Γράφει ο Παναγιώτης Παύλος,
Πανεπιστήμιο του Όσλο / Cambridge University
Με αφορμή την προ ημερών παρέμβαση για τα Ελληνοτουρκικά σε αθηναϊκή εφημερίδα, από τους κ.κ. Διακόπουλο, Λιάκουρα, Υφαντή και Φίλη, καταγράφουμε στο παρόν 20 κριτικές θέσεις κριτικής, με σκοπό την ανάδειξη των εγγενών αδυναμιών των όσων οι ανωτέρω διατυπώνουν για το ζήτημα προσφυγής στη Δικαστήριο στη Χάγη.
1. Το άρθρο των κ.κ. Διακόπουλου, Λιάκουρα, Υφαντή και Φίλη, έχει ως επίκεντρο μια «διαπραγμάτευση» με την Τουρκία, συνοδευόμενη από 3 στοιχεία που κατά τους συγγραφείς τη διέπουν: «όροι/πλαίσιο», «εναλλακτικές», «χρόνος». Δίδεται εξ αρχής η εντύπωση ότι το όλο ζήτημα στα Ελληνοτουρκικά αφορά μια συνολική διαπραγμάτευση, πιθανόν εν μέρει προαποφασισμένη, και όχι μια μοναδική διαφορά, αυτή της οριοθέτησης Υφαλοκρηπίδας – ΑΟΖ, για την επίλυση της οποίας, ωστόσο, η διαπραγμάτευση προωθείται ως η πρώτιστη, μόνη και μοναδική λύση.
2. Και ενώ οι υπογράφοντες επεξηγούν ότι ο «χρόνος έχει τόσο την έννοια του χρονισμού (timing) όσο και του ποιο από τα δύο μέρη επείγεται περισσότερο για συμφωνία», εμφανίζουν την Ελλάδα ως επισπεύδουσα, χωρίς ποτέ να εξηγούν κατ᾽ ουσίαν το γιατί, αρκούμενοι απλώς σε διατυπώσεις όπως: «…ενδέχεται να βρεθούμε σε έναν κόσμο τελείως διαφορετικό και πολύ πιο επικίνδυνο, με εκκρεμή τα θέματά μας με την Τουρκία. Να έχουμε μετακυλίσει δηλαδή το πρόβλημα στις επόμενες γενιές, οι οποίες θα πρέπει να το διαχειριστούν, κατά τα φαινόμενα, με χειρότερους όρους».
3. Φάσκουν και αντιφάσκουν οι συγγραφείς, αφενός εμφανιζόμενοι ως επισπεύδοντες της Χάγης (προκειμένου, εύλογα, να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε επιτέλους τα όσα απορρέουν από τα κυριαρχικά δικαιώματά μας), αφετέρου διατεινόμενοι ότι η Ελλάδα δεν ενδιαφέρεται για τον ορυκτό πλούτο της, μιας και τα επόμενα χρόνια θα επικρατήσει η πράσινη ενέργεια: «σε λίγα χρόνια δεν θα έχουν νόημα τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ακόμη και αν αυτά υπάρχουν και είναι εκμεταλλεύσιμα, λόγω της κλιματικής κρίσης και συνακόλουθα της αναπόφευκτης πράσινης μετάβασης».Αναρωτιέται λοιπόν κανείς: προς τί τοιαύτη επίσπευσις;Άραγε, θα συμφωνούσαν μαζί τους οι ιθύνοντες της ExxonMobil, της BP, της TOTAL, της Shell, της QP και πολλών άλλων εταιρειών, οι οποίοι συμμετέχουν από καιρό τώρα σε φανερές και μυστικές συσκέψεις με στελέχη του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και αρμόδια κυβερνητικά στελέχη;
4. Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν τον τουρκικό αναθεωρητισμό αλλά αποκρύπτουν από τη συλλογιστική τους τη δεδομένη πίεση ΗΠΑ και Γερμανίας για συνολική διευθέτηση των Ελληνοτουρκικών, ενώ αποψιλώνουν, δυστυχώς, το εύρος των δυνατοτήτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θέτοντας έμμεσα διλλήματα του τύπου «ευλαβική διατήρηση του status quo ή κάθε τι άλλο πλην της διαπραγμάτευσης θα σημάνει πόλεμο».
5. Παραβάλλουν ανόμοια, μη συγκρίσιμα μεγέθη: τα 50 μεταπολιτευτικά χρόνια αγώνα διατήρησης του αξιόμαχου των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων με 35 σχεδόν χρόνια κατασπατάλησης δημόσιας περιουσίας, υπερχρέωσης εθνικού δημοσίου χρέους λόγω του καρκινώματος του ρουσφετιού, και υποθήκευσης του μέλλοντος των Ελλήνων.
6. Επιχειρούν να παραπλανήσουν την ελληνική κοινή γνώμη μιλώντας για «κούρσα εξοπλισμών, που ξεκίνησε λόγω της διαφοράς μας για την υφαλοκρηπίδα», ωσάν οι εξοπλισμοί να μην ξεκίνησαν στον απόηχο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και της παράνομης μέχρι σήμερα κατοχής πλέον του 37% της Μεγαλονήσου!
7. Αναφέρονται σε «προσδοκώμενο κέρδος» από «τυχόν πλουτοπαραγωγικούς πόρους», όταν τα δεδομένα που αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί δεν κρύβουν πλέον μιλούν για γιγάντια αποθέματα ορυκτού πλούτου στην Ανατολική Μεσόγειο, ικανά να παρέχουν υψηλή κάλυψη ενεργειακής επάρκειας στην Ευρώπη, τη στιγμή μάλιστα που η Νορβηγίαπ.χ. έχει αυξήσει κατακόρυφα την παροχή ενέργειας στην ΕΕ μετά το Ουκρανικό και την ανατίναξη του Nordstream, και το 2022 τα συνολικά έσοδά της από εξαγωγές υποθαλάσσιου ορυκτού πλούτου ανήλθαν σε 170 δις ευρώ: https://www.norskpetroleum.no/en/production-and-exports/exports-of-oil-and-gas/#oil-and-gas-exports).
8. Όπως ήδη επισημάναμε αλλού, οι εν λόγω συντάκτες δεν διστάζουν να υιοθετήσουν ρητορική του ΚΚΕ και των πασιφιστών τμήματος της ελληνικής αριστεράς, προκειμένου να παρακάμψουν το διαχρονικό αξίωμα si vis pacem parabellum (εάν θες ειρήνη προετοιμάζου για πόλεμο).
9. Δεν φαίνεται να τους απασχολεί ότι η μομφή τους περί «κυριαρχικών μας δικαιωμάτων σε θεωρητικό (αλλά και φαντασιακό) επίπεδο» είναι ακριβώς απότοκο της εγκληματικής κληρονομιάς της Μαδρίτης, όταν ο Κώστας Σημίτης αποδείχθηκε για δεύτερη φορά εντός διετίας εντολοδόχος των Ηνωμένων Πολιτειών, και υιοθέτησε verbatim τις διατυπώσεις που του ενεχείρησε ο Τόμας Νάιλς, τότε Αμερικανός Πρέσβης στην Αθήνα, μέσω του δικού μας Πρέσβη Αριστείδη Αγαθοκλή (βλ. σχετικά: Μ. Ιγνατίου, Ν.Μελέτης, Η Συμφωνία που «γκρίζαρε» το Αιγαίο: Από τα Ίμια στη Μαδρίτη – Classified, Αθήνα: Πεδίο, 2020). Η φοβική στασιμότητα άσκησης τόσο του μονομερούς δικαιώματος –με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το ΔΔΘ – πλήρους επέκτασης της εθνικής κυριαρχίας μας στα 12 ναυτικά μίλια χωρικών υδάτων, όσο και η ανυπαρξία μέχρι στιγμής έναρξης αξιοποίησης των όσων απορρέουν από τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος στις δεδομένες πλέον ΑΟΖ, πλήρους με Ιταλία και μερικής με Αίγυπτο, τις οποίες αυτή ταύτη η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη οριοθέτησε, είναι εδώ και σχεδόν δύο χρόνια μια πραγματικότητα η οποία μάλλον χρήζει επαρκούς εξήγησης παρά μπορεί να συνιστά σιωπηλό επιχείρημα απεμπόλησης,στην πράξη, αυτών των δικαιωμάτων.
10. Οι κ.κ. Διακόπουλος, Λιάκουρας, Υφαντής και Φίλης αποδεικνύονται ανακόλουθοι και λογικά ασυνεπείς, όταν αναγνωρίζουν και αποδέχονται την ορθότητα της επιχειρηματολογίας και της ορθής ανάγνωσης της Τουρκίας από τις αντίθετες προς αυτούς φωνές («Πολλοί αναλυτές και δημοσιολόγοι εκφράζουν βάσιμες ενστάσεις στη διαδικασία προσέγγισης με την Τουρκία»), ενώ ταυτόχρονα καταλογίζουν στις φωνές αυτές απουσία «αξιόπιστης και ρεαλιστικής εναλλακτικής». Υπονοούν, έτσι, τορπιλισμό του διαλόγου από κύκλους εν Ελλάδι, αντί να ευγνωμονούν τον τουρκικό μαξιμαλισμό ο οποίος ευνοεί ως τώρα τη χώρα μας κατά τηςεπιθυμητής σε ορισμένους παραχώρησης «κάποιων κυριαρχικών δικαιωμάτων», για να θυμηθούμε πρόσφατους λόγους του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών στη Βουλή.
11. Επιδίδονται οι ίδιοι, ως ερασιτέχνες σκακιστές, σε biasedπροβλέψεις για τις επόμενες κινήσεις του αντιπάλου, λησμονώντας να οργανώσουν το δικό τους πλαίσιο στρατηγικών κινήσεων με γνώμονα την αποτροπή έκβασης των κινδυνολογουμένων. Θα άξιζε να ερωτηθούν εξάλλου, εάν διαφωνούν με τη στρατηγική επιλογή των φρεγατών Belharra στις οποίες η Ελλάδα κατέληξε (έστω και αν υπήρξε η σπόντα της εμπλοκής μεταξύ Αυστραλίας, ΗΠΑ και Γαλλίας) ακριβώς λόγω της στρατηγικής επιμονής στο επιχειρησιακό πλεονέκτημα που εδράζεται σε κάθε άλλο παρά την παραίτηση κάλυψης του θαλάσσιου χώρου της ανατολικής Μεσογείου, μέχρι την Κύπρο. Εκτός, φυσικά, και εάν τα Επιτελεία των Ενόπλων Δυνάμεων θεωρούνται από κάποιους ως προσκόμματα στην άσκηση μεταμοντέρνας εξωτερικής πολιτικής.
12. Οι εν λόγω συντάκτες ξορκίζουν τις διεκδικήσεις από πλευράς Ελλάδος, αφού βεβαίως προηγουμένως έχουν ενδώσει στην εμπράγματο αποδοχή του τουρκικού ορισμού του όρου διεκδίκηση, με το να εκλαμβάνουν μονοσήμαντα ως μοναδική λογική επέκταση της έννοιας διεκδίκηση τον τουρκικό αναθεωρητισμό, τη ναυαρχίδα δηλαδή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής: «Άλλοι πάλι ζητούν να αρχίσει και η χώρα μας να «διεκδικεί» (τι;). Να γίνουμε δηλαδή και εμείς αναθεωρητική χώρα. Να υιοθετήσουμε με άλλα λόγια την πολιτική της Τουρκίας χωρίς να έχουμε τα χαρακτηριστικά της Τουρκίας». Απαξιώνουν έτσι, συνειδητά ή ασυνείδητα, τα εθνικά δίκαια της Ελλάδος, όπως είναι η νευραλγική επέκταση των εθνικών Χωρικών Υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια – ή, εν πάσει περιπτώσει, στο μέγιστο της μέσης γραμμής στο Α/ΝΑ Αιγαίο – και τα υποβαθμίζουν ποιοτικά, εξισώνοντάς τα σχεδόν, στο σκεπτικό τους, με την έννοια υφαρπαγής ζωτικών συμφερόντων της γείτονος ή αμφισβήτηση της υπόστασής της τη στιγμή μάλιστα που οι αξιώσεις τις Τουρκίας εδράζονται επί της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδος, όπως οι παραβιάσεις του ΕΕΧ, η απαίτηση για αποστρατικοποίηση των νησιών, η στρατηγική επιδίωξη γκριζοποίησης του Αιγαίου, ο σταθερά προωθούμενος εκτουρκισμός της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκηςκλπ, αποδεικνύουν. Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνον διαστρέφουν τα εθνικά δίκαια, αλλά παρέχουν εμμέσως και μοιραία άλλοθι ανοχής σε εμπράγματες τουρκικές αξιώσεις.
13. Δύσκολα αποφεύγουν οι εν λόγω να εμφανιστούν ως κυνηγοί «φιλότουρκων» σχεδόν Ελλήνων ενώπιον όσωνεπισημαίνουν τις επιτυχίες του Ερντογάν και αγνοούνστιβαρούς Αμερικανούς αναλυτές, όπως ο Michael Rubin,που εξέθεσαν αντικειμενικά τα κέρδη Ερντογάν στο Βίλνιους, τη στιγμή μάλιστα που ο Τούρκος Πρόεδρος συνεχίζει να τα «μασάει» περί οριστικής επικύρωσης της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση, τον προσεχή Οκτώβριο. Δεν διστάζουν μάλιστα να υποβαθμίσουν εκ νέου την αμετάβλητη τουρκική στρατηγική αποκαλώντας τους τακτικούς ελιγμούς της γείτονος «ραγδαίες μεταβολές του Ερντογάν».
14. Καταφεύγουν σε εικότες λόγους, για να θυμηθώ τον Τίμαιο του Πλάτωνα, εύλογες υποθέσεις δηλαδή, περί μιας κατεξοχήν φαντασιακής Τουρκίας, τη στιγμή μάλιστα που οι ίδιοι νωρίτερα αποκήρυξαν κάθε τι το «φαντασιακό»! Όσον αφορά στο πόσο ενοχλητική είναι η «αναξιοπιστία της Τουρκίας στις δυτικές πρωτεύουσες», θα άξιζε οι εν λόγω συντάκτες να συζητήσουν με Νορβηγούς διπλωμάτες, προσωπικούς φίλους του ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, εδώ στο Όσλο, ώστε να ελέγξουν τον βαθμό εγκυρότητας της εκτίμησής τους.
15. Επικαλούνται οι συγγραφείς, τον χρονισμό μιας δήθεν στριμωγμένης στον τοίχο Τουρκίας, όχι ούτως ώστε – όπως εύλογα θα ανέμενε κανείς – η Ελλάδα να αποκομίσει το μέγιστο όφελος που μια ωσαύτως διαπιστωμένη κατάσταση της γείτονος θα απέφερε, αλλά προκειμένου να επιτευχθεί μια συμφωνία για την οποία η Ελλάδα έχει ήδη δηλώσει ότι θα αντιμετωπίσει την ακρότητα των τουρκικών απαιτήσεων με εκπεφρασμένη τη βούλησή της για υποχωρήσεις από τα απώτατα όρια των δικών της εθνικών δικαίων. Ελληνικός μινιμαλισμός, δηλαδή, ως αντίδοτο στον τουρκικό μαξιμαλισμό.
16. Όλως παραδόξως, οι συγγραφείς του κειμένου, μολονότι γνήσια (;) τέκνα του Καραμανλικού ΕυρωκεντρικούΦιλελευθερισμού, είναι έτοιμοι όσο ποτέ άλλοτε να αποταχθούν το ευρωπαϊκό πλαίσιο – μιας και όπως ομολογούν χαρακτηριστικά «η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ διαιρεμένη και αδύνατη για να αποκτήσει στρατηγική αυτονομία» – και να εγκαταλείψουν τη θεώρηση των τουρκικών αξιώσεων εις βάρος της Ελλάδος ως πρόβλημα ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όπως άλλωστε συμβαίνει και με την Κύπρο, παρακάμπτοντας αμφότερα,προκειμένου να διευκολυνθεί μια διμερής διαπραγμάτευση που θα οδηγήσει σε λυσιτελή, κατ᾽ αυτούς, συμβιβασμό.
17. Υποπίπτουν σε λογικό σφάλμα, καθώς αναγνωρίζουναφενός αρνητικό συντελεστή ισοζυγίου ισχύος έναντι της Τουρκίας κατά τα τελευταία 50 χρόνια, αφετέρου λίγονωρίτερα στο κείμενό τους καταγγέλλουν τα δυσβάστακτα 400 δις ευρώ ελληνικών αμυντικών δαπανών της τελευταίας 50ετίας. Επικαλούνται μια σε απόλυτους αριθμούς (αν)ισορροπία ισχύος αποστερημένη του ποιοτικού πλεονεκτήματος που διαθέτει ο αμυνόμενος υπέρ πάτρης, ιερών και οσίων, προκειμένου να τοκιστεί το επιχειρηματολογικό κεφάλαιό τους με τον προς τούτο επιβεβλημένο, καταναγκαστικό συμβιβασμό.
18. Φυσικά, η κινδυνολογία δεν απουσιάζει, καθώς η κατ᾽ αυτούς τυχόν μη επίλυση των Ελληνοτουρκικών τώρα θα σημάνει αυτόματα και την επιδείνωσή τους στο μέλλον, αφού «δύσκολα θα παρουσιαστεί ευνοϊκότερη συγκυρία στο ορατό μέλλον». Αγνοούν, άραγε, το γεγονός ότι η Νορβηγία π.χ.συζητούσε επί 40 χρόνια με τη Σοβιετική Ένωση – και μάλιστα σε διεθνείς συνθήκες λίαν δυσμενέστερες αυτών που διέπουν τα Ελληνοτουρκικά σήμερα, όπως ήταν εκείνες του Ψυχρού Πολέμου – έως ότου η σκανδιναβική χώρα αισθανθεί αρκετά ισχυρή για να προχωρήσει σε οριοθέτηση ΑΟΖ; Και βεβαίως, η Νορβηγία, ουδόλως δείχνει σήμερα να μοιράζεται τη συγκίνηση των τεσσάρων υπέρ της «πράσινης μετάβασης», ώστε να αρνηθεί να είναι ο πάροχος του 1/3 του εισαγόμενου από την Ευρώπη Φυσικού Αερίου, το 2021, ή να είναι εισαγωγέας στην Ευρώπη 80 εκατομμυρίων βαρελιών αργού πετρελαίου, μόνον μέσα στο 2022!
19. Η εν λόγω παρέμβαση των τεσσάρων δεν θα μπορούσε παρά να κλείσει μοιρολατρικά, αποδεχόμενη ότι «ηγεωγραφία είναι πεπρωμένο». Λυπεί, δυστυχώς, όχι μόνον το όραμα που απουσιάζει από την ελληνική εξωτερική πολιτική όπως οι κ.κ. Διακόπουλος, Λιάκουρας, Υφαντής και Φίλης τησκιαγραφούν, αλλά και η αδυναμία να συνειδητοποιήσουν ότι όπως ακριβώς ο κάθε άνθρωπος, έτσι και η κάθε χώρα ορίζει τη δική της μοίρα.
20. Στον 20ο αιώνα η Ελλάδα όρισε το πεπρωμένο της γεωγραφίας της. Αν υπάρχουν άνθρωποι που οραματίζονται, αξιώνουν και εκφράζουν κάτι διαφορετικό ή αντίθετο, στον 21ο αιώνα, ας έχουν υπόψιν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δουλειάούτε δική τους ούτε κάποιου πολιτικού κόμματος, αλλά απόφαση σύσσωμου του ελληνικού λαού.