρίου 1940), Βρανδεμβούργο (Brandenburg-Havel, 8 Φεβρουαρίου 1940) και Ζόνενσταϊν-μπάι-Πίρνα (Sonnenstein-bei-Pirna, Ιούνιος του 1940).
Κάθε εγκατάσταση είχε το δικό της κωδικό: Ο «A» αντιπροσώπευε το Γκράφενεκ, ο «Β» το Βρανδεμβούργο, ο «C» to Χάρτχαϊμ, ο «D» το Ζόνενσταϊν, ο «Be» το Μπέρνμπουργκ και ο «E» το Χάνταμαρ.
Σε αυτές έγινε χρήση μεθόδων δηλητηριωδών αερίων, ασφυξίας, ενέσεων, δηλητηρίασης, επιβεβλημένης ασιτίας και χορήγησης υπερβολικής δόσης φαρμάκων. Τα πρώτα πειράματα με χρήση αερίων και κινητών οχημάτων με θαλάμους αερίων διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου του 1939 στο Πόζναν (Poznań) της Πολωνίας με ασθενείς από την ψυχιατρική κλινική της Όβινσκα και το Μάρτιο του 1940 στο νοσοκομείο της Κοτσάνοφκα (Kochanówka) κοντά στο Λοτζ.
Οι ναζιστές πειραματίστηκαν, επίσης, με τη διοχέτευση, σε σφραγισμένους θαλάμους, μονοξειδίου του άνθρακα από καυασέρια μηχανών φορτηγών. Μεγάλο μέρος αυτού του τύπου εξόντωσης βρισκόταν κάτω από την επίβλεψη των ψυχιάτρων Καρλ Χανς Χάιντς Ζένχεν και Βέρνερ Βίλινγκερ. Ο Ζένχεν προμήθευε τους Ναζιστές ερευνητές με εκατοντάδες εγκεφάλους από τα θύματα, ενώ ο Βίλινγκερ διεξήγαγε πειράματα στα ζωντανά θύματα πριν διατάξει τη θανάτωσή τους. Οι θάλαμοι αερίων που είχαν κατασκευασθεί στο Χάρτχαϊμ φτιάχτηκαν με σκοπό τη θανάτωση, μέσω ασφυξίας με μονοξείδιο του άνθρακα, κυρίως ενήλικων θυμάτων, πριν ακόμη γίνει ευρεία χρήση αυτών των μεθόδων κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.
Μέχρι την προσωρινή διακοπή του προγράμματος από τον Χίτλερ στις 19 Αυγούστου 1941, λόγω των διαμαρτυριών από ηγετικές προσωπικότητες της Εκκλησίας και συγγενείς των θυμάτων, είχαν ήδη εκτελεστεί 70.000 άτομα. Όμως, αυτή η δημόσια αντίδραση απλώς επιβράδυνε το πρόγραμμα και οι δολοφονίες συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη μυστικότητα. Μέλη του προσωπικού που είχαν εκπαιδευτεί κάτω από αυτό το πρόγραμμα συνέχισαν αργότερα τις δραστηριότητές τους στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης.
Οι περισσότερες από τις προσωπικότητες που ξεχώρισαν κατά τη διεξαγωγή του προγράμματος, όπως ο Γιόζεφ Μένγκελε, είχαν ενεργό ανάμειξη και στην ανάπτυξη της τεχνολογίας των θαλάμων αερίων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος και συμμετείχαν στην σύσταση των στρατοπέδων στο Μπέλζεκ, στην Τρεμπλίνκα και στο Σομπιμπόρ της Επιχείρησης Ράινχαρντ. Εκτός από το διαβόητο στρατόπεδο του Άουσβιτς-Μπίρκεναου, αυτά αποτέλεσαν τα κύρια κέντρα εξόντωσης με τη χρήση αερίων για εκατομμύρια ανθρώπους.
Μέχρι το τέλος του 1941, ο ένας στους τρεις ασθενείς των ψυχιατρικών ιδρυμάτων της Γερμανίας είχε θανατωθεί, σε εφαρμογή αυτού του προγράμματος, είτε μέσω άμεσων μεθόδων είτε μέσω ασιτίας, με αποτέλεσμα 93.000 επιπλέον θανάτους. Το πρόγραμμα ανεστάλη, ύστερα από εντολή του Χίτλερ, επειδή ήδη είχαν εγερθεί σοβαρές υποψίες, καθώς τα αίτια θανάτου των υπό «θεραπεία» αναπήρων ανήμπορων και ψυχικά ασθενών, τα οποία αναγράφονταν στα πιστοποιητικά θανάτου που αποστέλλονταν στις οικογένειές τους, ήταν σχεδόν όμοια μεταξύ τους. Επιπλέον, ο τρόπος απόδοσης της στάχτης των αποτεφρωμένων νεκρών ήταν αρκετά περίεργος: Η οικογένεια λάμβανε μια λήκυθο με τις στάχτες του συγγενούς προσώπου, η οποία δεν έφερε ούτε καν διακριτική ετικέτα.
Στις 3 Αυγούστου 1941 ο καθολικός Επίσκοπος Κλέμενς Άουγκουστ φον Γκάλεν (Clemens August von Galen) στο κήρυγμά του στον Καθεδρικό Ναό του Μίνστερ (Münster) επιτέθηκε φραστικά στο Πρόγραμμα, χαρακτηρίζοντάς το ως «καθαρή δολοφονία». Η δημοσιότητα που έλαβε αυτό το κήρυγμα ανάμεσα στον καθολικό πληθυσμό της χώρας θορύβησε την Ναζιστική ηγεσία, οδηγώντας την στην επίσημη αναστολή του Προγράμματος.
Φυσικά, η αναστολή αυτή ήταν προσωρινή. Τον Αύγουστο του 1942 το πρόγραμμα είχε αρχίσει και πάλι να λειτουργεί, με περισσότερη όμως προσοχή, καθώς τα θύματα δεν δηλητηριάζονταν με μονοξείδιο του άνθρακα, αλλά θανατώνονταν με υπερβολικές δόσεις φαρμάκων ή μέσω ενέσεων με δηλητήριο. Η εφαρμογή του Προγράμματος δεν γινόταν πλέον μόνο σε πέντε κλινικές αλλά σε περισσότερες, διεσπαρμένες σε όλη τη Γερμανία και την Αυστρία.
Οι δολοφονίες και η εσκεμμένη παραμέληση των ασθενών γίνονταν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποσοβήσουν τις υποψίες του γερμανικού πληθυσμού. Όμως, δεν ελήφθησαν τέτοιες προφυλάξεις κατά την εξόντωση ανθρώπων στις κατεχόμενες περιοχές. Οι βαναυσότητες και η βία αναφέρονταν και καταγράφονταν. Υπολογίζεται ότι συνολικά, και μέχρι τη λήξη του προγράμματος, θανατώθηκαν περίπου 200.000 άτομα.
Το πρόγραμμα σταμάτησε να εκτελείται μόνον όταν έληξε ο πόλεμος.
Δίκες μετά τον πόλεμο
Ορισμένοι από τους ιατρούς και τους νοσηλευτές που έλαβαν μέρος στο Πρόγραμμα προσήχθησαν σε δίκες. Όμως, δεν προσήχθησαν όλοι ενώπιον της δικαιοσύνης. Αρκετό καιρό μετά τη σύσταση των γερμανικών κρατιδίων, το 1949, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, που είχαν συμμετάσχει στην ευθανασία, διέφευγαν τη δίωξη και παρέμεναν μέσα στο γερμανικό σύστημα Υγείας, ασκώντας κανονικά το ιατρικό ή νοσηλευτικό επάγγελμα.