Ουκρανός επαναστάτης, ηγετική μορφή της Οκτωβριανής Επανάστασης. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, διετέλεσε κομισάριος Εξωτερικών και Πολέμου και θεωρήθηκε διάδοχος του Λένιν στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης.
Ηττήθηκε, όμως, στη μάχη της διαδοχής από τον Στάλιν, εξορίστηκε και δολοφονήθηκε. Οι οπαδοί του διαμόρφωσαν το πολιτικό ρεύμα του Τροτσκισμού, στο πλαίσιο του Μαρξισμού – Λενινισμού.
Ο Λιεφ Νταβίντοβιτς Μπρόνσταϊν (Lev Davidovich Bronshtein), όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου (7 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) του 1879 στο χωριό Γιανόφκα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (νυν Μπερεσλάφκα Ουκρανίας). Ο εβραϊκού θρησκεύματος πατέρας του ήταν πλούσιος κτηματίας της περιοχής, ενώ η μητέρα του Άννα ανήκε στη μεσοαστική τάξη και ήταν μορφωμένη.
Σε ηλικία οκτώ ετών, στάλθηκε από τους γονείς του σε σχολείο της Οδησσού, όπου έζησε τα επόμενα οκτώ χρόνια στο σπίτι του ανιψιού της μητέρας του, ενός φιλελεύθερου διανοούμενου. Το νεαρό αγόρι διακρίθηκε για την ευφυΐα του και τον χαρισματικό τρόπο με τον οποίο χειριζόταν τον γραπτό και προφορικό λόγο.
Όταν πήγε στο Νικολάγεφ το 1896 για να ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές του, ήλθε σε επαφή με μία παράνομη σοσιαλιστική οργάνωση και μυήθηκε στο Μαρξισμό. Αφού φοίτησε για λίγο στο πανεπιστήμιο της Οδησσού, το 1897 επέστρεψε στο Νικολάγεφ για να συμβάλει στην οργάνωση της παράνομης «Ένωσης Νοτιο-Ρώσων Εργατών».
Τον Ιανουάριο του 1898 συνελήφθη και εξορίστηκε στη Σιβηρία για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σιβηρία, εντάχθηκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Ρωσίας και παντρεύτηκε τη συνεργάτριά του Αλεξάνδρα Σοκολόφσκαγια, με την οποία απέκτησε δύο κόρες.
Το 1902 δραπέτευσε από τη Σιβηρία, χρησιμοποιώντας ένα πλαστό διαβατήριο με το όνομα Λέων Τρότσκι (Leon Trotsky), με το οποίο είναι γνωστός μέχρι τις μέρες μας. Για τα επόμενα 15 χρόνια έζησε στο εξωτερικό με μικρά διαλείμματα επιστροφής στην πατρίδα. Τον Ιούλιο του 1903, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, κατά τη διάρκεια του δευτέρου συνεδρίου του στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, διασπάστηκε σε «μπολσεβίκους» («πλειοψηφούντες») με επικεφαλής τον Λένιν και «μενσεβίκους» («μειοψηφούντες»), στους οποίους εντάχθηκε και ο Τρότσκι.
Οι «μενσεβίκοι» πρέσβευαν μία δημοκρατική προσέγγιση του σοσιαλισμού και ο Τρότσκι εναντιωνόταν στον Λένιν, απορρίπτοντας τις δικτατορικές μεθόδους του και τις οργανωτικές εκείνες αντιλήψεις που απέβλεπαν μόνο στην άμεση έναρξη της επανάστασης. Λίγο νωρίτερα, ο Τρότσκι είχε γνωρίσει και παντρευτεί στο Παρίσι τη δεύτερη σύζυγό του, τη ρωσίδα επαναστάτρια Ναταλία Σέντοβα, με την οποία απέκτησε δύο γιους.
Μόλις ξέσπασαν οι επαναστατικές ταραχές του 1905, ο Τρότσκι επέστρεψε στη Ρωσία και οργάνωσε τα Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης. Μετά τη συντριβή του κινήματος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του συνέγραψε το μείζον έργο του «Αποτελέσματα και Προοπτικές», στο οποίο διατύπωσε τη θεωρία του για τη διαρκή επανάσταση. Επρόκειτο για μία προσπάθεια να προσαρμόσει τη μαρξιστική θεωρία στη ρωσική πραγματικότητα, δηλαδή στις συνθήκες μιας υπανάπτυκτης χώρας, που βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό.
Ο Τρότσκι υποστήριζε ότι μία αστική επανάσταση στη Ρωσία θα οδηγούσε σε μία διαρκή επανάσταση ή αλλεπάλληλες επαναστάσεις, κατά τις οποίες το προλεταριάτο θα έβρισκε την ευκαιρία να καταλάβει την εξουσία στα αστικά κέντρα. Αν και η Ρωσία ήταν μία κυρίως αγροτική χώρα, αυτή η κυριαρχία στα αστικά της κέντρα δεν θα ήταν προσωρινή, επειδή η επανάσταση στη Ρωσία θα είχε ως επακόλουθο μία παρόμοια κατάσταση διαρκούς επανάστασης σε ολόκληρο τον κόσμο. Η ρωσική εξέγερση θα αποτελούσε παράδειγμα για τους προλετάριους της Δύσης, ώστε να εξεγερθούν, και θα οδηγούσε έτσι στην εγκαθίδρυση σοσιαλιστικών κυβερνήσεων, οι οποίες με τη σειρά τους θα υποστήριζαν τους επαναστάτες στη Ρωσία.
Το 1907, αφού εκτοπίστηκε για δεύτερη φορά στη Σιβηρία, κατάφερε και πάλι να διαφύγει στο εξωτερικό. Εγκαταστάθηκε αρχικά στη Βιέννη , όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος και το 1912-1913 παρακολούθησε τους Βαλκανικούς Πολέμους ως πολεμικός ανταποκριτής. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου συντάχθηκε με την πλειοψηφία των Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών, που καταδίκαζαν τον πόλεμο και αρνούνταν να υποστηρίξουν τις πολεμικές προσπάθειες του τσάρου.
Μετά την έκρηξη της Φεβρουαριανής Επανάστασης του 1917 επέστρεψε στη Ρωσία και παρά τις διαφωνίες του με τον Λένιν, εντάχθηκε στους «Μπολσεβίκους» κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης τον ίδιο χρόνο και την ανάληψη της εξουσίας από τους κομουνιστές. Το πρώτο πόστο που ανέλαβε ήταν αυτό του κομισάριου επί των Εξωτερικών και διαπραγματεύτηκε την έξοδο της Ρωσίας από τον πόλεμο και τη σύναψη ειρήνης με τη Γερμανία το 1918 («Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ»).
Κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφύλιου Πολέμου (1917-1922) διετέλεσε κομισάριος του Πολέμου και δημιούργησε τον Κόκκινο Στρατό, ο οποίος συνετέλεσε στη συντριβή των «Λευκών» αντεπαναστατών, συμβάλλοντας καθοριστικά στη στερέωση του νέου καθεστώτος. Ο Τρότσκι απέκτησε αίγλη και προβαλλόταν ως διάδοχος του Λένιν, όμως η πνευματική του ανωτερότητα και υπεροψία, καθώς και η εβραϊκή του καταγωγή λειτούργησαν εναντίον του. Έχοντας λιγοστούς φίλους στο μηχανισμό του κόμματος, έγινε εύκολη λεία για τον μηχανορράφο και πανούργο Στάλιν, ο οποίος μετά τον πρόωρο θάνατο του Λένιν (21 Ιανουαρίου 1924) ανέλαβε τα ηνία της Σοβιετικής Ένωσης.
Το Νοέμβριο του 1927, ο Τρότσκι εκδιώχθηκε από το κομουνιστικό κόμμα, τον Ιανουάριο του 1928 εκτοπίστηκε στην Κεντρική Ασία και τον Ιανουάριο του 1929 κρίθηκε ανεπιθύμητος στη Σοβιετική Ένωση κι εξορίστηκε. Αφού περιπλανήθηκε σε διάφορες χώρες (Τουρκία, Γαλλία, Νορβηγία), το 1936 εγκαταστάθηκε στο Μεξικό, συνεχίζοντας τον πολιτικό αγώνα του κατά του σταλινικού καθεστώτος, που το θεωρούσε μία γραφειοκρατική διαστροφή της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Στις 20 Αυγούστου 1940 ένας ισπανός κομουνιστής ονόματι Ραμόν Μερκαντέρ, εκτελώντας πιθανώς εντολές του Στάλιν, τον τραυμάτισε σοβαρά μ’ ένα τσεκούρι αλπινιστή. Την επομένη, 21 Αυγούστου 1940, ο Λέων Τρότσκι άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 60 ετών.