Η μάχη της Καλιακούδας (28-29 Αυγούστου 1823) συνιστά ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός της Ευρυτανίας, που όμως για πάρα πολλά χρόνια παρέμενε άγνωστο ακόμη και στους ίδιους τους Ευρυτάνες!
Το 1979 -μετά από 156 ολόκληρα χρόνια!- τιμήθηκε για πρώτη φορά αυτή η επέτειος, στην τοποθεσία «Λακκώματα», πάνω από το Μεγάλο Χωριό, πλησίον του ιστορικού τόπου που διεξήχθη η μάχη!
Σε τούτο το άγριο επιβλητικό βουνό, μπροστά σε ένα απέριττο μνημείο με μια λιτή επιγραφή («τα βουνά μας μετερίζια, όπλα η παλικαριά, οι θυσίες μας χαρίσαν, σ’ όλους μας τη λευτεριά») το οποίο στήθηκε εκεί, δίπλα στο μοναχικό ξωκλήσι της Παναγιάς με την κρύα βρύση, για να θυμίζει μία ακόμη ξεχασμένη σελίδα της Επανάστασης. Πολλοί Ευρυτάνες είχαν έρθει, τότε, σε αυτό το δύσβατο σημείο πεζοπορώντας επί 8 και 10 ώρες!
Οι περήφανες και χιλιοτραγουδισμένες ευρυτανικές κορφές της Καλιακούδας (2101 μ.) απάτητα λημέρια λύκων, αγριόγατων και χρυσαετών, οι πυκνοί ελατιάδες, τα περάσματα με τα κρουσταλλένια νερά, τα κονάκια με τους Σαρακατσάνους και τα κοπάδια τους, η Αετόβρυση και η Βαθιά Λαγκάδα, όλα εδώ επάνω αποπνέουν ένα απαράμιλλο φυσικό δέος απόλυτα ταιριαστό με τη μεγαλοπρέπεια της αντιστασιακής ιστορίας!
Το χρονικό
Στο αφιέρωμά μας για τη μάχη του Κεφαλόβρυσου στις 8/9 Αυγούστου 1823 (βλ. αφιέρωμα) αναφερθήκαμε αναλυτικά στον επιτυχή αιφνιδιασμό του Μάρκου Μπότσαρη κατά της στρατοπεδευμένης εμπροσθοφυλακής του Τζελαλεδίν μπέη που αποτελούσε επίλεκτο τμήμα της τεράστιας στρατιάς (συνολικής δύναμης 15-20.000 μισθοφόρων) του Μουσταή Πασά της Σκόδρας, του λεγόμενου «ήρωα της Αλβανίας»! Αυτός, κατ’ εντολή του Σουλτάνου, είχε εκστρατεύσει δια πυρός και σιδήρου με σκοπό να καταπνίξει την εξέγερση στη Ρούμελη, να χτυπήσει σε συνεργασία με τον Ομέρ Βρυώνη το Μεσολόγγι και κατόπιν να κατηφορίσει προς την Πελοπόννησο με τελικό προορισμό την Τριπολιτσά. Η επίθεση των αγωνιστών στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου έπληξε καίρια τον εχθρό, αλλά στοίχισε και το χαμό του γενναίου Μάρκου Μπότσαρη.
Στο ίδιο αφιέρωμα είχαμε κάνει λόγο και για τις έριδες και τις σοβαρές αντιδικίες μεταξύ καπεταναίων -Στερεοελλαδιτών, Σουλιωτών, κλπ- που οφείλονταν αφενός στους εσωτερικούς ανταγωνισμούς τους λόγω στενών ιδιοτελών συμφερόντων και αφετέρου στο γεγονός ότι οι πιο πολλοί εξ’ αυτών είχαν συνταχθεί με διαφορετικές μερίδες και αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα μιας και ο ελληνικός εμφύλιος εν μέσω επανάστασης ήταν ήδη γεγονός! Εξαιτίας μάλιστα όλων εκείνων των διενέξεων, οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί (πλην ίσως του Ζυγούρη Τζαβέλλα) δεν πραγματοποίησαν τον αναγκαίο αντιπερισπασμό κατά του εχθρού, όπως όφειλαν και είχαν προσυμφωνήσει με το Μάρκο μόλις εκείνος θα έδινε το σύνθημα της εφόδου στο Κεφαλόβρυσο, αλλά αποχώρησαν με διάφορες δικαιολογίες ρίχνοντας απλά δυο τρεις τουφεκιές για την τιμή των όπλων!
Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε και το εξής: Μετά τον ηρωικό θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, επικεφαλής του στρατιωτικού του σώματος ανέλαβε ο αδερφός του Κώστας, ο οποίος θεωρούσε αυτονόητο να έχει και τη γενική αρχηγία των επαναστατικών δυνάμεων της περιοχής όπως συνέβαινε προηγουμένως με το Μάρκο. Όμως τούτες τις βλέψεις του Κώστα Μπότσαρη τις αμφισβητούσε εκ μέρους της αντίπαλης φάρας ο Ζυγούρης Τζαβέλλας, τριτότοκος γιός του Λάμπρου Τζαβέλλα. Γνωστές, άλλωστε, οι παραδοσιακές κόντρες μεταξύ των Σουλιώτικων πολεμικών οικογενειών που ανέκαθεν εποφθαλμιούσαν οφίτσια και καπετανάτα! Έτσι και ο Ζ. Τζαβέλλας επεδίωκε την πρωτοκαθεδρία από το γκουβέρνο! Τότε ο έπαρχος Δυτ. Στερεάς Κων/νος. Μεταξάς, πονηρός και διπλωμάτης, για να κατευνάσει τα πνεύματα και θέλοντας παράλληλα να πριμοδοτήσει έμμεσα το Τζαβέλλα, ανέθεσε διαφορετικά καθήκοντα στους οπλαρχηγούς και έτσι βάσει αυτής της σκόπιμης κατανομής παραγκώνισε τον Κώστα Μπότσαρη (στέλνοντάς τον στα γεφύρια του Αλαήμπεη στο Βλοχό) λειτουργώντας επί της ουσίας προς όφελος του Ζυγούρη Τζαβέλλα ο οποίος ήταν αυτός που τελικά παρέμεινε στην Ευρυτανία στο επίκεντρο των εξελίξεων.
Η πορεία προς τη μάχη
Έτσι, λοιπόν, λίγες ημέρες μετά την περίφημη μάχη του Κεφαλόβρυσου, συναντάμε πολλούς εκ των οπλαρχηγών στο στρατόπεδο του Ζ. Τζαβέλλα ο οποίος είχε πιάσει τα υψώματα πάνω από το Τρανό Χωριό (Μεγάλο Χωριό) Ευρυτανίας. Εκεί ο Ζυγούρης με καμιά 600αριά Σουλιώτες από τη δική του Τζαβελέικη φάρα, δείχνει αποφασισμένος για σύγκρουση με τον εχθρό, επιζητώντας κατ’ αυτό τον τρόπο και την έμπρακτη κατοχύρωση της αρχηγίας, αλλά και τη δόξα και την καταξίωση ούτως ώστε να μη φανεί κατώτερος από τον αποθανόντα θρυλικό Μάρκο των Μποτσαραίων.
Ο Ζυγούρης Τζαβέλλας θεωρεί ότι ο Μουσταή Πασάς θα πρέπει οπωσδήποτε να χτυπηθεί στην άγρια ορεινή Καλιακούδα, τοποθεσία ιδανική για θανατερό καρτέρι, έτσι ώστε να ανακοπεί ο δρόμος της εχθρικής στρατιάς προς το Μεσολόγγι. Στέλνει, λοιπόν, μήνυμα στον έπαρχο Μεταξά, ζητώντας του να τον ενισχύσει με ένοπλα σώματα, ακόμη και από το Μοριά, με σκοπό να δοθεί με όσο δυνατόν καλύτερους όρους η μάχη παρεμπόδισης του Μουσταή μέσα στο, κατάλληλο για ανταρτοπόλεμο, Ευρυτανικό έδαφος.
Με τα πολλά, η Διοίκηση εγκρίνει αποστολή 2000 ενόπλων Πελοποννησίων υπό την αρχηγία του Α. Λόντου. Όμως ο Τουρκικός στόλος έχει πιάσει τις ακτές της Αιτωλίας και η δύναμη αυτή δεν μπορεί να διαπεραιωθεί άμεσα. Όμως, μέσω κάποιου άλλου ελεύθερου σημείου, κάπου στον Κορινθιακό κόλπο, περνούν έγκαιρα και κατορθώνουν να φτάσουν στην Καλιακούδα 300 ένοπλοι με επικεφαλής το Γιώργη Ροδόπουλο. Οι υπόλοιποι, σύμφωνα με αναφορές της εποχής, προσπαθούν και αυτοί, αν και αργοπορημένα, να κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση. Γρηγορότερα ανηφορίζει ο Νίκος Πετιμεζάς με 600. Κοντά στο Ζυγούρη Τζαβέλλα βρίσκονται –ήδη- αρκετοί Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί όπως ο ξακουστός Νικολός Μήτσου Κοντογιάννης από την Υπάτη με 200 πολεμιστές, ο περίφημος Καστανιώτης με 200, ο Γιολδάσης από το Σοβολάκο με 150, ο Κώστας Σιαδήμας του Αποκόρου με 100, καθώς και κάμποσοι Ευρυτάνες μικροκαπεταναίοι με τους δικούς τους μαχητές. Όλοι οι συγκεντρωμένοι αριθμούν περίπου 2500 άνδρες.
Ο Ζυγούρης Τζαβέλλας δεν κωλυσιεργεί και ως επικεφαλής οργανώνει αμέσως την επιχείρηση. Στα νότια οχυρά υψώματα της Καλιακούδας, ακριβώς πάνω από εκεί που περνά η καίρια διάβαση προς την Αιτωλία, στήνει πολλά γερά ταμπούρια και κατανέμει τη συντριπτική πλειοψηφία των αγωνιστών στα ανάλογα πόστα. Απομένει ένα κρίσιμο στενό πέρασμα, ανάμεσα σε απότομους γκρεμούς και απόκρημνους βράχους, το οποίο υπόσχονται να φυλάσσουν οι Γιολδάσης και Σιαδήμας με 200 άντρες.
Εν τω μεταξύ ο Μουσταή πασάς που εδρεύει στο Καρπενήσι, παίρνει χαμπέρι για το τι συμβαίνει. Σύμβουλοί του τον παροτρύνουν να αποφύγει την παγιδευμένη Καλιακούδα και να ακολουθήσει άλλο ασφαλές δρομολόγιο μέσω Φραγκίστας. Ο Μουσταής αρνείται, τόσο για να μην πληγεί το γόητρό του όσο και για να εξολοθρεύσει κάθε εστία αντίστασης στην πάντα ανυπότακτη Ευρυτανία ούτως ώστε να μην υφίσταται παρενοχλήσεις κατά την κάθοδό του. Έτσι αποφασίζει να περάσει από την Καλιακούδα. Από τις 27 Αυγούστου τα εχθρικά στρατεύματα αναπτύσσονται γύρω από τις θέσεις των εξεγερμένων.
Η μάχη
Το πρωί της 28ης Αυγούστου 1823, οι πολυπληθείς ορδές του Μουσταή επιτίθενται κατά των οχυρωμένων μαχητών που τους φράζουν το δρόμο. Κάπου 10-12.000 χιλιάδες εναντίον 2500. Οι ξακουστοί πολεμοχαρείς μισθοφόροι, Γκέκηδες, Μιδρίτες και Λατίνοι, που αποτελούν τον ανθό της εχθρικής στρατιάς, ορμούν πάνοπλοι και με αλαλαγμούς κατά των επαναστατών. Εκείνοι αμύνονται με σθένος και ψυχή. Ο τόπος παίρνει φωτιά, αντιλαλούν οι κορφές της Καλιακούδας από τις μπαταριές, λαμποκοπούν στον ήλιο οι λάμες των σπαθιών! Ο ίδιος ο Μουσταής, έφιππος και με το ξίφος ανά χείρας, διατάζει απανωτά γιουρούσια. Η σκληρή μάχη μαίνεται για ώρες, μέχρι που βραδιάζει. Δύο δυναμικές εφόδους επιχείρησαν την πρώτη μέρα οι επίλεκτοι του Μουσταή μα και στις δύο αναχαιτίστηκαν στρώνοντας με τα άψυχα κορμιά τους τον τόπο. Κοντά πεντακόσιοι από δαύτους κείτονται νεκροί, ενώ εκατοντάδες είναι και οι τραυματίες! Οι απώλειες των αμυνομένων ελάχιστες! Ο Μουσταής τα χάνει, σκυλιάζει, αφού καταλαβαίνει ότι μόνο “περίπατος” δεν ήταν το διάβα του σε τούτες τις ευρυτανικές αετοφωλιές. Κι έτσι αρχίζει να βάζει με το νου του “κάτι άλλο”…
Εν τω μεταξύ αρκετοί από τους οπλαρχηγούς προτείνουν στο Τζαβέλλα να πραγματοποιήσουν νυχτερινή αιφνιδιαστική έφοδο κατά του εχθρού. Αυτός αρνείται πεισματικά την πρόταση καθώς πιστεύει ότι η τακτική της προηγούμενης μέρας είναι αυτή που αποδίδει. Εξαιτίας της επιμονής του Τζαβέλλα, ορισμένοι καπεταναίοι χολώνονται. Την επόμενη μέρα, 29 Αυγούστου 1823, η έφοδος των ανδρών του Μουσταή επαναλαμβάνεται αλλά αποκρούεται και πάλι με επιτυχία. Ώσπου, σε κάποια φάση της μάχης, 400 επίλεκτοι Μιδρίτες με επικεφαλής το Μουχτάρ Κιαφαζέζη περνούν “όλως περιέργως” από τη στενωπή δίοδο -που υποτίθεται ότι θα φρουρούσαν οι Σιαδήμας/Γιολδάσης- και βρίσκονται ψηλότερα, στα νώτα των αγωνιστών, εξαπολύοντας εναντίον τους ξαφνική πισώπλατη επίθεση. Τώρα οι μαχητές βρίσκονται ανάμεσα σε δύο συντονισμένα φονικά πυρά με αποτέλεσμα να αντιστραφεί η κατάσταση. Μπροστά στο δραματικό αδιέξοδο, ο Ζυγούρης Τζαβέλλας και οι άλλοι οπλαρχηγοί αποφασίζουν άμεσα : έξοδο με συντονισμένο γιουρούσι μέσα από τις εχθρικές γραμμές! Μπροστά οι Σουλιώτες και ξοπίσω οι υπόλοιποι, εφορμούν με τα χαντζάρια στα χέρια καταπάνω στον εχθρό που δείχνει να αιφνιδιάζεται από την πρωτοφανή αποφασιστικότητα των επαναστατών.
Μέσα σε ένα αληθινό μακελειό, εν μέσω καταιγιστικών πυρών και άγριας μάχης σώμα με σώμα, οι αγωνιστές κατορθώνουν να διασπάσουν το θανάσιμο κλοιό και να διαφύγουν, αλλά με πολύ βαριές απώλειες (170-200 νεκροί). Να σημειώσουμε, εδώ, ότι αρκετοί σκοτώθηκαν κι απ’ τα βράχια που κυλούσαν εναντίον τους από ψηλά οι Μιδρίτες. Μεταξύ των πεσόντων ο ίδιος ο Ζυγούρης Τζαβέλλας, ο Νικολός Μήτσου Κοντογιάννης, ο Δήμος Κίτσος, ο Καστανιώτης και πολλοί ακόμη διαλεχτοί αγωνιστές. Σχεδόν όλα τα εφόδια των επαναστατών πέφτουν στα χέρια του εχθρού. Όσοι διέφυγαν, σκορπίζουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Άλλοι πιάνουν τα οχυρά υψώματα της Οίτης κι άλλοι μέσω του Προυσού φτάνουν στο Μεσολόγγι. Οι Σιαδήμας και Γιολδάσης συνθηκολογούν και αποσύρονται (προσωρινά).
Μετά την ήττα της Καλιακούδας, ο Μουσταής, αφού πρώτα καίει τα Ψιανά και άλλα χωριουδάκια της περιοχής, κατεβαίνει σχεδόν ανενόχλητος στην Αιτωλία κυκλώνοντας, μαζί με τον Ομέρ Βρυώνη, το Ανατολικό (σημερινό Αιτωλικό). Το Μεσολόγγι, όμως, έχει προφτάσει να οχυρωθεί.
Τι έγινε;
Για το πως οι επίλεκτοι του Μουσταή πέρασαν από το “σημείο-κλειδί” και περικύκλωσαν τους μαχητές της Καλιακούδας, έχουν ειπωθεί και γραφεί πολλά και αντικρουόμενα. Θα αναφερθούμε στις διαφορετικές εκδοχές. Κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι αμέσως μετά τη μάχη της Καλιακούδας, οι Σιαδήμας και Γιολδάσης έκαμαν “καπάκι” με τον εχθρό, εκ των πραγμάτων ενίσχυσε τις εικασίες περί προδοσίας. Οφείλουμε, όμως, να επισημάνουμε ότι και πολλοί άλλοι καπεταναίοι της ευρύτερης περιοχής υπαναχώρησαν ή και συνθηκολόγησαν μετά την ήττα της Καλλιακούδας, καθώς ο εχθρός κυριάρχησε απόλυτα. Επιπλέον θα πρέπει να τονίσουμε πως εκείνη την εποχή η επιλογή μιας πρόσκαιρης-εικονικής συνθηκολόγησης, κάτω από το βάρος ειδικών αντίξοων συνθηκών και αρνητικών συσχετισμών δυνάμεων, δεν σήμαινε, κατ’ ανάγκη, προδοσία αλλά ταχτικό ελιγμό. Αν επιχειρούσαμε, δε, να σταθούμε αναλυτικά στα διάφορα «καπάκια» που συνάφθηκαν ανά καιρούς και κατά τη διάρκεια της επανάστασης, σίγουρα πολλοί θα αισθάνονταν θιγμένοι! Ετούτο δεν είναι όμως του παρόντος, οπότε ας μείνουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Τι να συνέβη άραγε; Κάποιοι άλλοι οπλαρχηγοί που, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, βρίσκονταν καθ’ οδό προς την Καλιακούδα χωρίς όμως να προλάβουν τη μάχη (Μήτσος Κοντογιάννης, Δήμος Σκαλτσάς, Ανδρέας Λόντος, Βασίλης Πετιμεζάς) σε κατοπινή γραπτή αναφορά τους προς τη Διοίκηση (1-9-1823) έκαναν λόγο για ύποπτη στάση του “άπιστου Γιολδάση”. Επίσης ο έπαρχος Κ. Μεταξάς έγραψε στα απομνημονεύματά του για χρηματισμό του Σιαδήμα από το Μουσταή.
Ο αγαπημένος Ευρυτάνας συγγραφέας Γιάννης Βράχας αναφέρει πως οι παλιότεροι γέροντες των Ψιανών Ευρυτανίας διηγούνταν πως ο Σιαδήμας δωροδοκήθηκε από τους Τούρκους για να τους οδηγήσει στο μονοπάτι, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα ένα μεγάλο κτήμα κοντά στο Κεφαλόβρυσο Τριχωνίας, το λεγόμενο “Σιαδμέικο τσιφλίκι”. Υπήρξαν και μερικοί πιο ουδέτεροι που έκαναν λόγο… απλά για εγκατάλειψη της θέσης. Αντίθετα, άλλοι ιστορικοί και μελετητές αμφισβητούν έντονα τα περί προδοσίας, όσον αφορά τους συγκεκριμένους οπλαρχηγούς, και ισχυρίζονται ότι εκείνο που συνέβη ήταν: είτε έγινε κατάληψη του κρίσιμου περάσματος από τον εχθρό μετά από ένοπλη σύγκρουση, είτε ότι υπήρξε μία εγκληματική αμέλεια στη φύλαξη λόγω ίσως και του ενθουσιασμού της νίκης της πρώτης ημέρας.
Κάποιοι θεωρούν, μάλιστα, ότι εξαιτίας των ενδοανταγωνισμών των καπεταναίων και των πολιτικών που πατρόναραν τους μεν ή τους δε, κόλλησε σκόπιμα η ρετσινιά στους Σιαδήμα-Γιολδάση διότι τούτοι ίσως να μην ήταν αρεστοί για κάποια περίοδο στην κυρίαρχη πολιτική τάξη. Οι τελευταίοι μελετητές ενισχύουν την άποψή τους περί «μη προδοσίας» υπογραμμίζοντας πως αργότερα ο Σιαδήμας απαλλάχθηκε από κάθε κατηγορία στο Πολεμικό Συμβούλιο που έγινε, με πρόεδρο το Μαυροκορδάτο και γραμματέα τον Κασομούλη, και ότι εν συνεχεία σκοτώθηκε πολεμώντας στην έξοδο του Μεσολογγίου. Ο δε Γιολδάσης υπηρέτησε κι εκείνος την επανάσταση, συμμετέχοντας σε διάφορες μάχες στην Ευρυτανία, στο Μοριά, αλλά και στην Αττικοβοιωτία δίπλα στον Καραϊσκάκη, ενώ έλαβε και το βαθμό του στρατηγού.
Όπως και να ‘χει, τα σπαρμένα κόκκαλα στα υψώματα της Καλλιακούδας δύσκολα μιλούν για να μας μαρτυρήσουν την πλήρη αλήθεια για εκείνη τη “σκοτεινή πλευρά” του συγκεκριμένου ιστορικού συμβάντος! Αλλά οπωσδήποτε θυμίζουν ότι κάποτε εδώ, σε αυτά τα περήφανα Ευρυτανικά υψώματα, κάποιοι επέλεξαν να “σταθούν”! Όπως, επίσης, θυμίζουν πως και η διχόνοια κι η προδοσία έρχονται από πολύ παλιά σε τούτη τη χώρα…