Μετά τις μάχες της Αλαμάνας και της Γραβιάς και την αποτυχία του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ Μεχμέτ να περάσουν στην Πελοπόννησο, η τουρκική κεντρική διοίκηση αναγκάστηκε να κινητοποιήσει και νέες δυνάμεις προς νότο.
Αυτή τη φορά επτά χιλιάδες Τούρκοι ξεκίνησαν από Μακεδονία με επικεφαλής το Μπεϊράν Πασά, ο οποίος είχε εντολή να ενωθεί με τις δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ Μεχμέτ Πασά κι όλοι μαζί να περάσουν στην Πελοπόννησο με σκοπό να καταπνίξουν την Επανάσταση και να ενισχύσουν τους Τούρκους της πολιορκημένης Τριπολιτσάς.
Όταν οι οπλαρχηγοί της ανατολικής Στερεάς έμαθαν για τη νέα εκστρατεία των Τούρκων, συγκεντρώθηκαν στο χωριό Εργίνι και αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους στη θέση της Φοντάνας. Ο Δυοβουνιώτης όμως είχε αντίθετη γνώμη. Πίστευε, ότι οι Τούρκοι πασάδες δεν θα καταδεχόντουσαν ν’ αφήσουν την πλατύτερη θέση των Βασιλικών για να περάσουν από τη στενότερη της Φοντάνας.
Οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί, οι οποίοι τιμούσαν το Δυοβουνιώτη, επειδή και εμπειροπόλεμος ήταν και δεν είχε αναμιχθεί σε πολιτικές ίντριγκες, δέχθηκαν το σχέδιο του. Έτσι τον Αύγουστο του 1821 οι Έλληνες οπλαρχηγοί περίμεναν τους Τούρκους στα στενά των Βασιλικών.
Γράφει ο Μακρυγιάννης:
«…και τους καρτέρεσαν οι αθάνατοι Έλληνες ως εφτακόσιοι άνθρωποι, κεφαλές αυτείνων ο γενναίος Γκούρας, Γεροδυοβουνιώτης, Παπα Αντριάς λαμπρύνεται αυτός σ’ εκείνη την μάχη χωρίς να κατηγορηθεί κανένας. Ότι όλοι πολέμησαν αντρείως, ο Νάκος Πανουργίας, ο Γεράντωνος, ο Μποΰσγος, Ροΰκης, Λάππας, θιοχάρης, Καλύβας, Κονταίγοι, Ρουμάνης, Κοντός, Παπακώστας, Τρακοκομνάς, Καραπούλης, Κουτρουμπαίγοι κι άλλοι. Αυτείνοι όλοι οι γενναίοι άντρες, οι σωτήρες της πατρίδος, αφάνισαν όλως διόλου αυτό το πλήθος των Τούρκων…».
Στις 24 Αυγούστου οι Τούρκοι πασάδες, εκτός του Χατζημπεκήρ, ο οποίος πέθανε ξαφνικά στη Λαμία, έφθασαν με περίπου επτά χιλιάδες ιππικό και πεζικό, στην Πλατανιά, όπου και διανυχτέρευσαν.
Στις 25 Αυγούστου έγινε μια μικρή συμπλοκή και την επομένη οι Τούρκοι, μετά την ευχή και τους κανιοβολισμούς, που συνήθιζαν να κάνουν πριν από κάθε μάχη όρμησαν εναντίον των Ελλήνων. Οι Δυοβουνιώτης, Πανουργίας και οι άλλοι οπλαρχηγοί με τα ψυχωμένα παλικάρια τους, αντιμετώπισαν και σύντριψαν τους Τούρκους. Μέχρι τη δύση του ηλίου τους κατεδίωκε ο Παπανδρέας από την Κουκουβίστα, γράφει ο Σπυρ. Τρικούπης.
Μετά τη μάχη καταμετρήθηκαν πολλοί τραυματίες, αλλά και πολλοί νεκροί, μεταξύ αυτών και η Μεμής Πασάς, τον οποίο λέγεται, ότι σκότωσε ο ίδιος ο Γκοΰρας. Όσοι Τούρκοι σώθηκαν εγκατέλειψαν πανικόβλητοι το πεδίο της μάχης.
Υπολογίζεται, ότι το 1/3 της δύναμης του Μπεϊράν Πασά τέθηκε εκτός μάχης, πολλά δε ήταν και τα λάφυρα, που έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων, 800 άλογα, 2 κανόνια και 18 σημαίες. Ο Μπεϊράν Πασάς αναγκάστηκε να γυρίσει στη βάση της Λαμίας, ενώ οι Έλληνες οπλαρχηγοί των οποίων οι απώλειες ήταν μηδαμινές, στρατοπέδευσαν στη Δαμάστα.
Η νίκη των Ελλήνων στα Βασιλικά εμπόδισε την προέλαση των Τούρκων ως το Μοριά. Απελπισμένοι οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς για τη βοήθεια που περίμεναν και που ποτέ δεν έφτασε, αναγκάστηκαν να παραδοθούν.
Ο Γκοΰρας, ο οποίος έδειξε στη μάχη αυτή τη μεγάλη του παληκαριά κι αντρειοσύνη τιμήθηκε από τη διοίκηση με το «Δίπλωμα Χιλιαρχίας». Στο Δυοβουνιώτη απονεμήθηκε τιμητικά ο βαθμός του στρατηγού.
Και ο Μακρυγιάννης συνεχίζει στα απομνημονεύματα του:
«….Ξαγόρασαν όλοι αυτείνοι οι γενναίοι άντρες το αίμα του συναγωνιστού τους περίφημου Διάκου… πατρίς, να μακαρίζης όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστηθούνε, να ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύθερη πατρίδα, όπου ήσουνε χαμένη και σβυσμένη από τον κατάλογον των εθνών…..να θυμάσαι και να λαμπρύνης εκείνους οπού λυωσανε τόση Τουρκιά και πασσάδες εις τα Βασιλικά….»
Πηγή: gorgopotamosvillage.gr