Με τον όρο Επιδρομή της Διέππης, «Operation Rutter» (αργότερα η επιχείρηση μετονομάστηκε σε «Επιχείρηση Αγαλλίαση», αναφέρεται η επιδρομή που πραγματοποίησαν τον Αύγουστο του 1942 τα Συμμαχικά στρατεύματα εναντίον του κατεχόμενου από τη ναζιστική Γερμανία, μικρού γαλλικού λιμένα της Διέππης. Η επιχείρηση στέφθηκε από πλήρη αποτυχία.
Ήδη από το 1940 οι γερμανικές δυνάμεις είχαν εισβάλει και κυριεύσει το μεγαλύτερο τμήμα της Γαλλίας (το υπόλοιπο τμήμα δεν τελούσε υπό άμεση γερμανική κατοχή αλλά ελεγχόταν από την Κυβέρνηση του Βισύ). Οι Βρετανοί είχαν εκδιωχθεί ολοσχερώς από την ηπειρωτική Ευρώπη και ήδη αναζητούσαν μεθόδους τακτικής με στόχο την επιστροφή τους σε αυτήν. Για το σκοπό αυτό είχαν δημιουργήσει και το μικτό επιτελείο των «συνδυασμένων επιχειρήσεων» (Combined Operations) στο οποίο συμμετείχαν, συντονισμένα και από κοινού, και οι τρεις δυνάμεις (Στρατός, Ναυτικό και Αεροπορία).
Η κατάσταση για τους Βρετανούς επιδεινώθηκε το 1941, όταν οι δυνάμεις του Χίτλερ εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση. Οι στρατιωτικές επιτυχίες των Ναζί διαδέχονταν η μία την άλλη και ο Ιωσήφ Στάλιν πίεζε με όλες του τις δυνάμεις τόσο την Βρετανία όσο και τις ΗΠΑ να δημιουργήσουν ένα δεύτερο μέτωπο στη δυτική Ευρώπη, ώστε να ανακουφιστούν τα σοβιετικά στρατεύματα. Από την άλλη, ο επικεφαλής του Μικτού Επιτελείου Λούις Μαουντμπάττεν ανυπομονούσε να δοκιμάσει νέες τακτικές σε πραγματική απόβαση και εναντίον πραγματικής αντίστασης.
Ήδη από τα τέλη του 1941 το Μικτό Επιτελείο είχε καταστρώσει σχέδιο για την απόβαση 12 μεραρχιών στην περιοχή της Χάβρης, βασιζόμενο στην αποχώρηση μεγάλης γερμανικής δύναμης, που μεταφέρθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η απειλή που άρχισε να θέτει ο Κόκκινος Στρατός στις δυνάμεις της Βέρμαχτ. Αρχικά αυτό που οι Βρετανοί ήθελαν να δοκιμάσουν ήταν αν ένα μεγάλο λιμάνι (όπως η Χάβρη) θα μπορούσε να καταληφθεί ανέπαφο – και άρα χρησιμοποιήσιμο από τις ναυτικές τους δυνάμεις. Ήθελαν επίσης να δοκιμάσουν την αποτελεσματικότητα μεταφοράς αρμάτων και βαρέος πυροβολικού από τα αποβατικά σκάφη. Τα σχέδια περιορίστηκαν σε μικρότερους στόχους, και επιλέχθηκε ως στόχος ο λιμένας της Διέππης.
Δεδομένου ότι οι Αμερικανοί βοηθούσαν τους Σοβιετικούς με χρήματα και υλικά, αλλά δεν ήταν ακόμη σε θέση να τους εφοδιάσουν με όπλα ούτε να τους υποστηρίξουν με στρατεύματα, μοιραία το βάρος έπεφτε στους Βρετανούς. Τελικά, ο Τσώρτσιλ, υπό την αφόρητη πίεση των Σοβιετικών, αποφάσισε ότι η διεξαγωγή μιας επιχείρησης τύπου hit and run εναντίον της Διέππης θα έπρεπε να προχωρήσει. Ξεκίνησαν έτσι οι προετοιμασίες με καταληκτική ημερομηνία διεξαγωγής της αποστολής τον Ιούλιο του 1942. Επιπλέον, η όλη επιχείρηση θα μπορούσε να αποτελεί μια καλή «γενική δοκιμή» για μεγαλύτερης κλίμακας απόβαση από συμμαχικής πλευράς, κάτι που πραγματοποιήθηκε δύο χρόνια αργότερα με την Απόβαση της Νορμανδίας.
Προετοιμασία
Η αρχική σύλληψη του σχεδίου έγινε τον Απρίλιο του 1942. Οι Σύμμαχοι σχεδίαζαν να καταλάβουν, με μια μεσαίου μεγέθους επιχείρηση, ένα υπό κατοχήν γαλλικό λιμάνι, να το διατηρήσουν στην κατοχή τους τουλάχιστον όσο διαρκούσαν δύο παλίρροιες πριν αποχωρήσουν και να προκαλέσουν σε αυτό όσο περισσότερες καταστροφές μπορούσαν τόσο στις εγκαταστάσεις όσο και στις αμυντικές του θέσεις. Το αρχικό αυτό σχέδιο, που εγκρίθηκε τον Μάιο του 1942, προέβλεπε ρίψεις αλεξιπτωτιστών στις περιοχές πίσω από το λιμάνι, πριν επιχειρηθεί κατάληψή του διά θαλάσσης. Το σχέδιο αυτό ήταν ιδιαίτερα ευάλωτο στον παράγοντα «καιρικές συνθήκες», αλλά κρίθηκε κατάλληλο γιατί θα παρείχε στους Βρετανούς την απαραίτητη εμπειρία αμφιβίων αποστολών – παρόμοια επιχείρηση που αναλήφθηκε από Βρετανούς για τελευταία φορά ήταν η επιδρομή στην Καλλίπολη κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από την άλλη, οι Καναδοί ήθελαν να παράσχουν κάθε δυνατή βοήθεια στους Βρετανούς. Από το 1939 οι καναδικές δυνάμεις προετοιμάζονταν για επιχειρήσεις, αλλά δεν είχαν συμμετάσχει σε καμία. Την εμπλοκή των Καναδών προκάλεσαν τόσο οι πιέσεις σε πολιτικό επίπεδο, όσο και οι πιέσεις από το εσωτερικό του στρατεύματος.
Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε την εκτέλεση της επιδρομής στις 7 Ιουλίου 1942, έγινε όμως αναγκαίο να αναβληθεί για την επομένη λόγω των δυσμενών, για παρόμοια επιχείρηση, καιρικών συνθηκών. Ακριβώς την ημέρα που μεσολάβησε, τα σκάφη που θα έπαιρναν μέρος δέχθηκαν επίθεση στο στενό του Σόλεντ (Solent) όπου ήταν αγκυροβολημένα. Αυτό οδήγησε στην επ’ αόριστον αναβολή της επιχείρησης, καθώς αφενός μεν εκτιμήθηκε ότι το στοιχείο του αιφνιδιασμού είχε χαθεί, ενώ δύο μεταγωγικά είχαν υποστεί σοβαρές ζημίες.
Το βασικό σχέδιο
Ο σχεδιασμός προέβλεπε την απόβαση δύναμης περίπου 6.000 ανδρών σε πέντε διαφορετικά σημεία κατά μήκος 16 χιλιομέτρων ακτογραμμής, η οποία είχε ισχυρές αμυντικές εγκαταστάσεις, καθώς η προετοιμασία του Τείχους του Ατλαντικού από πλευράς Γερμανών βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Ο αρχικός σχεδιασμός περί ρίψεως αλεξιπτωτιστών εγκαταλείφθηκε και αποφασίστηκε η δια θαλάσσης απόβαση και μόνον. Τα τέσσερα σημεία, στα οποία θα γινόταν η απόβαση, βρίσκονταν ανά δύο ανατολικά και δυτικά της Διέππης και θα ξεκινούσαν λίγο πριν την αυγή. Η κύρια επίθεση θα γινόταν κατά της ίδιας της πόλης – λιμένα, θα εκκινούσε μια ώρα αργότερα. Την αποβατική δύναμη αποτελούσαν 5.000 περίπου Καναδοί της 2ης Καναδικής Μεραρχίας με διοικητή τον υποστράτηγο Ρόμπερτς («Ham» Roberts), περίπου 1.000 Βρετανοί κομμάντος, 15 Γάλλοι και 50 Αμερικανοί της δύναμης των «Army Rangers».
Το πρώτο τμήμα (με την ονομασία Commando No 3) θα αποβιβαζόταν στα δύο σημεία οκτώ μίλια ανατολικά της Διέππης με στόχο να σιγήσουν τα πυροβόλα της παράκτιας πυροβολαρχίας κοντά στην κωμόπολη Μπερνεβάλ (Berneval). Το «Commando No 4» (στο οποίο περιλαμβάνονταν και οι Ρέιντζερς) θα αποβιβαζόταν σε δυο σημεία έξι μίλια δυτικά της πόλης, με στόχο την εξουδετέρωση της παράκτιας πυροβολαρχίας κοντά στο Βαρανζβίλ (Varengeville). Η κάθε πυροβολαρχία διέθετε εκατό περίπου άνδρες και οι δύο ταυτόχρονες αποβάσεις θα επέτρεπαν στους επιτιθέμενους την ευκολότερη εξουδετέρωσή τους. Η εξουδετέρωση αυτών των πυροβόλων κρίθηκε απόλυτα απαραίτητη, καθώς μπορούσαν άνετα να βάλουν εναντίον των σκαφών που θα διενεργούσαν την κύρια επίθεση κατά της πόλης.
Την κύρια επίθεση θα διενεργούσαν οι Καναδοί, αποβιβαζόμενοι σε τέσσερα διαφορετικά σημεία, αρχικά ανατολικά στο Πουί (Puys) και δυτικά στην Πουρβίλ (Pourville) μισή ώρα πριν την κύρια επίθεση, ώστε να εξουδετερωθούν οι φωλιές πολυβόλων στα υψώματα που δέσποζαν της πόλης. Τα δύο κεντρικά σημεία απόβασης στις παραλίες της ίδιας της πόλης θα προσβάλλονταν τις πρώτες πρωινές ώρες. Αεροπορική κάλυψη και υποστήριξη θα παρείχε η RAF με 65 σμήνη καταδιωκτικών, βομβαρδιστικών και καταδιωκτικών – βομβαρδιστικών. Ο όλος σχεδιασμός στηρίχθηκε σε δύο σκέλη: Πρώτον ότι η απόβαση αρμάτων θα παρείχε ισχυρότατο προκάλυμμα στους επιτιθεμένους και δεύτερον ότι η άμυνα της Διέππης δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρή.
Η απόβαση
Τη νύκτα της 18ης Αυγούστου από πέντε βρετανικά λιμάνια, μεταξύ Νιουχέιβεν και Σαουθάμπτον απέπλευσαν 240 σκάφη με προορισμό την Διέππη. Ήδη ενώ προσέγγιζαν την γαλλική ακτή, τα πράγματα άρχισαν να μην πηγαίνουν καλά: Τα σκάφη που μετέφεραν το «Κομμάντο Νο 3» συνάντησαν μια γερμανική νηοπομπή, η οποία ειδοποίησε τις παράκτιες αμυντικές δυνάμεις στο Μπερνεβάλ και στο Πουί, θέτοντάς τις σε συναγερμό. Το στοιχείο του αιφνιδιασμού είχε χαθεί.
Τα περισσότερα από τα σκάφη που μετέφεραν τους άνδρες του 3ου Κομμάντο δεν έφθασαν ποτέ στην ακτή, ενώ όσα κατάφεραν να φθάσουν εξουδετερώθηκαν ταχύτατα. Μικρό τμήμα από 20 κομμάντος κατάφερε, εν τούτοις, να φθάσει σε απόσταση 180 μ. από τα παράκτια πυροβόλα και να παρεμποδίσει, με εύστοχα πυρά, τις βολές τους επί δυόμισι ώρες, πριν εγκαταλείψει τις θέσεις του και αναχωρήσει με ασφάλεια.
Στην ανατολική πτέρυγα
Το Βασιλικό Σύνταγμα Καναδών έφθασε στη στενή παραλία του Πουί στις 5 το πρωί, έχοντας καθυστερήσει στην ώρα άφιξης και χάσει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Με την ανατολή του ήλιου, οι Γερμανοί στόχευαν τα αποβατικά, το πρώτο από τα οποία κατέβασε τη ράμπα του στις 05:07΄ και οι Καναδοί όρμησαν έξω βαλλόμενοι από πολυβόλα και πυρά όλμων. Όσοι επέζησαν καταφέρνοντας να φθάσουν στη συρματοπλεγμένη ακτή, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι ύστερα από λίγες ώρες άσκοπης αντίστασης. Τρεις διμοιρίες ενισχύσεων που κατέφθασαν καθηλώθηκαν στην ακτή από πυρά πολυβόλων και όλμων, καθώς ήταν αδύνατη η οπισθοχώρησή τους υπό παρόμοια πυρά.
Συνολικά 300 άνδρες φονεύθηκαν, 20 πέθαναν αργότερα από τα τραύματά τους ενώ 33 κατάφεραν να επιστρέψουν στην Βρετανία. Οι υπόλοιποι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Ήταν οι μεγαλύτερες απώλειες που είχε υποστεί Καναδικό σύνταγμα μέσα σε μια μοναδική ημέρα σε ολόκληρο τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην δυτική πτέρυγα
Στα δυτικά της Διέππης, το Κομμάντο Νο 4 κατέστρεψε τα πυροβόλα κοντά στην Βαρανζβίλ και αποσύρθηκε με ασφάλεια. Στην Πουρβίλ το Σύνταγμα του Νότιου Σασκατσουάν και οι «Queen’s Own Cameron Highlanders of Canada» πέτυχαν μερικό αιφνιδιασμό και αντιμετώπισαν μικρή μόνον αντίσταση. Καθώς όμως προωθούνταν, δέχτηκαν σφοδρά πυρά και οι μεν άνδρες του Σασκατσουάν καθηλώθηκαν, οι δε «Camerons» κατάφεραν να προωθηθούν τρία ακόμη χιλιόμετρα προς τον αντικειμενικό τους σκοπό, ένα μικρό αεροδρόμιο, πριν αναγκαστούν και αυτοί να σταματήσουν.
Οι απώλειες και των δύο συνταγμάτων ήταν βαριές κατά τη διάρκεια της αποχώρησης, καθώς δέχθηκαν καταιγιστικά πυρά από τα υψώματα γύρω από την Πουρβίλ και από τη δυτική πλευρά της. Η γενναιότητα των πληρωμάτων των αποβατικών ήταν αυτή που επέτρεψε σε 341 άνδρες να επιβιβαστούν σε αυτά για την επιστροφή τους, αλλά η εντεινόμενη πίεση από τα γερμανικά πυρά τα υποχρέωσε να αναχωρήσουν πριν προλάβουν να επιβιβαστούν και οι υπόλοιποι, οι οποίοι αφέθηκαν στην αιχμαλωσία.
Η κύρια επίθεση
Μπροστά στο λιμάνι της Διέππης τέσσερα αντιτορπιλικά άρχισαν να βάλουν προς την ακτή, καθώς πλησίαζαν τα αποβατικά σκάφη. Το πυρ των αντιτορπιλικών, όμως, ήταν ανεπαρκές τόσο για τους στόχους για τους οποίους προοριζόταν όσο και ως υποστηρικτικό για τις αποβιβαζόμενες δυνάμεις. Στις 05:15′ πέντε σμήνη αεροσκαφών Χάρικέιν (Hurricane Mk IIB) της RAF άρχισαν να βομβαρδίζουν τις θέσεις της παράκτιας άμυνας και να δημιουργούν προπέτασμα καπνού για την κάλυψη των επιτιθέμενων.
Στις 05:20 οι πρώτοι άνδρες από τις μονάδες «Essex Scottish Regiment» και «Royal Hamilton Light Infantry» βγήκαν στη στεριά και άρχισαν να κόβουν τα συρματοπλέγματα που περιέβαλαν την παραλία. Ο κακός συγχρονισμός όμως αποδείχτηκε μοιραίος: Οι αποβιβαζόμενοι είχαν απόλυτη ανάγκη από τη στήριξη των αρμάτων μάχης του 14ου Συντάγματος Θωρακισμένων, τα οποία καθυστέρησαν, παρά το ότι προβλεπόταν να αποβιβαστούν ταυτόχρονα με το πεζικό. Έτσι, οι άνδρες των δύο συνταγμάτων αναγκάστηκαν να δώσουν μάχη χωρίς υποστήριξη πυροβολικού. Τα αποβατικά έγιναν στόχος των παράκτιων πυροβόλων και αρκετά από αυτά καταστράφηκαν, καθιστώντας την αποχώρηση των ανδρών ακόμη πιο προβληματική. Ολόκληρες διμοιρίες εξοντώθηκαν μόλις πάτησαν το πόδι τους στην ακτή. Ορισμένα τμήματα των δύο συνταγμάτων κατάφεραν να φθάσουν στην πόλη, οχυρώθηκαν πίσω από το ημικατεστραμμένο καζίνο και έδωσαν σφοδρή μάχη, χωρίς όμως να κατορθώσουν να φθάσουν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς.
Εν τω μεταξύ έφθασαν 29 άρματα του 14ου Συντάγματος, από τα οποία 27 κατόρθωσαν να φθάσουν στην ακτή (δύο έπεσαν στα βαθιά και καταποντίστηκαν). Εκεί όμως, καθώς δεν υπήρχαν κατάλληλοι μηχανικοί, ανέκοψαν πορεία λόγω των αντιαρματικών εμποδίων και είτε εξοντώθηκαν από τα πυροβόλα είτε κόλλησαν στην παραλία. Ωστόσο, μερικά είχαν τη δυνατότητα να βάλουν και υποστήριξαν όσο μπορούσαν την αποχώρηση των μονάδων του πεζικού. Τα πληρώματα των αρμάτων αιχμαλωτίστηκαν όλα.
Ο στρατηγός Ρόμπερτς, επικεφαλής της επιχείρησης, είχε παραμείνει στο αντιτορπιλικό HMS Calpe απ’ όπου, μαζί με τον πλοίαρχο Τζον Χυγκ – Aλλέ (John Hugues-Hallet), επικεφαλής των ναυτικών δυνάμεων, προσπαθούσαν να συντονίσουν την όλη επιχείρηση. Αντιμετώπισαν δύο βασικά εμπόδια: Πρώτον, το προπέτασμα καπνού που κάλυπτε τις αποβατικές δυνάμεις τους εμπόδιζε να δουν τις εξελίξεις. Δεύτερον, βασισμένος σε ανακριβείς πληροφορίες που του διαβιβάστηκαν νόμισε ότι οι άνδρες του Σκωτσέζικου Συντάγματος είχαν διεισδύσει στην πόλη και διέπραξε το σφάλμα να αποστείλει και τις εφεδρείες του στην μάχη, δηλαδή την μονάδα Fusiliers Mont-Royal (Τυφεκιοφόροι Μον Ρουαγιάλ). Όντως, οι Τυφεκιοφόροι, με επικεφαλής τον Αντισυνταγματάρχη Ντολάρ Μενάρ (Dollard Ménard) επιβιβάστηκαν στα 26 σκάφη τους στις 07:00 και προσπάθησαν να φθάσουν στην ακτή. Οι Γερμανοί τους περίμεναν με ισχυρά πυρά πολυβόλων, όλμους και χειροβομβίδες. Κάτω από τα πυρά αυτά οι Τυφεκιοφόροι αποδεκατίστηκαν, πολλοί πριν καν κατέβουν από τα αποβατικά, και ελάχιστοι κατάφεραν να φθάσουν στα πρώτα σπίτια της ακτής.
Γύρω στις 09:00 οι επικεφαλής της επιχείρησης αντιλήφθηκαν την πραγματικότητα: Οι Γερμανοί εξακολουθούσαν να κατέχουν τα υψώματα γύρω από την πόλη απ’ όπου έβαλαν ανηλεώς κατά των ακτών. Στις 11:00 δόθηκε η διαταγή της αποχώρησης και τα αποβατικά άρχισαν να επανέρχονται στις ακτές, υποστηριζόμενα από νέο προπέτασμα καπνού και έχοντας μικρή αεροπορική κάλυψη από την RAF. Επικράτησε μεγάλη σύγχυση και περίπου στις 12:20 καμία ακτή δεν ήταν πλέον προσβάσιμη από τις αποχωρούσες δυνάμεις.
Στις 12:48 το HMS Calpe έκανε μια τελευταία προσπάθεια, στέλνοντας δύο από τις λέμβους του στην ακτή. Ύστερα και από αυτήν, ο στόλος αναχώρησε ολοταχώς προς την Αγγλία. Η επιχείρηση είχε τελειώσει, σημειώνοντας ολοσχερή αποτυχία.
Απολογισμός
Οι καναδικές δυνάμεις έχασαν συνολικά 3.367 άνδρες: 907 νεκροί, οι υπόλοιποι τραυματίες ή αιχμάλωτοι. Οι Βρετανοί έχασαν 275 κομμάντος (57 νεκροί). Οι Αμερικανοί είχαν τρεις νεκρούς. Το Βρετανικό ναυτικό έχασε ένα αντιτορπιλικό και 33 αποβατικά σκάφη, με 550 νεκρούς και τραυματίες. Η RAF έχασε 106 αεροσκάφη, έναντι 48 της Λουφτβάφε.
Οι γερμανικές απώλειες ανήλθαν σε 591 άνδρες συνολικά. Οι Καναδοί αξιωματικοί Λοχαγός Τζ. Φουτ (Captain J.W. Foote) διοικητής του Royal Hamilton Light Infantry και ο Αντισυνταγματάρχης Σ. Μέριτ (Lieutenant-Colonel C.C. Merritt) τιμήθηκαν με τον Σταυρό της Βικτωρίας.
Το μάθημα της Διέππης
Δεν υπάρχει αμφιβολία, όταν ειδωθεί από την σκοπιά του σημερινού ιστορικού, ότι η επιχείρηση ήταν εξ ορισμού καταδικασμένη σε αποτυχία.
Οι αξιωματικοί των Συμμάχων δεν είχαν καμία εμπειρία σχετική με παρόμοιες επιχειρήσεις, ο σχεδιασμός ήταν υπερβολικά φιλόδοξος και δεν έλαβε υπόψη του όλες τις παραμέτρους – ιδιαίτερα τις γερμανικές δυνάμεις στην περιοχή, τις οποίες υποεκτίμησε, αλλά και την υποστήριξη των αποβατικών μονάδων από πλευράς εφοδιασμού και εξοπλισμού – το τελευταίο αποδείχτηκε μοιραίο για τα άρματα μάχης, που ακινητοποιήθηκαν στις ακτές. Η εκπαίδευση των ανδρών που έλαβαν μέρος ήταν το λιγότερο ανεπαρκής, τα πυρά υποστήριξης (από τέσσερα αντιτορπιλικά) ήταν ισχνά, ενώ ήταν άστοχη η χρησιμοποίηση στρατιωτών που μόλις έπαιρναν το βάπτισμα του πυρός.
Επιπλέον, οι ακτές δεν ήταν κατάλληλες για την αποβίβαση αρμάτων μάχης, και αυτό ήταν γνωστό στους Γερμανούς – κατά περίεργο τρόπο δεν το πρόβλεψαν οι Βρετανοί. Κάτι που έλειπε – και αποδείχτηκε μοιραίο στη λήψη των αποφάσεων από τους ηγέτες – ήταν μια επαρκής ομάδα πληροφόρησης για την κατάσταση, όπως και η οργάνωση μιας επιχείρησης για την επιτόπια συλλογή πληροφοριών πριν την απόβαση: Αν και δεν αναφέρονται σχετικά στοιχεία, φαίνεται ότι η επιχείρηση στηρίχθηκε σε σκόρπιες πληροφορίες και αεροφωτογραφήσεις. Δεν είναι, επίσης, αληθές ότι οι Γερμανοί είχαν προειδοποιηθεί για την απόβαση: Ειδοποιήθηκαν ελάχιστες ώρες πριν την πραγματοποίησή της και όντως είχαν τεθεί σε συναγερμό.
Το κέρδος, από συμμαχικής πλευράς, από αυτή την παταγώδη αποτυχία ήταν ότι οι επικεφαλής των επιτελείων προβληματίστηκαν πολύ σχετικά με την στρατηγική του μέλλοντος. Σταμάτησαν να θεωρούν την κατάληψη και χρήση ενός λιμένα ως απαραίτητο όρο για την πραγματοποίηση μιας μεγάλου μεγέθους απόβασης, αντιλήφθηκαν την σημασία της σωστής και έγκαιρης πληροφόρησης και της σωστής υποστήριξης των μονάδων απόβασης από βοηθητικά τμήματα, όπως Μηχανικού, καταστροφών, διαβιβάσεων κτλ.