Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού – ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα-και πολιτικός. Ο Βαλαωρίτης χαρακτηρίστηκε εθνικός ποιητής, καθώς ύμνησε με επικά χαρακτηριστικά των αγώνα τον επαναστατημένων Ελλήνων. Επιπλέον, ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική, αφού έγινε βουλευτής της «Ιονίου Πολιτείας» και για μια περίοδο επτά ετών πάλεψε για την ελευθερία των Επτανήσων.
Ο Βαλαωρίτης ήταν μια από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας τον 19ο αιώνα και πέρασε μια ζωή με πολλές περιπέτειες. Στην ελληνική γραμματεία έχει αφήσει το στίγμα του ποιητή που ύμνησε τον αγώνα των αρματωλών και ήταν ένας από τους κυριότερους εκφραστές της επτανησιακής σχολής.
[ΝΕΑΝΙΚΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ;-1848;]
Parve, nec invideo, sine me, liber, ibis in urbem
Ovidius
Πρόκειται για ανέκδοτα ποιήματα που βρέθηκαν στα αυτόγραφα τετράδια του ποιητή και εκδόθηκαν το 1937
Εις τας ερήμους τας ξηράς, στην μαύρην Αραβίαν όταν σφυρίζει το Σιμούν με λύσσαν, με μανίαν, οι διψασμένοι Άραβες πηγαίνουν να καθίσουν εις των φοινίκων την σκιάν. — Στα νάματα τα κρύα 5 τα διψασμένα χείλη των τρέχουσι να δροσίσουν· κι ενώ ακούν από μακράν τα άγρια θηρία βαρείς να πέμπουν μυκηθμούς, ως σάλπιγγας θανάτων, ήσυχοι και ατάραχοι, σχεδόν απηυδισμένοι, εκεί απλώνουν στην σκιάν τα μαύρα σώματά των. 10 Ο άνεμος επάνω των σφυρίζων διαβαίνει φέρων μαζί του θόρυβον και μυκηθμούς λεόντων. Εις την σκιάν του φοίνικος οι Άραβες κοιτάζουν την τρικυμίαν που περνά επί των κεφαλών των και ηπλωμένοι καταγής κοιμώνται, ησυχάζουν. 15 Ο Άραψ ο πλανώμενος στην έρημνο ποιόν έχει στον κόσμον άλλον φίλον του παρά τινά στελέχη; Τοιουτοτρόπως και εγώ! Της θολεράς ζωής μου τα αφρισμένα κύματα μ’ έριψαν με μανίαν μακράν από τα χώματα της γης της πατρικής μου· 20 με έριψαν εις την νεκράν και δούλην Ιταλίαν.
Αλλά εδώ, ω ευτυχής! ενώ απηλπισμένος εις τους σκληρούς μου στοχασμούς ήμην παρητημένος, ενώ ακόμη ήκουα τους λαίλαπας να τρίζουν βαθέως μες στα σπλάχνα μου και να μου τα φλογίζουν, 25 απήντησα, ω φίλε μου, ως Άραψ της ερήμου, έν δένδρον νέον, χλοερόν, στον δρόμον μου ν’ αυξάνει. Εκεί ευρήκ’ ανάπαυσιν η έρημος ζωή μου. Είθ’ ο χειμών τα φύλλα του ποτέ να μη μαράνει! Αυτό το δένδρον είσαι συ. Είθε ποτέ καμία 30 να μη φυσήσει επάνω του άσπλαχνος τρικυμία! Ο Άραψ ο πλανώμενος πού πλέον θέλει θέσει την έρημόν του κεφαλήν εάν το δέντρον πέσει;
[1846]