Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1048/1056 – 15 Αυγούστου 1118) ήταν αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1081 ως το 1118. Εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική μορφή, ήταν ο ουσιαστικός θεμελιωτής της δυναστείας των Κομνηνών, μιας από τις ενδοξότερες δυναστείες της βυζαντινής ιστορίας.
Καταγόταν από την μεγάλη αριστοκρατική στρατιωτική οικογένεια των Κομνηνών, που κατείχε μεγάλες εκτάσεις στην Κασταμώνα της Παφλαγονίας. Ήταν τρίτος γιος του Ιωάννη Κομνηνού, αδελφού του αυτοκράτορα Ισαάκιου Α΄ Κομνηνού, και της Άννας Δαλασσηνής.
Ο Αλέξιος από πολύ νωρίς κατατάχθηκε στον αυτοκρατορικό στρατό και αντιμετώπισε αρκετούς στασιαστές και διεκδικητές του αυτοκρατορικού θρόνου. Επί Μιχαήλ Ζ΄στάλθηκε ως στρατηγός αυτοκράτορας στην Μικρά Ασία και κατόρθωσε να του παραδοθεί από τους Σελτζούκους Τούρκους ο στασιαστής αρχηγός των Νορμανδών μισθοφόρων Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ (Roussel de Bailleul, Ρουσέλιος κατά Ζωναράν ή Ουρσέλιος κατά την Άννα Κομνηνή), τον οποίο έφερε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1078 ορίστηκε αρχηγός του στρατού (δομέστικος των σχολών) της Δύσης από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Γ΄ Βοτανειάτη.
Οι μεγαλύτερες επιτυχίες του ήταν η νίκη και σύλληψη πρώτα του Νικηφόρου Βρυέννιου και αργότερα του Νικηφόρου Βασιλάκιου. Κέρδισε την εύνοια της αυτοκράτειρας Μαρίας της Αλανίας, συζύγου των αυτοκρατόρων Μιχαήλ Ζ´ και Νικηφόρου Γ´ που τον υιοθέτησε και τον βοήθησε στην προσπάθεια ανόδου του στην στρατιωτική ιεραρχία.
Το 1081 στασίασε και ο ίδιος με τους αδερφούς του και πήρε το θρόνο από το Νικηφόρο Γ΄ μετά από παρότρυνση και με τη βοήθεια του Ιωάννη Δούκα, θείου του Μιχαήλ Ζ´ Δούκα. Μετά από την άνοδό του στο θρόνο παντρεύτηκε την Ειρήνη Δούκαινα, εγγονή του Ιωάννη Δούκα, θείου του Μιχαήλ Ζ΄. Για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Δουκών επανέφερε τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του Μιχαήλ Ζ΄ και της Μαρίας της Αλανής ως συναυτοκράτορα. Μάλιστα αργότερα τον αρραβώνιασε με την πρωτότοκη κόρη του, Άννα.
Η γέννηση του γιου του Αλέξιου, Ιωάννη, το 1087 τερμάτισε την αναγνώριση του Κωνσταντίνου ως συναυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος, όμως, συνέχισε να έχει φιλικές σχέσεις με τον αυτοκράτορα μέχρι το θάνατό του, περίπου το 1095.
Οικονομικά και διοικητικά μέτρα
Ως αυτοκράτορας ο Αλέξιος προσπάθησε να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις των τοπικών αρχόντων στις επαρχίες, να εξυγιάνει αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο αλλά και να σταματήσει το κατρακύλισμα του βυζαντινού νομίσματος. Η κοπή του υποτιμημένου σε μεγάλο βαθμό σόλιδου σταμάτησε και ένα καινούριο χρυσό νόμισμα κόπηκε, το υπέρπυρον. Για να ισχυροποιήσει τη συνοχή του κράτους και το στρατό στράφηκε στην αριστοκρατία η οποία ενισχύθηκε πολύ στην εποχή των Κομνηνών. Για να βρει πόρους αναγκάστηκε να επιβάλει επιπλέον φόρους στο λαό.
Νέοι αυλικοί και διοικητικοί τίτλοι εφευρέθηκαν όπως αυτός του σεβαστοκράτορα για να αντικαταστήσουν τους παλιούς, που είχαν χάσει τη αξία τους με την πρακτική των προηγούμενων αυτοκρατόρων να τους μοιράζουν αφειδώς, αλλά και για να ικανοποιήσει και για να εντάξει στον κρατικό μηχανισμό όσα περισσότερα μέλη της αριστοκρατίας μπορούσε. Παράλληλα έπρεπε να αντιμετωπίσει σωρεία συνωμοσιών και εξωτερικών απειλών.
Εξωτερικές απειλές τα πρώτα χρόνια
Την ίδια χρονιά που ο Αλέξιος ανέβηκε στο θρόνο οι Νορμανδοί που είχαν καταλάβει τη βυζαντινή Ιταλία από το 1071 αποβιβάστηκαν στις ακτές της Ηπείρου και με αρχηγό το Ροβέρτο Γυισκάρδο πολιόρκησαν το Δυρράχιο. Για να τους αντιμετωπίσει ο Αλέξιος αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια των Βενετών παραχωρώντας τους αποκλειστικά οικονομικά προνόμια. Οι Βενετοί καταναυμάχησαν τον στόλο των Νορμανδών αλλά ο Αλέξιος ηττήθηκε κατά κράτος στο Δυρράχιο.
Στη συνέχεια όμως, μετά την επιστροφή του Ροβέρτου στην Σικελία λόγω εσωτερικών προβλημάτων, νίκησε τους Νορμανδούς στην Λάρισα και ανακατέλαβε την Καστοριά. Ο πόλεμος με τους Νορμανδούς τερματίστηκε το 1085 με το θάνατο του Ροβέρτου Γυισκάρδου και τη σύγκρουση για τη διαδοχή του μεταξύ των γιων του Βοημούνδου και Ρογήρου Μπόρσα.
Μετά από λίγο καιρό, όμως, ο Αλέξιος χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τουρκικούς λαούς που περνούσαν το Δούναβη και έκαναν επιδρομές στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, τους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους. Οι επιδρομές αυτές συνεχίστηκαν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση για αρκετά χρόνια, και μάλιστα οι Πετσενέγκοι συνεργάστηκαν το 1090 με τον εμίρη της Σμύρνης, Τζαχά που είχε βλέψεις στο βυζαντινό θρόνο, και επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξιος χρησιμοποιώντας τους Κουμάνους εναντίον τους κατάφερε να τους νικήσει στην μάχη του Λεβουνίου το 1091.
Το 1094 ήταν η σειρά των Κουμάνων να επιδράμουν εναντίον των Βυζαντινών, ξεσηκωμένοι από έναν διεκδικητή του θρόνου που υποκρινόταν ότι ήταν ο Κωνσταντίνος Διογένης, ένας γιος του Ρωμανού Διογένη που στην πραγματικότητα είχε πεθάνει χρόνια πριν. Οι Κουμάνοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν όταν ο ψευδο-Διογένης εξουδετερώθηκε στην Αδριανούπολη. Ο Αλέξιος κατάφερε να εξουδετερώσει και την απειλή του Τζαχά, στρέφοντας εναντίον του τον γαμπρό του, τον Κιλίτζ Αρσλάν Α΄, ο οποίος και τον δολοφόνησε στη διάρκεια ενός συμποσίου το 1094.
Έχοντας σταθεροποιήσει την ειρήνη στα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας ο Αλέξιος έστρεψε την προσοχή του στην Μικρά Ασία, που είχε χαθεί σχεδόν ολόκληρη από τους Σελτζούκους Τούρκους.
Υποστηρίχθηκε από πολλούς δυτικούς ιστοριογράφους ότι ο Αλέξιος έστειλε μία επιστολή στον πάπα της Ρώμης Ουρβανό B΄ ζητώντας βοήθεια από τη Δύση με την μορφή αποστολής μισθοφόρων για να μπορέσει να ανακαταλάβει τα χαμένα εδάφη και ότι αυτό το αίτημά του ήταν μία από τις αφορμές της Πρώτης Σταυροφορίας. Τα περί της επιστολής αυτής όμως αμφισβητούνται εντονότατα.
Η Πρώτη Σταυροφορία και οι συνέπειές της
Ο Αλέξιος προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τη διπλωματία τους σταυροφόρους που κατέφθαναν κατά ομάδες στα εδάφη του. Η Σταυροφορία του Λαού, με κυριότερο αρχηγό τον Πέτρο τον Ερημίτη ήταν το πρώτο μεγάλο σώμα σταυροφόρων που έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, τον Αύγουστο του 1096. Η πλειοψηφία των σταυροφόρων που συμμετείχαν στη σταυροφορία του Πέτρου του Ερημίτη δεν είχαν κάποια στρατιωτική πείρα ή εκπαίδευση ή τον κατάλληλο εξοπλισμό. Μάλιστα, πολλοί από τους σταυροφόρους ήταν γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι. Είχαν προξενήσει αναταραχή και καταστροφές στην πορεία τους προς την Κωνσταντινούπολη και η παραμονή τους στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης ήταν επίσης προβληματική.
Ο Αλέξιος τους παραχώρησε πλοία για να περάσουν στην Μικρά Ασία και τους προειδοποίησε να περιμένουν τους υπόλοιπους σταυροφόρους πριν επιτεθούν στους Τούρκους γιατί δεν ήταν αρκετά ισχυροί. Οι προστριβές ανάμεσα στους σταυροφόρους και η διαίρεσή τους σε μικρότερες ομάδες συνετέλεσαν στην καταστροφή τους και στο σφαγιασμό τους από τους Τούρκους. Οι λίγοι που γλίτωσαν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη.
Το Νοέμβριο του 1096 άρχισαν να φτάνουν στην Κωνσταντινούπολη νέα σώματα σταυροφόρων, άλλοι από τα σύνορα με την Ουγγαρία και άλλοι από τις δυτικές ακτές της αυτοκρατορίας. Αυτή τη φορά επρόκειτο για οργανωμένα σώματα πολεμιστών. Σημαντικότεροι αρχηγοί τους ήταν ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν, ο Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης και ο Βοημούνδος του Τάραντα. Διάφορα επεισόδια λεηλασιών και συγκρούσεων και με το νέο κύμα σταυροφόρων έπεισαν τον Αλέξιο να ακολουθήσει επιθετική πολιτική όσο οι σταυροφόροι δεν ήταν ακόμη τόσοι πολλοί ώστε να τον απειλήσουν και να τους αρνηθεί τη βοήθεια του. Ακόμη διέταξε το στρατό στην Κωνσταντινούπολη να επαγρυπνεί.
Χαρακτηριστικότερο το επεισόδιο του με τον Σταυροφόρο Ούγο των Βερμαντουά, αδελφό του βασιλιά της Γαλλίας. Αυτά τα μέτρα πέτυχαν και έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις και μικροσυγκρούσεις οι αρχηγοί των σταυροφόρων δήλωσαν υποταγή και υποσχέθηκαν όσα εδάφη κατελάμβαναν από τους Τούρκους και προηγουμένως ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να τα παραδώσουν σε βυζαντινή διοίκηση (δηλαδή όλα τα εδάφη από τη Νίκαια ως την Αντιόχεια). Από την μεριά του, ο Αλέξιος υποσχέθηκε να τους παραχωρήσει πλοία για να περάσουν στην Μικρά Ασία,τρόφιμα και οδηγούς. Με αυτό τον τρόπο ο Αλέξιος προσπαθούσε να ελέγξει τους σταυροφόρους και να τους θέσει κάτω από βυζαντινή κηδεμονία.
Την άνοιξη του 1097 οι σταυροφόροι είχαν πλέον συγκεντρωθεί όλοι στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης και ο Αλέξιος τους έδωσε καράβια για να μεταφερθούν στην απέναντι ακτή και ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα υπό τον στρατηγό Τατίκιο για να τους οδηγήσει μέχρι την Αντιόχεια. Εκεί, κατάφεραν να νικήσουν τους Τούρκους της Νίκαιας και απέκλεισαν την πόλη. Οι Τούρκοι όμως ήρθαν σε συνεννόηση με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι διέσχισαν με πλοιάρια τη λίμνη στην πίσω μεριά της πόλης, και τους παρέδωσαν τη Νίκαια χωρίς να μπορέσουν να αντιδράσουν σε αυτό οι σταυροφόροι. Αυτό το συμβάν ψύχρανε τελείως τις σχέσεις των σταυροφόρων και Βυζαντινών.
Μετά από πορεία αρκετών εβδομάδων οι σταυροφόροι έφτασαν στην Αντιόχεια και τον Οκτώβριο ξεκίνησαν την πολιορκία της πόλης. Όταν πέρασαν μερικοί μήνες ο Βοημούνδος κατάφερε με ένα τέχνασμα να απομακρύνει τους λίγους βυζαντινούς στρατιώτες που τους είχαν οδηγήσει μέχρι εκεί, μη θέλοντας να τους παραδώσει την Αντιόχεια αλλά να γίνει αυτός ο κυρίαρχός της. Διακήρυξε ότι η συμφωνία ήταν άκυρη και έπεισε τους άλλους σταυροφόρους να δεχθούν να γίνει αυτός ο κυρίαρχος της Αντιόχειας. Οι συγκρούσεις Σελτζούκων και Βυζαντινών είχαν αναζωπυρωθεί και ο Αλέξιος δεν μπόρεσε να αντιδράσει άμεσα. Παρ´όλο που η συμφωνία που είχε γίνει στην Κωνσταντινούπολη είχε αθετηθεί οι Βυζαντινοί επωφελήθηκαν από την αναστάτωση που έφεραν οι σταυροφόροι στους Τούρκους και από τη νίκη τους στην μάχη του Δορυλαίου. Στα χρόνια 1097-1099 ανακατέλαβαν την Χίο, τη Ρόδο, τη Σμύρνη, τη Φιλαδέλφεια, την Έφεσο και τις Σάρδεις. Η διπλωματία και οι προσπάθειες του Αλέξιου δικαιώνονταν.
Ο Βοημούνδος πιάστηκε αιχμάλωτος του Μαλίκ Γαζί των Δανισμενδιδών το 1100 και αφέθηκε ελεύθερος το 1103. Συγκρούστηκε με τους γειτονικούς μουσουλμάνους ηγεμόνες, αλλά ηττήθηκε στη μάχη της Χαρράν. Ακολούθησε μεγάλη επίθεση των Βυζαντινών στην Κιλικία και στη Συρία που ανάγκασε το Βοημούνδο να επιστρέψει στη Δύση σε αναζήτηση ενισχύσεων. Τελικά, νέα σύγκρουση μεταξύ Νορμανδών και Βυζαντινών έλαβε χώρα το 1107, όταν ο Βοημούνδος αποβιβάστηκε και πάλι στις αλβανικές ακτές αλλά αυτή τη φορά ο αναδιοργανωμένος και φανερά ισχυρότερος από το 1081 αυτοκρατορικός στρατός απέκλεισε τους Νορμανδούς ενώ αδυνατούσαν να καταλάβουν το Δυρράχιο και ο Βοημούνδος αναγκάστηκε να παραδοθεί. Με τη συνθήκη της Δεαβόλεως (1108) δήλωνε υποτέλεια στην αυτοκρατορία και αναλάμβανε την υποχρέωση να δεχθεί Ορθόδοξο Πατριάρχη στην Αντιόχεια.
Τελευταία χρόνια και θάνατος
Τα χρόνια 1110-1116 ο Αλέξιος εξεστράτευσε ξανά στην Μικρά Ασία προσπαθώντας να περιορίσει τους Τούρκους και να υπερασπίσει τις περιοχές που ήταν στα χέρια των Βυζαντινών. Κατάφερε τελικά να ανακαταλάβει τα εδάφη από την Τραπεζούντα ως το Αμόριο και το Φιλομήλιο της Φρυγίας, και από εκεί ως τις εκβολές του ποταμού Μαιάνδρου. Ακόμη, προσπάθησε να περιορίσει την αίρεση των Βογομίλων που εκείνη την εποχή είχε εξαπλωθεί αρκετά και είχε κέντρο της τη Φιλιππούπολη. Μία από τις τελευταίες ενέργειες του ήταν να κάψει στην πυρά τον Βασίλειο, έναν αρχηγό των Βογομίλων.
Η ποδάγρα και η ραγδαία επιδείνωση της σε συνδυασμό με την κόπωση δεκαετιών οδήγησαν τον Αλέξιο Κομνηνό στον θάνατο. Ήδη το 1116 είχε επιδεινωθεί τόσο πολύ ώστε ο Αλέξιος δεν μπορούσε να περπατήσει. Ενάμιση χρόνο μετά τα πρώτα συμπτώματα, σύμφωνα με τον προσωπικό γιατρό του αυτοκράτορα, Νικόλαο Καλλικλή, είχε αρχίσει η μετάσταση. Η επιδείνωση ήταν ραγδαία σε βαθμό που ο Αλέξιος υποχρεωνόταν να παραμένει συνέχεια καθιστός.
Φλεγμονές, οιδήματα και διάρροιες ταλαιπώρησαν τον αυτοκράτορα προκαλώντας του περιπλοκές και φριχτούς πόνους, έως ότου εξέπνευσε στις 15 Αυγούστου 1118. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του δεν τις πέρασε σε ηρεμία.
Η σύζυγός του, Ειρήνη, και η κόρη του, Άννα, συνωμοτούσαν για να μην τον διαδεχθεί ο Ιωάννης στο θρόνο, αλλά ο σύζυγος της Άννας, Νικηφόρος Βρυέννιος. Το σχέδιο τους, όμως, απέτυχε. Ο Ιωάννης πήγε μυστικά στο μοναστήρι των Μαγγάνων, όπου βρισκόταν ο πατέρας του και πήρε το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι από το χέρι του λίγες ώρες πριν πεθάνει. Ετάφη στη Μονή Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη.
Το σθένος που έδειξε ο Αλέξιος στη ζωή του ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστο. Αναλύοντας τον προσωπογραφικά θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν ένας άνθρωπος γεννημένος ηγέτης. Είχε εξάλλου όλα τα χαρακτηριστικά που απαιτούσε η βυζαντινή αυτοκρατορική ιδεολογία από έναν ιδανικό αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος ήταν φανατικά ορθόδοξος, όχι από πηγαία πίστη ή εξαιτίας της επιρροής της θρησκόληπτης μητέρας του, αλλά από σκοπιμότητα.
Παρ´όλο που ο Αλέξιος παρέδωσε στο γιο του, Ιωάννη, ένα σταθερότερο και ισχυρότερο κράτος από ότι το βρήκε το 1081, γεγονός είναι ότι η ενδυνάμωση των δυνατών καθώς και η παραχώρηση υπέρογκων προνομίων στις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες μακροπρόθεσμα έπληξαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η κόρη του, Άννα Κομνηνή, έγραψε την Αλεξιάδα, ένα βιβλίο που εξιστορεί τα γεγονότα της εποχής του πατέρα της και σε πολλά σημεία τον εξυμνεί.
Οικογένεια
Από τον γάμο του με την Ειρήνη Δούκα, ο Αλέξιος απέκτησε τα εξής παιδιά:
Άννα η ιστορικός, παντρεύτηκε τον καίσαρα Νικηφόρο Βρυέννιο, τον ιστορικό.
Μαρία Κομνηνή, παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Γρηγόριο Γαβρά και σε δεύτερο τον Νικηφόρο Ευφορβηνό Κατακαλών.
Ιωάννης Β΄ Αυτοκράτορας των Ρωμαίων.
Ανδρόνικος, σεβαστοκράτωρ. Νυμφεύτηκε την Ειρήνη των Ρουρικιδών, κόρη του Βολοντάρ, πρίγκιπα του Περεμύσλ.
Ισαάκιος, σεβαστοκράτωρ. Ο γιος του Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός Αυτοκράτoρας των Ρωμαίων είχε γιο τον Μανουήλ, γενάρχη των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντος.
Ευδοκία, παντρεύτηκε τον Μιχαήλ Ιασίτη.
Θεοδώρα, παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Κωνσταντίνο Κουρτίκη και σε δεύτερο γάμο τον Κωνσταντίνο Άγγελο. Εγγονοί της είναι ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος και ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος Αυτοκράτορες των Ρωμαίων, ο Μιχαήλ Α΄ Άγγελος και o Θεόδωρος Α΄ Άγγελος δεσπότες της Ηπείρου, κά.
Ζωή.