Καμπανάκια για την πορεία της ελληνικής οικονομίας χτυπά ο πρώτος οίκος που έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, αν και η Scope Ratings δεν θεωρείται ακόμη επιλέξιμη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ο διευθυντής του οίκου Scope και υπεύθυνος για την πιστοληπτική αξιολόγηση της
Ελλάδας Dennis Shen σε συνέντευξή του εξηγεί τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Όπως σημειώνει, το μειωμένο χρέος είναι πράγματι σημαντικό, καθώς καθιστά την Ελλάδα πιο ανθεκτική στην αστάθεια της αγοράς, εάν η στήριξη του ευρωσυστήματος στο μέλλον αποδεικνυόταν λιγότερο αποτελεσματική. Ως αποτέλεσμα, η συνεχιζόμενη μείωση του χρέους καθιστά την αξιολόγηση της Ελλάδας πιο ανθεκτική στην επενδυτική βαθμίδα. Είναι σημαντικό, όπως αναφέρει, ότι η ουσιαστική περαιτέρω σύγκλιση του αυξημένου δείκτη χρέους της Ελλάδας προς την κατεύθυνση άλλων υπερχρεωμένων κρατών της ευρωζώνης, όπως η Ιταλία, είναι κρίσιμη για τη μελλοντική πορεία αξιολόγησης της Ελλάδας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι αξιολογήσεις της Ελλάδας περιορίζονται στο BBB – από αρκετές σημαντικές πιστωτικές προκλήσεις. Το αυξημένο επίπεδο του δημόσιου χρέους παραμένει μια βασική πρόκληση. Το υψηλό χρέος εκθέτει την Ελλάδα σε συνεχή κίνδυνο κάθε φορά που υπάρχει στροφή του κλίματος της αγοράς προς την αμφισβήτηση της βιωσιμότητας του χρέους των πιο υπερχρεωμένων κρατικών δανειοληπτών της ζώνης του ευρώ. Η περαιτέρω μείωση αυτού του χρέους θα μπορούσε να κάνει την Ελλάδα πιο ανθεκτική. Επιπλέον, οι κίνδυνοι πολιτικής επικρατούν, καθώς η Ελλάδα μεταβαίνει από την εξάρτηση από τους επίσημους δανειστές στη χρηματοδότηση με βάση τους όρους της διεθνούς αγοράς.
Μια άλλη πρόκληση είναι η μέτρια μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη της τάξης του 1%. Οι
περιβαλλοντικές προκλήσεις είναι σημαντικές εδώ, καθώς ο κλιματικός κίνδυνος περιορίζει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη εάν οι καύσωνες και οι πυρκαγιές βλάψουν τους κρίσιμους τομείς του τουρισμού και της γεωργίας της Ελλάδας. Μια ανάλυση που ανατέθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος από το 2011 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να κοστίσει στην ελληνική οικονομία από 577 δισ. έως 701 δισ. ευρώ έως το 2100. Αυτό είναι τριπλάσιο από το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας σήμερα. Ο κλιματικός κίνδυνος αντιπροσωπεύει έναν σημαντικό μακροπρόθεσμο κίνδυνο, που σχετίζεται με την αξιολόγηση της Ελλάδας ως της πιο εκτεθειμένης οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ερωτηθείς αν ανησυχεί ότι η Ελλάδα θα επαναλαμβάνει λάθη του παρελθόντος, απαντά ότι «η Ιστορία τείνει να επαναλαμβάνεται. Επομένως, αυτό είναι ένα από τα κύρια μέληματά μας – ίσως όχι τόσο βραχυπρόθεσμα, αλλά σίγουρα μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα. Το 2015, η θετική πρόωρη πρόοδος της ελληνικής κυβέρνησης στον απόηχο της ελληνικής κρίσης αντιστράφηκε απότομα ύστερα από μια κυβερνητική αλλαγή. Η Ελλάδα κατέληξε να χάσει πληρωμές λόγω του ΔΝΤ την ίδια χρονιά. Μια αλλαγή προσανατολισμού πολιτικής στο μέλλον θα μπορούσε παρομοίως να θέσει σε κίνδυνο την πρόοδο που σημειώθηκε πρόσφατα και να αμφισβητήσει την ευρωπαϊκή υποστήριξη, που βασίζεται στην εκτέλεση των μεταρρυθμίσεων. Την ίδια στιγμή, ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος αναπτύσσεται από την υφιστάμενη κυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, με 9 δισ. ευρώ εφάπαξ παροχές στους συνταξιούχους, αυξήσεις μισθών στον δημόσιο τομέα και αύξηση του ορίου φοροαπαλλαγής για νοικοκυριά με παιδιά. Η κατάργηση του φόρου αλληλεγγύης και η δέσμευση για κατάργηση του ειδικού φόρου στους τόκους στα γραμμάτια και τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου είναι περαιτέρω παραδείγματα ανατροπών έναντι της πολιτικής της κρίσης».