Ελληνίδα ηθοποιός, ένα από τα πιο λαμπρά αστέρια της «χρυσής εποχής» του ελληνικού κινηματογράφου την δεκαετία του εξήντα και σύμβολο του σεξ στην εποχή της.
Η Ζωή Λάσκαρη υπήρξε ένα από τα πιο λαμπρά αστέρια της «χρυσής εποχής» του ελληνικού κινηματογράφου την δεκαετία του εξήντα, ενώ τα επόμενα χρόνια διέγραψε μια σημαντική πορεία στο θέατρο. Μέσα από τους ρόλους της στην μεγάλη οθόνη, διαμόρφωσε την εικόνα της δυναμικής αλλά και μοιραίας γυναίκας, όντας το σύμβολο του σεξ της εποχής της και το κρυφό απωθημένο πολλών ανδρών.
Η Ζωή Κουρούκλη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 12 Δεκεμβρίου 1942 (κατ’ άλλους το 1940, το 1941 ή το 1944, σύμφωνα με το επίσημο βιογραφικό της) και μεγάλωσε υπό την σκέπη των παππούδων της. Ήταν η μοναχοκόρη του βασιλόφρονα στρατιωτικού Δημητρίου Κουρούκλη, ο οποίος σκοτώθηκε από άνδρες του ΕΛΑΣ το 1943, κατά την διάρκεια της Κατοχής, ενώ και η μητέρα της υπήρξε θύμα των κομμουνιστών, κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
Φοίτησε στο εκπαιδευτήριο θηλέων Βαλαγιάννη και στην ελληνογαλλική σχολή καλογραιών Καλαμαρί στην Θεσσαλονίκη, καθώς και στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη στην Αθήνα. Στις 20 Ιουνίου 1959, πήρε μέρος στα καλλιστεία, που διοργάνωσε η εφημερίδα «Απογευματινή» και στέφθηκε σταρ Ελλάς και στις 26 Ιουλίου του ίδιου χρόνου εκπροσώπησε την Ελλάδα στον διαγωνισμό της «Μις Υφήλιος», που έγινε στο Λονγκ Mπιτς των ΗΠΑ.
Το 1961, ο Φιλοποίμην Φίνος την επέλεξε για πρωταγωνίστρια στην δραματική ταινία «Κατήφορος» σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη και υπέγραψε μαζί της αποκλειστικό συμβόλαιο συνεργασίας. Η ταινία ήταν η πιο επιτυχημένη εμπορικά τη σεζόν 1961-1962, καθιερώνοντας τη Ζωή Λάσκαρη ως πρωταγωνίστρια και ως μια από τις πιο λαμπρές σταρ της «χρυσής εποχής» του κινηματογράφου. Για να μην γίνεται σύγχυση με την εξαδέλφη της Ζωή Κουρούκλη, η οποία ήταν ήδη γνωστή τραγουδίστρια, ο Φίνος την «βάφτισε» Λάσκαρη εμπνευσμένος από το όνομα ενός Ιταλού.
Τα επόμενα χρόνια θα πρωταγωνιστήσει σε πολλές από τις μεγάλες επιτυχίες της Φίνος Φιλμ και θα συνεργαστεί με όλους τους σταρ της εποχής της (Αλέκος Αλεξανδράκης, Νίκος Κούρκουλος, Φαίδων Γεωργίτσης, Ρένα Βλαχοπούλου, Ντίνος Ηλιόπουλος, Κώστας Βουτσάς, Μάρθα Καραγιάννη, Μαίρη Χρονοπούλου, κ. ά). Στις μεγάλες της επιτυχίες συγκαταλέγονται οι ταινίες: «Νόμος 4000» (1962), «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1963), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Στεφανία» (1966), «Οι Θαλασσιές οι χάντρες» (1967) και «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1968), όλες σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη.
Η «Στεφανία» και ο «Κατήφορος» έκαναν διεθνή καριέρα, διευρύνοντας την φήμη της Λάσκαρη στο εξωτερικό, ενώ «Οι θαλασσιές οι χάντρες» έκλεψαν, εκτός συναγωνισμού, τις εντυπώσεις στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών το 1967, την ώρα που ο γαλλικός Τύπος έπλεκε το εγκώμιο της Ελληνίδας πρωταγωνίστριας.
Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Τζένη Καρέζη, θεωρούνταν οι μεγαλύτερες ντίβες και πιο εμπορικές σταρ στην Ελλάδα. Η Ζωή Λάσκαρη είχε διαμορφώσει με τους ρόλους της την εικόνα της δυναμικής αλλά και μοιραίας γυναίκας και ήταν το νούμερο ένα σύμβολο του σεξ της εποχής της.
Η δύση του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου θα σηματοδοτήσει τη ενασχόλησή της Ζωής Λάσκαρη με το θέατρο. Το 1966, σε συνεργασία με τον Αντρέα Ντούζο, περιόδευσε στην Κύπρο με τα έργα «Μιας πεντάρας νιάτα» των Γιαλαμά – Πρετεντέρη, την «Παγίδα» του Ρόμπερτ Τόμας και την «Βαθιά γαλάζια θάλασσα» του Τέρενς Ράτιγκαν.
Το 1970, κάνει την πρώτη της θεατρική εμφάνιση στην Αθήνα με το μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη «Μαριχουάνα Στοπ», το οποίο μεταφέρθηκε ένα χρόνο αργότερα στον κινηματογράφο με συμπρωταγωνιστή της τον Τόλη Βοσκόπουλο. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, δημιουργήθηκε και το μεταξύ τους φλογερό ειδύλλιο, που αποτυπώθηκε στο τραγούδι του Βοσκόπουλου «Ξανθή Αγαπημένη Παναγιά», με το οποίο συμμετείχε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης το 1972.
Στην συνέχεια η Ζωή Λάσκαρη, πρωταγωνίστησε στις μεγάλες θεατρικές επιτυχίες «Ξυπόλητη στο πάρκο» του Νιλ Σάιμον, «Η κυρία του Μαξίμ» του Ζορζ Φεϊντό και «Μις Πέπσι» της Πιερέτ Μπρινό. Η υποδοχή που την επιφύλαξαν οι θεατρικοί κριτικοί ήταν ενθουσιώδης.
Το 1982, πρωταγωνίστησε στην ταινία του Γιώργου Καρυπίδη «Αναμέτρηση» και το 1985 προκάλεσε σκάνδαλο, όταν έγινε η πρώτη ελληνίδα πρωταγωνίστρια που εμφανίσθηκε γυμνή σε φωτογράφηση της ελληνικής έκδοσης του περιοδικού «Playboy» (τεύχος Οκτωβρίου).
Το 1987, πρωταγωνίστησε σε δύο ποιοτικές βιντεοταινίες. Η πρώτη με τίτλο «H γυναίκα της πρώτης σελίδας», σε σκηνοθεσία Νίκου Φώσκολου, κυκλοφόρησε σε τρία μέρη και το 1990 προβλήθηκε από το Mega, ως σειρά 12 επεισοδίων. Στην δεύτερη με τίτλο «Αντίστροφη Πορεία» σε σκηνοθεσία Mανούσου Mανουσάκη, υποδυόταν μια εκδότρια μεγάλης εφημερίδας, με συμπρωταγωνιστή τον Aλέκο Aλεξανδράκη.
Πιστή λάτρης του θεάτρου συνεχίζει, αρχές δεκαετίας του ενενήντα, να παρουσιάζει μεγάλα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, σε συνεργασία με σπουδαίους Έλληνες σκηνοθέτες. Το 1990 ο Μίνως Βολανάκης την σκηνοθετεί στην «Καινούρια σελίδα» του Νιλ Σάιμον και την επόμενη σεζόν στο «Τρελοί για έρωτα» του Σαμ Σέπαρντ.
Την ίδια περίοδο ξεχωρίζουν οι εμφανίσεις της στα έργα: «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφ» του Έντουαρντ Άλμπι (1992) , «Ορφέας στον Άδη» του Τένεσι Ουίλιαμς (1993), «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Έντουαρντ Άλμπι (1995), και τα τρία σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά, καθώς και το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Ευγένιου Ο’ Νηλ (1997), σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη. Η συνεργασία της με τον Μιχάλη Κακογιάννη στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη (1997) έτυχε θερμής υποδοχής από τον Τύπο. Η θεατρική συνεργασία της με τον Ανδρέα Βουτσινά και τον Σταύρο Τσακίρη συνεχίζεται και στις αρχές του 2000 με τα έργα «Συνάντηση» του Πέτερ Νάντας, όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Απόστολο Γκλέτσο και «Σκηνές Γάμου» του Έντουαρντ Άλμπι. Αποτίοντας ωστόσο έναν ιδιαίτερο φόρο τιμής στον Άλμπι θα ανεβάσει για δύο συνεχόμενες σεζόν την «Ευαίσθητη Ισορροπία» σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου. Ήταν η τέταρτη φορά στην θεατρική της καριέρα που ανέβασε έργο του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα.
Tο 2003 ίδρυσε την δική της θεατρική σκηνή στον πολυχώρο «Αθηναΐδα» στην Αθήνα. Το 2005 ανέβασε το «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά. Οι κριτικοί συμφωνούν για τον πρωτοποριακό τρόπο με τον οποίο «φώτισε» η ερμηνεία της αυτό το σπουδαίο έργο. Ακολούθησε, για δύο θεατρικές σεζόν, το έργο «Άλμα Μάλερ» του Ρον Χάρτ, σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου. Τις σεζόν 2011-2013 παρουσίασε το έργο του Μάρτιν Σέρμαν «Ρόουζ» σε σκηνοθεσία του διεθνούς φήμης Ρώσου σκηνοθέτη Άντολφ Σαπίρο.
Το 2013, τιμήθηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, για τη συνολική προσφορά της στον κινηματογράφο. Το 2015, εμφανίστηκε για τελευταία φορά στην μεγάλη οθόνη στην ταινία του Δημήτρη Τζέτζα «The Republic» και τον επόμενο χρόνο στο θέατρο, στην παράσταση «Νύφη κουράγιο», σε κείμενο και σκηνοθεσία του Νίκου Μουτσινά, όπου μοιραζόταν τη σκηνή με την κόρη της Μαρία – Ελένη Λυκουρέζου.
Η Ζωή Λάσκαρη είχε ασχοληθεί και με την πολιτική ως δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων,επί δημαρχίας Δημήτρη Αβραμόπουλου.
Στην προσωπική της ζωή, εκτός από την πολυθρύλητη σχέση της με τον Τόλη Βοσκόπουλο, παντρεύτηκε δύο φορές. Την πρώτη, το 1967, με τον καλαματιανό επιχειρηματία Πέτρο Κουτουμάνο (1935-2013), με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, την Μάρθα Κουτουμάνου, Το ζευγάρι χώρισε οριστικά την άνοιξη του 1971. Το 1976 παντρεύτηκε τον δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο, με τον οποίο απέκτησε μια ακόμη κόρη, την Μαρία – Ελένη Λυκουρέζου, πρώην σύζυγο του ηθοποιού και πολιτικού Απόστολου Γκλέτσου. Το 1997 έγινε γιαγιά της Ζένιας από τον γάμο της Μάρθας με τον Βλάση Μπονάτσο.
Η Ζωή Λάσκαρη πέθανε αιφνιδίως στις 18 Αυγούστου 2017 στο εξοχικό της στο Πόρτο Ράφτη.