Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού – ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα-και πολιτικός. Ο Βαλαωρίτης χαρακτηρίστηκε εθνικός ποιητής, καθώς ύμνησε με επικά χαρακτηριστικά των αγώνα τον επαναστατημένων Ελλήνων. Επιπλέον, ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική, αφού έγινε βουλευτής της «Ιονίου Πολιτείας» και για μια περίοδο επτά ετών πάλεψε για την ελευθερία των Επτανήσων.
Ο Βαλαωρίτης ήταν μια από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας τον 19ο αιώνα και πέρασε μια ζωή με πολλές περιπέτειες. Στην ελληνική γραμματεία έχει αφήσει το στίγμα του ποιητή που ύμνησε τον αγώνα των αρματωλών και ήταν ένας από τους κυριότερους εκφραστές της επτανησιακής σχολής.
[ΠΑΡΑΦΡΑΣΕΙΣ 1873; – 1879]
(εκ των του Λαμαρτίνου)
Πάντα λοιπόν θα τρέχομε προς άγνωστο ακρογιάλι, θα καταποντιζόμεθα στου τάφου τη νυχτιά, χωρίς ποτ’ ένα απάνεμο μες στην ανεμοζάλη, ούτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!
5 Κοίταξε, λίμνη, κοίταξε! Δεν έκλεισ’ ένας χρόνος πὄπαιζε με το κύμα σου χαρούμενη, τρελή, και τώρα, τώρα ο δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος στην πέτρα εδ’ όπου πάντοτε μας έβλεπες μαζί.
Καθώς και τώρα, εμούγκριζες και τότε αγριεμένη 10 κι εξέσχιζες τα στήθη σου στου βράχου τα πλευρά, ανήσυχη επαράδερνες στην άκρη θυμωμένη κι εράντιζες τα πόδια της με τον αφρό συχνά.
Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κι εκείνη ελάμναμε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου νερά, 15 τ’ αγέρι δεν ανάσαινε, είχες και συ γαλήνη, στον ύπνο σου δεν άκουες παρά τα δυο κουπιά.
Μεμιάς τραγούδι ουράνιο, πρωτάκουστο, δροσάτο το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά. Έμειν’ ευθύς παράλυτο το κύμα σου το αφράτο 20 και τέτοια λόγια ακούστηκαν —θυμάσαι;— αρμονικά:
✳
«Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου ώρες γλυκιές, μην τρέχετε, σταθείτε μια στιγμή, κι εσύ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου, τώρα που ζευγαρώσαμε είν’ εύμορφη η ζωή.
25 »Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια, θέλουν να φύγουν άμετροι· γι’ αυτούς γοργά γοργά, Χρόνε μου, πέτα κι άφησε στου έρωτα τα βρόχια τα δυο μας να χορτάσομε τόσο γλυκιά σκλαβιά.
»Του κάκου! Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει… 30 Κανείς δε μ’ ακουρμαίνεται… Η νύχτα είναι σκληρή… Αχνίζουν τ’ άστρα, χάνονται… Κρυφά κρυφά προβαίνει τ’ άσπλαχνο γλυκοχάραμα… Λυπήσου μας, αυγή!…
»Του κάκου! Όλα ξεγέλασμα, είν’ όνειρα και πλάνη, ζωή μας είν’ η αγάπη μας και μοναχή χαρά, 35 ας μη ζητούμε ανύπαρχτο στον κόσμο άλλο λιμάνι, του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.
»Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πε μου, γιατί να σβηώνται, σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς, καθώς πετούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται 40 κι οι μαύρες, κι οι ολόπικρες στιγμές της συφοράς;
»Απ’ την βαθιά την άβυσσον οπού μας καταπίνει, απ’ την αιωνιότητα, οπού μας πλημμυρεί, τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει, δεν ξεφυτρώνει τίποτε… όλα τα τρως εσύ.
45 »Λοιπόν, απ’ όσα εχάρηκα δε θ’ απομείνει τρίμμα, δεν θα ν’ αφήσω τίποτα σ’ αυτήν τη μαύρη γη! Απ’ το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα κρίμα να μη σωθεί ένα πάτημα, ω Χρόνε αδικητή;…».
✳
Ω λίμνη, ω βράχοι μου άφωνοι, ω σεις, σπηλιές και δάση, 50 που βλέπετε τον πόνο μου, μια χάρη σάς ζητώ: εσείς οπού δε σκιάζεσθε κανείς να σας χαλάσει, ποτέ μη μας ξεχάσετε, στο μνήμ’ αν πάω κι εγώ.
Κι όταν σε δέρνει ο σίφουνας, κι όταν βαθιά κοιμάσαι, ω λίμνη μου αφροστέφανη, να μη μας λησμονείς, 55 εσ’ είδες την αγάπη μας και μόνη εσύ θυμάσαι πώς άναφταν τα στήθη μας, και θα μας συμπονείς.
Θέλω τα πεύκα, τα έλατα, οι βράχοι, η ρεματιά σου, τ’ αφρού σου το μουρμούρισμα, τ’ αντίλαλου η φωνή, τα δροσερά σου σύγνεφα, τ’ αγέρι, η καταχνιά σου, 60 η βρύση, ο καλαμιώνας σου, το χόρτο, το πουλί,
τ’ άστρο τ’ ασημομέτωπο, η μυρωδιά που χύνει το γαλανό το κύμα σου, ω λίμνη μου γλυκιά, ό,τι στην πλάση έχει αίσθηση, πνοή, νοημοσύνη, όλα να λένε: «Αγάπησαν, τα μαύρα, φλογερά!»
Μαδουρή [1878]
[Alphonse de Lamartine]