Γιατί έμειναν οι Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες γνωρίζοντας το ανώφελο της αυτοθυσίας τους;
Αυτό είναι το ερώτημα που πλανάται πάνω από τη θρυλική μάχη του Αυγούστου του 480 π.Χ. εδώ και αιώνες. Ιστορικοί και σχολές σκέψης έχουν αποπειραθεί διάφορες, περισσότερο ή λιγότερο πειστικές, απαντήσεις, όποια κι αν είναι όμως η πολιτική και στρατιωτική ετυμηγορία δεν μειώνει σε τίποτα την αξία της στάσης του Λεωνίδα και τη θυσία τόσο του ίδιου όσο και των αντρών του.
Με όποιον τρόπο και για όποιον -κρυφό ή φανερό- λόγο κι αν το έκανε, δεν παύει να έπραξε ένα χρέος το οποίο θα μπορούσε να είχε αποφύγει. Ήταν αυτή η ξεκάθαρη επιλογή του που μετράει, αυτή η ηρωική απόφαση που πήρε και έκανε την ελληνική ιστορία να μη χρειάζεται ωραιοποιήσεις και στρογγυλοποιήσεις για να αποδειχθεί πόσο μεγάλη είναι.
«Εκείνων που σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες ένδοξη η τύχη, ωραίος ο θάνατός τους, κι ο τάφος τους βωμός· ανάμνηση τους πρέπει και όχι γόοι κι εγκώμιο είναι γι᾽ αυτούς το μοιρολόι. Τέτοιος εντάφιος στολισμός ποτέ τη λάμψη δε θα χάσει απ᾽ τον καιρό τον παντοδαμαστή κι ούτε σκουριά ποτέ θα τον σκεπάσει. Στο μνήμα των αντρείων ετούτο το ιερό η δόξα της Ελλάδας έχει θρονιαστεί το μαρτυρά κι ο βασιλιάς της Σπάρτης ο Λεωνίδας, που αφήνει στολίδι πίσω του αρετής τρανό κι ένα όνομα που αμάραντο θα μείνει», μας λέει ο Σιμωνίδης ο Κείος για τον πολεμικό άθλο που παρά την ήττα, σφραγίστηκε στις συνειδήσεις της οικουμένης ως θρίαμβος της θέλησης και ορόσημο ανδρείας και πατριωτισμού.
«Ποιος από τους μεταγενέστερους», αναρωτιέται ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, «δεν θα ζηλέψει την παλικαριά αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι, καθώς βρέθηκαν στην αρπάγη μιας συντριπτικά υπέρτερης καταστάσεως, σωματικά υπέκυψαν, έμειναν όμως αήττητοι στην ψυχή. Γι’ αυτό, μόνο αυτοί από όλη την ιστορία αναφέρονται».
Ήττα μεν, αλλά νίκη ηθική, που έδωσε την ψυχή και το κουράγιο στους Έλληνες να συντρίψουν τους Πέρσες στη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές και να διώξουν τη θανάσιμη απειλή από τα εδάφη τους. Γι’ αυτό και ο ιστορικός αντίκτυπος των Θερμοπυλών κατανοήθηκε και τραγουδήθηκε τόσο ήδη από την εποχή του, καθώς η σημασία του ήταν βαρύνουσα για το μέλλον του κοινού των Ελλήνων.
Στους τάφους των νεκρών πολεμιστών χαράχτηκαν εξάλλου τρία επιγράμματα του λυρικού ποιητή Σιμωνίδη του Κείου, ο οποίος ύμνησε και αλλού τη στάση των Λακεδαιμονίων σε κείνη τη μάχη: «Το μαύρο σύννεφο του θανάτου τους βρήκε, όμως αυτοί δεν θα πεθάνουν, αν και νεκροί, αφού η δόξα της αρετής τους επάνω θα τους ανεβάζει από τα δώματα του Άδη».
Οι Θερμοπύλες έγιναν σημείο αναφοράς για τον αρχαιοελληνικό κόσμο, αφού λίγο μετά τη μάχη ανεγέρθηκε ένας πέτρινος λέων, ως υπόμνηση στο όνομα του νεκρού σπαρτιάτη βασιλιά. Όταν τα λείψανα του Λεωνίδα μεταφέρθηκαν στη Σπάρτη το 440 π.Χ., η ιδιαίτερα τιμητική ταφή του χαρακτηρίστηκε υπερβολική από τον Ηρόδοτο!
Ο άριστος ωστόσο της σπαρτιατικής πολιτείας είχε επαναβεβαιώσει τον ρόλο της Λακεδαιμόνας ως υπερασπιστή της ανεξαρτησίας των Ελλήνων, πριν αναλάβει η Αθήνα ηγετικό ρόλο στον αντιπερσικό αγώνα. Το παράδειγμα των Θερμοπυλών ήταν εξάλλου τόσο επιβλητικό στη σημασία του ώστε χρησίμευε ως κάλεσμα για ηρωισμό ακόμα και στους αθηναίους ρήτορες. Ο Λυσίας υπενθύμιζε συνεχώς τη γενναία στάση της Σπάρτης κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων και ο Λυκούργος μιλούσε για τις Θερμοπύλες ως υπόδειγμα ηρωικής αρετής, καλώντας τους Αθηναίους να αντιταχθούν με τον ίδιο τρόπο στη μακεδονική επέκταση προς τα νότια.
Ακόμα και ο Μέγας Αλέξανδρος συνέβαλε στη διαιώνιση της ανάμνησης των Θερμοπυλών, αφού ύστερα από τη νίκη του εναντίον των Περσών στον Γρανικό Ποταμό, έδωσε εντολή να σταλούν στην Αθήνα 300 περσικές πανοπλίες ως λάφυρα (σημειώνοντας πάντως στη γνωστή επιγραφή: «Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου, και οι λοιποί Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»).
Η κατάσταση στον ελλαδικό χώρο ήταν πια ολότελα διαφορετική από το 480 π.Χ., όταν οι Σπαρτιάτες ήταν οι αναγνωρισμένοι ηγέτες των Ελλήνων στην προσπάθεια αναχαίτισης του Ξέρξη. Παρά τις μομφές, οι Σπαρτιάτες δεν ξέχασαν ποτέ τον ήρωά τους και τον άθλο του στις Θερμοπύλες, γι’ αυτό και στα ελληνιστικά χρόνια ανέγειραν ένα ηρώο στην πόλη τους, το Λεωνίδειο, και καθιέρωσαν ετήσιες γιορτές προς τιμήν του («Λεωνίδαια»).
Η θυσία του βασιλιά Λεωνίδα Α’ και των 300 πολεμιστών του έγινε σύμβολο διαχρονικό της πατριωτικής αυτοθυσίας, της άδολης αγάπης για τον τόπο που είναι συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή. «Ω ξειν, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», είπε ο Σιμωνίδης και χαράχτηκε στο μνημείο που στήθηκε στις Θερμοπύλες σφραγίζοντας τη μεγαλύτερη σε συμβολική μάχη της ελληνικής αρχαιότητας…
Πρώτα χρόνια
Ο Λεωνίδας Α’ της Σπάρτης γεννιέται περί το 540 π.Χ. ως ένας από τους τέσσερις γιους του Αναξανδρίδα (από τον πρώτο του γάμο). Η καταγωγή του μάλιστα από τη δυναστεία των Αγιαδών λεγόταν πως κρατούσε από τον Ηρακλή τον ίδιο.
Ο νεαρός υπήρξε ένας από τους ελάχιστους Σπαρτιάτες του βασιλικού οίκου που εκπαιδεύτηκε ως επαγγελματίας στρατιωτικός. Σε αντίθεση με τους βασιλείς πριν και μετά από αυτόν, ο Λεωνίδας ολοκλήρωσε το πλήρες πρόγραμμα στρατιωτικής κατάρτισης που επιβαλλόταν στους πολίτες της Σπάρτης από την παιδική ηλικία έως και την ενήλικη ζωή και κατόπιν εφ’ όρου ζωής ως έφεδροι.
Ήταν λοιπόν έμπειρος πολεμικά και εξοικειωμένος με τους σχηματισμούς, τις τακτικές μάχης και τον οπλισμό όπως ακριβώς και οι στρατιώτες του. Ήξερε πώς ήταν ο πόλεμος και τι σκέφτονταν οι άντρες του, όντας ταυτοχρόνως στρατιώτης και διοικητής, κάτι που του έδινε ένα σημαντικό πλεονέκτημα εδώ.
Από την ιστορία της Σπάρτης στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο και τις σημαντικές στρατιωτικές εκστρατείες της συνάγουμε ότι ο Λεωνίδας πρέπει να πήρε μέρος σε τουλάχιστον είκοσι εκστρατείες, αποκομίζοντας πολύτιμη εμπειρία στο πεδίο της μάχης. Μεγάλωσε εξάλλου με το άκουσμα της σπαρτιατικής πανωλεθρίας στην προσπάθειά της να εκθρονίσει τον τύραννο της Σάμου, Πολυκράτη, που τόσο κηλίδωσε το ηθικό των περήφανων Λακεδαιμονίων.
Κάποια χρόνια αργότερα άλλωστε ο ετεροθαλής αδελφός του και βασιλιάς από το 519-489 π.Χ., Κλεομένης Α’, επιδόθηκε σε μια αποτυχημένη εκστρατεία κατά της Αθήνας και μέτρησε άλλη μια ήττα, αυτή τη φορά από το θεσσαλικό ιππικό. Ο νεαρός Λεωνίδας εμφανίζεται να παίρνει μέρος στην εκστρατεία αυτή ως απλός στρατιώτης ή κατώτερος βαθμοφόρος.
Ο Κλεομένης ανέλαβε όχι λιγότερο από τρεις ακόμα εκστρατείες εναντίον της Αθήνας στα χρόνια που ακολούθησαν, αν και ο Λεωνίδας δεν φαίνεται να παίρνει μέρος στις μικρής έκτασης επιχειρήσεις (ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι πραγματοποιήθηκαν με μικρές δυνάμεις εθελοντών).
Η Πελοποννησιακή Συμμαχία, στην οποία είχε δώσει σάρκα και οστά ο Κλεομένης, του την έφερε όμως στην τέταρτη εισβολή του στην Αττική. Ο Λεωνίδας ήταν σίγουρα παρών στην εκστρατεία και ανάλογα με την ακριβή ημερομηνία γέννησής του, θα μπορούσε να ήταν ήδη κατώτερος αξιωματικός. Ήταν βέβαια ετεροθαλής αδελφός του Κλεομένη και δελφίνος του θρόνου, πρέπει να γνώριζε λοιπόν από πρώτο χέρι τις διπλωματικές περιπέτειες της Σπάρτης στην Πελοποννησιακή Συμμαχία.
Η πρώτη πραγματικά μεγάλη στρατιωτική εκστρατεία του Λεωνίδα ήταν ο πόλεμος κατά του Άργους, που κορυφώθηκε με τη δραματική νίκη των Σπαρτιατών στη Σήπεια. Στην εν λόγω εκστρατεία συμμετείχε το σύνολο του ενεργού σπαρτιατικού στρατού, οπότε η συμμετοχή του Λεωνίδα θεωρείται σίγουρη. Ο Κλεομένης συνέτριψε τον υπολογίσιμο αντίπαλο, δικάστηκε ωστόσο για προδοσία μετά το πέρας του πολέμου, μιας και δεν κατέλαβε το ανυπεράσπιστο Άργος μετά τη συντριβή του στρατού του.
Ο Λεωνίδας, που μπορεί να είχε παντρευτεί μέχρι τότε μια γυναίκα, αν και δεν είμαστε σίγουροι, νυμφεύεται περί το 490 π.Χ. τη Γοργώ, την πανέξυπνη κόρη του Κλεομένη, ανεβαίνοντας κάποια σκαλιά στην υπόθεση της διαδοχής. Ο Κλεομένης αθωώθηκε μεν από την κατηγορία της δωροδοκίας, εξορίστηκε όμως και πέθανε τελικά σε φυλακή της Σπάρτης. Αλλά και ο άλλος αδελφός του Δωριεύς σκοτώθηκε στη Σικελία οδηγώντας μια ομάδα μισθοφόρων, αφήνοντας αυτόν, τον τριτότοκο Λεωνίδα, βασιλιά της Σπάρτης το 488 π.Χ.!
Η επόμενη σημαντική στιγμή στη ζωή του Λεωνίδα ήταν η Μάχη του Μαραθώνα. Ο Λεωνίδας οδήγησε τους 2.000 Σπαρτιάτες του σε μια δραματική πορεία καλύπτοντας την απόσταση από τη Σπάρτη στην Αθήνα σε λιγότερο από τρεις ημέρες προκειμένου να φτάσει έγκαιρα στον Μαραθώνα, αν και όπως ξέρουμε κατέφτασε μία μέρα μετά την αποφασιστική νίκη Αθηναίων και Πλαταιών. Κατά τις πηγές, επιθεώρησε το πεδίο της μάχης πλάι στους αθηναίους διοικητές, αποκομίζοντας πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τους Πέρσες, τα όπλα, τις πανοπλίες και την τακτική τους.
Κυρίως όμως διαπίστωσε ότι οι έλληνες οπλίτες μπορούν να αντιπαρατεθούν στο περσικό πεζικό και ιππικό και να προκαλέσουν σημαντικές απώλειες…
Η Μάχη των Θερμοπυλών
Η κύρια πηγή των ελληνο-περσικών πολέμων είναι ο «πατέρας της Ιστορίας» Ηρόδοτος, ο οποίος αμφισβητήθηκε ήδη από την αρχαιότητα, αν και σήμερα οι ιστορικοί τον θεωρούν εν πολλοίς αξιόπιστο, εκτός ίσως από τους αριθμούς που παραθέτει. Αξιόπιστη πηγή θεωρείται επίσης το ενδέκατο βιβλίο της «Ιστορικής Βιβλιοθήκης» του Διόδωρου του Σικελιώτη (1ος αι. π.Χ.).
Στο έβδομο βιβλίο του «Ηροδότου Ιστορία» λοιπόν, ο μεγάλος ιστορικός μάς λέει: «Αυτή λοιπόν ήταν η θέση του Ξέρξη και του στρατού του στην Τραχινία της Μηλίδας, ενώ οι Έλληνες είχαν καταλάβει τα στενά που είναι γνωστά στους ντόπιους ως Πύλες, αυτά που οι υπόλοιποι Έλληνες ονομάζουν Θερμοπύλες».
Ο Λεωνίδας ήταν πια ένας από τους δύο βασιλείς (κατά το σύστημα της δυαδικής βασιλείας που ίσχυε στη Σπάρτη), πλάι στον Λεωτυχίδη Β’, και ζήτησε να πάει αυτός να προϋπαντήσει τους Πέρσες στις Πύλες, υπακούοντας στον χρησμό του Μαντείου των Δελφών κατά το ξεκίνημα του πολέμου που ήθελε ότι «Η πόλη της Σπάρτης θα σβηστεί από τον χάρτη ή θα θρηνήσει τον βασιλιά της».
Παρατάσσει 300 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς και μερικούς χιλιάδες ακόμα, με σκοπό να δώσει χρόνο στον υπόλοιπο ελληνικό στρατό να οργανωθεί. Καλεί μάλιστα κοντά του μόνο όσους σπαρτιάτες πολεμιστές είχαν αγόρια, για να μη χαθεί η γενιά τους. Ο ίδιος μπορεί να πάρει μέρος μιας και μέχρι τότε έχει αποκτήσει με τη Γοργώ τον γιο του Πλείσταρχο, γεγονός που τον καθιστούσε ισότιμο με τους τριακοσίους.
Η Μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ.) διαδέχθηκε αυτή του Μαραθώνα και προηγήθηκε της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας και της τελευταίας νικηφόρας σύγκρουσης στις Πλαταιές. Ο Ηρόδοτος αριθμεί τον στρατό του Λεωνίδα σε 6.000 άντρες, εκ των οποίων «τριακόσιους πεζούς με βαρύ οπλισμό από τη Σπάρτη». Ο Διόδωρος τους υπολογίζει σε 7.200.
Διαφωνία υπάρχει και για τους αντιπάλους: πάνω από πέντε εκατομμύρια αναφέρει ο Ηρόδοτος, ενώ γύρω στο ένα εκατομμύριο συν 1.200 επανδρωμένα πλοία τούς περιορίζει ο Διόδωρος. Ο Ηρόδοτος μας λέει πάντως πως: «τα τμήματα των διάφορων ‘‘ελληνικών εθνών’’ διοικούνταν το καθένα από δικούς του αξιωματικούς, αλλά γενικός διοικητής του στρατού ήταν ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας, που απέλαυε και του θαυμασμού όλων. Οι τριακόσιοι άνδρες που οδήγησε στις Θερμοπύλες διαλέχτηκαν από τον ίδιο κι είχαν όλοι γιους».
Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι ο Λεωνίδας ήταν ο προπομπός της ελληνικής δύναμης, περιμένοντας τις ενισχύσεις. Κάτι που φωτίζει εντελώς διαφορετικά αυτό το πολυθρύλητο «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι»: «Ο Λεωνίδας κι οι τριακόσιοι άνδρες του ξεκίνησαν από τη Σπάρτη πριν το κύριο σώμα του στρατού, για να ενθαρρύνουν με την εμφάνισή τους τους άλλους συμμάχους να πολεμήσουν και να τους εμποδίσουν να αυτομολήσουν στον εχθρό, πράγμα που ήταν ικανοί να κάνουν αν έβλεπαν ότι οι Σπαρτιάτες δίσταζαν. Είχαν σκοπό, όταν θα τελείωναν τα Κάρνεια (αυτή η γιορτή εμπόδιζε τους Σπαρτιάτες να πάνε στο πεδίο της μάχης), να αφήσουν μια φρουρά ασφαλείας στην πόλη και να ξεκινήσουν με όλο το διαθέσιμο στρατό τους. Τα άλλα συμμαχικά κράτη αποφάσισαν να ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο, αφού την ίδια ακριβώς εποχή έτυχε να γίνονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Κανείς τους δεν περίμενε ότι η μάχη των Θερμοπυλών θα κρινόταν τόσο γρήγορα. Κι αυτός ήταν ο λόγος που έστειλαν μόνο μια εμπροσθοφυλακή».
Στην προκαταρκτική απαίτηση του Ξέρξη να παραδώσει τα όπλα, ο Λεωνίδας απάντησε το περιβόητο «μολών λαβέ» και γέννησε μια μακρά ελληνική παράδοση αυταπάρνησης και αυτοθυσίας. Ο Πλούταρχος το χαρακτήρισε ως την ενδοξότερη στην ιστορία απάντηση ηγέτη.
Μερίδα ιστορικών αποδίδει την απόφαση του Λεωνίδα να παρατάξει μόνο τους 300 Σπαρτιάτες στα στενά στην εμπειρία που αποκόμισε στον Μαραθώνα, που είχε φτάσει πολύ αργά και το έφερε βαρέως. Τώρα ήταν αποφασισμένος να «μην έλθει πολύ αργά για δεύτερη φορά», κι έτσι δεν αποκλείεται να μην ήταν αποστολή αυτοκτονίας. Ο Λεωνίδας δεν είχε εξάλλου κανέναν λόγο να πιστεύει ότι η στρατιωτική δύναμη που είχε μετακινηθεί βόρεια δεν ήταν αρκετή για να κρατήσει το πέρασμα μέχρι η Σπάρτη και οι άλλες πόλεις να ενισχύσουν τις δυνάμεις του, μόλις έληγαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Όπως είπαμε άλλωστε, δεν είχε μαζί του μόνο 300 άνδρες, αλλά περισσότερους από 6.000 στρατιώτες, στρατεύματα περίοικων δηλαδή, συμμάχους από την Πελοποννησιακή Συμμαχία, καθώς και Θεσπιείς, Φωκείς και Θηβαίους. Τους οποίους ανέπτυξε στρατηγικά στα στενότατα εκείνη την εποχή περάσματα των Θερμοπυλών.
Από την άλλη, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ο Λεωνίδας γνώριζε από το Μαντείο των Δελφών ότι η δική του μοίρα είχε σφραγιστεί. Ήξερε πως θα πεθάνει, αλλά δεν υπήρχε κανένα σημάδι ότι ο θάνατός του θα έρθει σύντομα ή ότι θα ήταν μάταιος. Το μαντείο είχε υποσχεθεί να σώσει τη Σπάρτη αν ένας από τους βασιλιάδες της χανόταν στη μάχη.
Σήμερα έχει αμφισβητηθεί ακόμα και η ικανότητά του στη στρατηγική, λόγω κυρίως της παράλειψής του να τοποθετήσει Σπαρτιάτες στο ορεινό μονοπάτι που κατέληγε στα στενά. Απέτυχε δηλαδή να εκτιμήσει με ακρίβεια τον κίνδυνο στα πλευρά του στρατού του, τοποθετώντας τους Φωκείς στην κρίσιμη διαδρομή. Η άποψη αυτή δεν λαμβάνει βέβαια υπόψη της ότι ο Λεωνίδας δεν είχε την πολυτέλεια να διασπάσει την ήδη πολύ μικρή δύναμη των Σπαρτιατών του.
Η ίδια η έκβαση εξάλλου της μάχης κατά τις δύο πρώτες μέρες τον δικαιώνει απόλυτα: εξουδετέρωσε πλήρως την αριθμητική υπεροχή των Περσών και επέτρεψε σε ένα συγκριτικά μικρό αριθμό υπερασπιστών να συγκρατήσουν τη συντριπτική δύναμη του στρατού του Ξέρξη! Ακόμα και το περιβόητο ελίτ περσικό τάγμα των Αθανάτων σταμάτησε ο Λακεδαιμόνιος, παρασύροντάς τους σε παγίδα. Παρά το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος δεν αναφέρεται στις ελληνικές απώλειες των δύο πρώτων ημερών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν ήταν μεγάλες.
Εξίσου μεγάλο ήταν το κατόρθωμά του να συνενώσει τον ελληνικό συνασπισμό και να τον κάνει να συνεργαστεί άψογα κάτω από τις διαταγές του. Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι οι σύμμαχοι πολέμησαν με βάρδιες, ώστε τα στρατεύματα κάθε πόλης-κράτους να έχουν χρόνο να ξεκουραστούν και να φροντίσουν τους τραυματίες πριν ξαναριχτούν στη μάχη.
Εξίσου εντυπωσιακή ήταν και η αντίδραση του όταν έμαθε όχι μόνο ότι οι Πέρσες είχαν περικυκλώσει τη θέση του, αλλά και ότι οι Φωκείς είχαν οπισθοχωρήσει.
Παρά το απρόσμενο του πλήγματος και την τραγική κατάσταση στην οποία βρέθηκε την τρίτη και τελευταία μέρα της μάχης, όχι μόνο δεν πανικοβλήθηκε αλλά πήρε μια ορθολογική απόφαση: έστειλε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του έξω από το πέρασμα, ώστε να ζήσουν και να πολεμήσουν άλλη μια μέρα, διατηρώντας στις Θερμοπύλες μόνο όσους θεωρούσε απαραίτητους για να καθυστερήσει τους Πέρσες και να διαφύγει ο υπόλοιπος ελληνικός στρατός: 300 Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς.
Ήταν η αγέρωχη στάση του στην τρίτη και εφιαλτική αυτή μέρα που έμοιζε πράγματι αποστολή αυτοκτονίας: περικυκλωμένος, προδομένος και σε κατάσταση απελπιστική, συνέχισε να πολεμά σαν Έλληνας προκαλώντας τρομακτικές απώλειες στον εχθρό και διατηρώντας ταυτόχρονα το ηθικό των αντρών του ακμαίο. Την ίδια ώρα, αυτοθυσία ήταν και εκ μέρους των στρατιωτών του, οι οποίοι με τον θάνατό τους απέδειξαν την υπέρτατη αφοσίωση τόσο στον ηγέτη όσο και την πατρίδα. Πλάι τους πέθαναν βέβαια και οι 700 Θεσπιείς του Δημόφιλου, που αρνήθηκαν επίσης να εγκαταλείψουν τον Λεωνίδα, αν και γι’ αυτούς η συλλογική μνήμη δεν έχει επιφυλάξει αντίστοιχες τιμές.
Λένε ότι δεν πέθανε ο Λεωνίδας και οι 300 του στις Θερμοπύλες, αλλά το ηθικό των Περσών ήταν αυτό που χάθηκε οριστικά στο κακοτράχαλο αυτό πέρασμα. Τι θα γινόταν αν δεν τους πρόδιδε ο Εφιάλτης και δεν τους περικύκλωναν τελικά οι 10.000 Αθάνατοι του Υδάρνη, κανείς δεν μπορεί να πει, η μάχη δεν θα ήταν πάντως τόσο σύντομη, ανατρέποντας το σχέδιο του Λεωνίδα και των υπόλοιπων Ελλήνων.
Όσο για τον Ξέρξη, συνειδητοποίησε ότι είχε πολλούς άντρες στα χέρια του, αλλά ελάχιστους πολεμιστές. Γι’ αυτό ίσως και μετά τη μάχη διέταξε τους στρατιώτες του να βρουν το νεκρό σώμα του Λεωνίδα και να το αποκεφαλίσουν, πράγμα αρκούντως ασυνήθιστο για τους Πέρσες, που τιμούσαν συνήθως τον εχθρό.
Κάπου σαράντα χρόνια αργότερα, τα λείψανα του λακεδαιμόνιου ήρωα επέστρεψαν στη Σπάρτη για να τιμηθούν όπως τους έπρεπε. Κανείς από τους συγχρόνους και τους επιγόνους του δεν ξέχασε το λιοντάρι της Σπάρτης που πολέμησε με λύσσα στις Θερμοπύλες, σε αυτή την τριήμερη μάχη-σύμβολο για την παγκόσμια ιστορία…