To πραξικόπημα του 1953 ή πραξικόπημα της 28ης Μορντάντ (19 Αυγούστου), όπως είναι γνωστό στο Ιράν, αναφέρεται στη βίαιη ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου Ιρανού πρωθυπουργού Μοχάμεντ Μοσαντέκ με στρατιωτικό πραξικόπημα, που οργανώθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα σχέδια για το πραξικόπημα από τη κεντρική υπηρεσία πληροφοριών (CIA) και τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες (ΜΙ6), υπό την κωδική ονομασία AJAX (ή επιχείρηση «Αίαντας»), ξεκίνησαν στα τέλη του 1952 αξιοποιώντας ένα εκτεταμένο δίκτυο πολιτικών, επιχειρηματιών, θρησκευτικών παραγόντων και ανώτερων στρατιωτικών.
Με την επιχείρηση Αίαντας, για πρώτη φορά οι ΗΠΑ ανέτρεψαν μια ξένη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, γεγονός που τραυμάτισε βαθειά τόσο το Ιράν όσο και την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Χαρακτηρίζεται ως κρίσιμο γεγονός στην παγκόσμια ιστορία και σημαντικό ιστορικό προηγούμενο για μεταγενέστερα γεγονότα – όπως το πραξικόπημα του 1954 στη Γουατεμάλα και την ανατροπή του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή – που ανήγαγε παράλληλα τις ΗΠΑ σε κύριο στόχο της ιρανικής επανάστασης.
Τον Αύγουστο του 2013, μετά τον αποχαρακτηρισμό σχετικών μυστικών εγγράφων, η CIA παραδέχτηκε τη συμμετοχή της στο πραξικόπημα, που περιλάμβανε μεταξύ άλλων δράσεις δωροδοκίας Ιρανών πολιτικών ή άλλων ανώτερων αξιωματούχων και προπαγάνδας, ως «ενέργεια εξωτερικής πολιτικής» που σχεδιάστηκε και εγκρίθηκε από τα υψηλότερα κυβερνητικά επίπεδα. Νωρίτερα, η τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μαντλίν Ολμπράιτ είχε κάνει τη διαπίστωση πως το πραξικόπημα ήταν μια «οπισθοδρόμηση για την πολιτική ανάπτυξη του Ιράν».
Αν και περιγράφτηκε σε πολιτικό επίπεδο ως μια απόπειρα διάσωσης του Ιράν από τον κομμουνισμό, στην πραγματικότητα υπήρξε προσπάθεια διατήρησης του διεθνούς καρτέλ πετρελαίου. Ο Μοσαντέκ ανέλαβε την πρωθυπουργία στις 29 Απριλίου του 1951 και αμέσως προώθησε την εθνικοποίηση του ιρανικού πετρελαίου, κρατικοποιώντας την Αγγλοιρανική Εταιρεία Πετρελαίου (πρόδρομος της BP). Η ενέργεια αυτή ερχόταν σε σύγκρουση με τα οικονομικά συμφέροντα του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλων χωρών, καθώς μετέφερε τον έλεγχο από τις πετρελαϊκές εταιρείες της Δύσης στη χώρα παραγωγής του πετρελαίου.
Η Βρετανία αντέδρασε επιβάλλοντας οικονομικό εμπάργκο και αναλαμβάνοντας μυστικές πολιτικές δράσεις με στόχο την ανατροπή του Μοσαντέκ. Ειδικότερα, μετά την απομάκρυνση Βρετανών εργατών από τις πετρελαιοφόρες περιοχές στις 20 Σεπτεμβρίου, η βρετανική κυβέρνηση κινητοποίησε στρατό σχεδιάζοντας εισβολή στα διυλιστήρια του Αμπαντάν. Δεν κατάφερε ωστόσο να εξασφαλίσει την υποστήριξη των ΗΠΑ, κατόπιν άρνησης του προέδρου Τρούμαν, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να ματαιωθεί.
Αποτέλεσμα του πραξικοπήματος ήταν η εγκαθίδρυση στρατιωτικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον στρατηγό Φαζλαλλάχ Ζαχεντί επιτρέποντας στον σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί να επανέλθει στην εξουσία μέχρι την ιρανική επανάσταση του 1979. Λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα ο Μοσαντέκ καταδικάστηκε για προδοσία σε τρία χρόνια φυλάκιστης και κατόπιν έζησε υπό κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι τον θάνατό του. Καταδικάστηκαν επίσης αρκετοί από τους στενούς συνεργάτες του, ενώ ο υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησής του, Χοσέιν Φατεμί, εκτελέστηκε από την κυβέρνηση του Ζαχεντί.
wikipedia, archive.nytimes.com