Σωκράτης, Πλάτων και Αριστοτέλης για την θρησκεία και τους θεούς

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ


Το παρόν κείμενο αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου, περί των Κοσμολογικών και Οντολογικών θεωριών των αρχαίων Ελλήνων, όπου εξετάστηκαν με τρόπο συνοπτικό οι ιδέες πολλών και σημαντικών φιλοσόφων, εκτός του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Και αυτό, επειδή αυτοί οι τρεις σημαντικότατοι φιλόσοφοι θα εξεταστούν εδώ χωριστά, λόγω και της σχέσης δασκάλου και μαθητή που είχαν μεταξύ τους.

του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου

Η δράση του Σωκράτη τον 5ο αι, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη στον 4ο αι, έβαλε τη φιλοσοφία στην πρώτη γραμμή υπεράσπισης των ηθικών αξιών του αρχαίου κόσμου, που κλονίζονταν κάτω από τη φθοροποιό δράση των υλιστών φιλοσόφων και κυρίως του ατομισμού των Σοφιστών με τους οποίους, η φιλοσοφική αντιπαράθεση των τριών μεγάλων φιλοσόφων ήταν κοινός τόπος. Ο Σωκράτης δεν ανήκε, φυσικά, ποτέ στη σχολή των σοφιστών, το αντίθετο μάλιστα ήταν σφοδρός επικριτής τους. Αλλά ούτε ήταν άθεος και ασεβής, ούτε υπεύθυνος για τη θρησκευτική κρίση της εποχής του, όπως μαρτυρεί ο μαθητής του Ξενοφώντας. Στις κατηγορίες των εχθρών του αναγνωρίζει κανείς το αχαλίνωτο μίσος των φανατικών οπαδών της παραδόσεως εναντίον του ορθολογιστή, που προσπάθησε να συμβιβάσει τις δυνάμεις της φύσεως με τον καθιερωμένο κόσμο των θεών.

Ο Πλάτων συνδέθηκε με το Σωκράτη σε μια εποχή όπου η σοφιστική διδασκαλία διασάλευε τις παραδεδεγμένες αξίες και κλόνιζε με την ανάπτυξη δεινής αντιλογικής τέχνης, τις παγιωμένες αντιλήψεις και το αίσθημα βεβαιότητας που αυτές γεννούσαν. Ο Σωκράτης συνέλαβε την αναγκαιότητα της καταφυγής σε αξίες ασφαλέστερες από τις τρέχουσες και μεταβαλλόμενες αντιλήψεις, δομώντας την ηθική διδασκαλία του στην αναζήτηση της αληθινής γνώσης, της οποίας η κατάκτηση είναι όρος για την πραγματική ευδαιμονία[1]. Ο Σωκράτης δεν ήταν ικανοποιημένος από τη βολική ζωή που εξασφάλιζε η προστασία των Ελλήνων θεών, που εξουσίαζαν τη μοίρα των ανθρώπων. Εκείνος ήθελε ο καθένας να μπορεί να διακρίνει το «καλό» και το «κακό» σύμφωνα με τη δική του συνείδηση που πάντα κατευθυνόταν από τον ηθικό νόμο. Ανώτατος σκοπός ήταν η αλήθεια και όσο πιο κοντά σε αυτή βρίσκεται κανείς, τόσο οι πράξεις του θα είναι καλύτερες και πιο ενάρετες. Στο δρόμο του προς την αλήθεια τον βοηθούσε μια εσωτερική θεϊκή φωνή «το δαιμόνιον» του. Η εκτέλεση του μεγάλου ηθικού φιλοσόφου το 399 π.Χ, από το δημοκρατικό πολίτευμα των Αθηνών, σφράγισε το τέλος του 5ου αι. Η επίκληση των προσχηματικών κατηγοριών της ασέβειας προς τους θεούς, βάσει των οποίων παραπέμφθηκε ο Σωκράτης σε δίκη, μας δείχνει το νομικό πλαίσιο της Αθηναϊκής συντηρητικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας, που κάλυπτε με νόμους ευσεβιστικής υποκρισίας μιαν υποβόσκουσα κρίση θρησκευτικής πίστης.

Ο Πλάτων αντιτίθεται προς τον οντολογικό και γνωσιολογικό μηδενισμό των σοφιστών και υποστήριξε την πραγματικότητα του όντος[2]. Με κανένα τρόπο δεν είναι σύμφωνος με τον ασεβή και άθεο ορθολογισμό που είχαν απλώσει στην Αθήνα του 4ου αι. οι διδασκαλίες των σοφιστών[3]. Δεν υπάρχει θεολογία μετά τον Πλάτωνα, η οποία να μη βασίζεται στη σκιά του. Η Θρησκεία μετά τον Πλάτωνα και χάρη σε αυτόν είναι ουσιαστικά διαφορετική από αυτό που ήταν προηγουμένως. Από την εποχή του Ομήρου, θρησκεία σήμαινε η αποδοχή της πραγματικότητας με τρόπο απλό και ώριμο. Με τον Πλάτωνα η πραγματικότητα γίνεται μη πραγματική προς χάριν ενός άυλου, αμετάβλητου κόσμου, ο οποίος πρέπει να θεωρηθεί ως πρωταρχικός. Σε ολόκληρο το φιλοσοφικό σύστημα του Πλάτωνα βρίσκουμε μια μεταφυσική δυαρχία του οντολογικώς πραγματικού και του πραγματικώς υπάρχοντος. Το ΄Ον (η οντολογική πραγματικότητα) διακρίνεται από το φαινόμενο (τη φανέρωσή του). Ο φαινομενικός κόσμος που συνίσταται από ύλη, περιορίζεται στα όρια του χρόνου και του χώρου, ενώ ο οντολογικός πραγματικός κόσμος υπερβαίνει τον χρόνο και το χώρο και είναι ελεύθερος από τους περιορισμούς τους. Ο φαινόμενος κόσμος είναι απτός και γίνεται αντιληπτός από τις αισθήσεις. Ο ιδεώδης κόσμος είναι άπιαστος και συλλαμβάνεται μόνον από το νου. Ο φαινόμενος κόσμος είναι μια παράσταση του πραγματικού κόσμου και προσπαθεί να μοιάσει όσο γίνεται καλύτερα προς τον οντολογικώς πραγματικό κόσμο. Συνεπώς ο φαινόμενος κόσμος τελεί σε κατάσταση συνεχούς εξέλιξης- πάντοτε «εν τω γίγνεσθαι».

Ο Περί Φύσεως διάλογος στον «Τίμαιο» αποτελεί ύμνο του έμψυχου, θεϊκού κόσμου. Ο ορατός και νοητός κόσμος έχει την αρχή του στο ανώτερο, αληθινό, αμετάβλητο Είναι. Ο Πλάτωνας τον παρουσιάζει να έχει δημιουργηθεί από ένα «τεχνίτη» δημιουργό. Αυτός ο θεός για το δημιούργημα του έλαβε υπ΄όψη του το νοητό ζώον, τον κόσμο των ιδεών. Ο κόσμος είναι ένας θεός με τη μορφή της τέλειας σφαίρας, που έγινε σύμφωνα με τη θέληση του δημιουργού [4]. Ο κόσμος δηλαδή δεν είναι προϊόν τυχαιότητας, αλλά καθολικό, μοναδικό, ωραιότατο και τέλειο δημιούργημα σκόπιμης θείας δραστηριότητας, από το οποίο παράγονται όλα τα επιμέρους γεγονότα. Υπάρχουν τέσσερα στοιχεία, αέρας, γη, νερό και φωτιά, προϊόντα της ύλης, η οποία δεν έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το σύμπαν είναι απεικόνιση του αιώνιου και αναλλοίωτου υποδείγματος, χωρίς να είναι το ίδιο αιώνιο και αναλλοίωτο. Βρίσκεται μέσα στις διαστάσεις του χρόνου στο παρελθόν, στο παρόν, και στο μέλλον και υπόκειται στη φθορά. Η κατά τον Πλάτωνα διάκριση των περιοχών του όντος τοποθετεί κορυφαίο το αγαθό, το Έν. Ακολουθούν οι ιδέες και στη συνέχεια κατά σειρά τα μαθηματικά όντα, τα τεχνητά (σκευαστά) και τελικά η ύλη[5]. Η μεταφυσική φιλοσοφική διάσταση του Πλάτωνα επηρέασε και την ηθική θεωρία του. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, στο διάλογο του «Φαίδων», η μεταβατική αισθητηριακή ζωή του ατόμου παύει με το θάνατο και επιστρέφει στην ύπαρξη του κόσμου των ιδεών απ΄όπου είχε έρθει και προς τον οποίο πρέπει να συμμορφωθεί. Ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί με σκοπό να επιτύχει τη μίμηση του αγαθού. Η ψυχή είναι αιώνια και αθάνατη και πρέπει να είχε προϋπάρξει στον κόσμο των ιδεών. Δέχθηκε την πυθαγόρεια θεωρία της μετεμψύχωσης. Ο ηθικός σκοπός του ανθρώπου είναι το καθ΄ομοίωσιν προς το θεό. Αυτή η επιτυχής προσπάθεια να ομοιωθεί προς τον θεό του ανταποδίδεται με την ύψιστη κατάσταση ευδαιμονίας. Αυτή η ταύτιση προς το αγαθό είναι η ύψιστη πλατωνική αρετή, δηλαδή η ιερότητα[6]. Η νοησιαρχία του Πλάτωνα είναι στην πραγματικότητα βαθιά ποτισμένη από θρησκευτικό πνεύμα [7].

Για τον Αριστοτέλη όλες οι κινήσεις στον κόσμο προέρχονται από το «ακίνητο πρώτο κινούν», την (καθαυτήν ακίνητη και αιώνια ουσία) δηλαδή το Θεό, γύρω απ΄τον οποίο οφείλει να κινείται το παν. Ο νους για εκείνον είναι θεϊκός και πίστευε στην αθανασία της ψυχής, καθώς ο άνθρωπος διαθέτει μια πλήρως άυλη και αθάνατη ψυχή. Η ψυχή είναι εκ φύσεως αθάνατη, δηλαδή υπήρχε πριν από τη γέννηση και θα επιβιώσει του θανάτου. Σύμφωνα με τον Zemb[8]: «oAριστοτέλης βαθμιαία μόνο θα απομακρυνόταν από τις διδασκαλίες του Πλάτωνα για την ψυχή και τις ιδέες». Και συνεχίζει: «οπαδός του Πλάτωνα, που σε μεγάλη ηλικία αφέθηκε στις επιρροές της θρησκευόμενης Ανατολής, ο μεθοδικός ορθολογισμός δεν του επιτρέπει να ενταχθεί στο σοφιστικό στρατόπεδο του Διαφωτισμού…είναι εκείνος που ομολογεί την πίστη του σ΄ένα νόμο, στον οποίο όχι μόνο θα βασιστεί η απολογητική του Πασκάλ, αλλά και που θα αποτελέσει στους νεώτερους χρόνους την ψυχή των θρησκευτικών δραμάτων του Κλωντέλ»[9]. Άλλωστε για τον Αριστοτέλη, «Η αντίληψη των ανθρώπων για τους θεούς έχει διπλή πηγή: Τα βιώματα της ψυχής και τη θέαση των άστρων»[10]. Καταλήγει δε σχετικά με την θρησκευτική αντίληψη του Αριστοτέλη, «Ασφαλώς ο Αριστοτέλης δέχεται το αρχαιοελληνικό θρησκευτικό τυπικό με μια διακριτική σύνεση. Σέβεται απλώς τα έθιμα. Δεν μπορεί να υπολογιστεί στους επιγόνους του Πρωταγόρα. Ο Αριστοτέλης φιλοσόφησε για τους θεούς, μάλιστα ανακήρυξε τη θεολογία σε ένα από τα σημαντικότερα τμήματα της φιλοσοφίας. Ο θεός κατέχει στην τελειότητά του το Είναι και γι΄αυτό είναι κατά τον πληρέστερο τρόπο υποκείμενο της φιλοσοφίας, ύψιστο μέτρο όλων των πραγμάτων. Το σημείο στήριξης, όπως ο μοχλός στον Αρχιμήδη, για να σηκώσει τον κόσμο ήταν η έννοια του θεού»[11]. Ο Αριστοτέλης γράφει: «Θεός είναι είτε πνεύμα είτε ένα όν, που βρίσκεται πιο πάνω απ΄το πνεύμα»[12]. Επίσης: «Κατά την είσοδό μας στο ναό συγκεντρωνόμαστε στον εαυτό μας»[13] και ακόμη: «Η πόλη πρέπει (πέμπτο και κυριότερο) να φροντίζει για τη λατρεία των θεών»[14]. Η Ηθική συμπεριφορά είναι ένα μέρος του ανθρώπινου Είναι. Η Ηθική γίνεται επομένως ανάπτυξη της «φύσεως» του ανθρώπου. Σ΄αυτή τη μετατόπιση των προοπτικών, όπως παρουσιάζεται στην Ηθική, δεν διαφαίνεται καμμιά αποστροφή από το θρησκευτικό στοιχείο, αλλά μάλλον μια αυξανόμενη φιλοσοφική συγκέντρωση[15].

(Το κείμενο αποτελεί μέρος της μελέτης μου με τον τίτλο: «ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ-Μια επισκόπηση της ανάπτυξης του Πολιτισμού», Β΄Μέρος ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, κεφ. 3. ΟΙ «ΠΕΡΙ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΟΝΤΩΝ» ΦΙΛΟΣΟΦΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, παρ. 3.3. Η Φιλοσοφία για την θρησκεία και τους θεούς )

[1] Πρόλογος «Φαίδωνος». Φιλολ. Ομάδα Κάκτου, σ.16. Αρχαία Ελλην. Γραμματεία »ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ». Εκδ. Οδυσ. Χατζόπουλος. Αθήνα 1993.

[2] Πρόλογος «Φαίδωνος». Φιλολ. Ομάδα Κάκτου, (αυτ. σ.30)

[3] ΠΛΑΤ: «Θεαίτ. 162de», «Πολ. ΙΙ 365d», «Νομ. Χ 886a -907b. IV 716e»
[4] ΒΑΣ. ΚΟΚΚΑΛΑΣ: «Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία». Εκδ Απολλώνιος, (σ. 96).

[5] Πρόλογος «Φαίδωνος». Φιλολ. Ομάδα Κάκτου, (αυτ.σ.34-32).

[6] ΒΑΣ. ΚΟΚΚΑΛΑΣ: «Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία», (αυτ. σ. 98)

[7] L. ROBIN: «Platon», σ. 244.

[8] J.M.ZEMB: «Αριστοτέλης- η προσωπικότητα και η φιλοσοφία του μέσα από το έργο του». Εκδ. »Νέα Σύνορα» Α.Α.Λιβάνη, σ. 68.

[9] J.M.ZEMB: (αυτ. σ. 204).

[10] ΑΡΙΣΤ: «Αποσπ. 10»

[11] J.M.ZEMB: (αυτ. σ. 206-7)

[12] AΡΙΣΤ: «Αποσπ. 15»

[13] ΑΡΙΣΤ: «Αποσπ. 14»

[14] ΑΡΙΣΤ: «Πολιτ. Η8, 1328b, II»

[15] J.M.ZEMB: (αυτ. σ.177)

http://peritexnisologos.blogspot.gr/2013/03/blog-post_15.html#more

ΔΗΜΟΦΙΛΗ