του Χρυσόστομου Τσιρίδη
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ: Τα..σιτηρά στην επικαιρότητα και ένας μικροπανικός στην Παγκόσμια αγορά. Στο άρθρο βέβαια μια άλλη προσέγγιση.
“Γιατί το σιτάρι το λέμε και γέννημα”.
.
Αφήνω την απάντηση στον κάθε αναγνώστη.
.
Να πω μόνο ότι εγώ στο χωριό μου παιδί άκουγα περισσότερο για “γεννήματα” παρά για “σιτάρια”
.
Από την πλευρά μου δίνω δύο παραθέματα. Το πόσο θα βοηθήσουν, δεν μπορώ να το ξέρω.
.
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΘΕΜΑ από την “Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα” (ακριβής αντιγραφή)
.
γέννημα το [jénima] Ο49 : το αποτέλεσμα του γεννώ. 1. αυτό που γεννιέται ή που προέρχεται από κπ. ή από κτ., κυρίως: α. στη ΦΡ ~ θρέμμα, για κπ. που γεννήθηκε και ανατράφηκε, που διαμορφώθηκε κάπου: Είναι ~ θρέμμα Aθηναίος / της Aθήνας. || (επέκτ.): ~ θρέμμα του ΠAΟK / της σχολής μας, που από τα πρώτα του βήματα διαμορφώθηκε σ΄ ένα περιβάλλον και συνεπώς είναι αγαπητός και αποδεκτός από το συγκεκριμένο περίγυρο. β. στην έκφραση ~ / γεννήματα της φαντασίας (του), δημιούργημα, αποκύημα. γ. αποτέλεσμα: Ο υπερκαταναλωτισμός είναι ~ μεταπολεμικό. 2. (λαϊκότρ., συνήθ. πληθ.) το σιτάρι ή το κριθάρι, τα δημητριακά.
.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΘΕΜΑ από το Διαδίκτυο. Ένα παραδοσιακό Τραγούδι, με… σιτάρια και γεννήματα.
.
Χιούμορ, μυρωδιές από άλλες ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ πραγματικότητες.
ΦΟΝΤΟ μιας άλλης εποχής, μιας άλλης σχέσης και “διαλόγου” του ανθρώπου με την φύση (βασική παράμετρος των δημοτικών μας τραγουδιών)
.
Στο δημοτικό, που ακολουθεί, ο τύπος δεν ξεκαθαρίζει εάν πήρε το δρεπανάκι του για να θερίσει ή μια μαυρομάτα ν’ αγαπήσει (να…δρέψει).
.
Όπως παραδέχεται πάντως και ο ίδιος,τον ΠΡΟΛΑΒΑΝ άλλοι,
προφανώς όχι με δρεπανάκια.
.
Σημείωση: Επιβάλλεται να πούμε ότι μεταφορικά πάντως ο λαϊκός ποιητής ΥΠΟΝΟΕΙ: “δρεπανάκι”= δειλία, συστολή, διστακτικότητα χαρακτήρα. Στα δημοτικά τραγούδια η μεταφορά είναι πρώτο τραπέζι)
.
ΑΥΤΑ ως προς το χιουμοριστικό (αυτοσαρκαστικό)ύφος.
.
ΕΥΡΗΜΑΤΙΚΟΙ υπονοούμενοι, σίγουρα τολμηροί, οι συνδυασμοί της ΛΑΪΚΗΣ θυμοσοφίας.
.
ΕΔΩ, ο ανεκπλήρωτος, αποτυχημένος έρωτας του τύπου (βρίσκει ήδη…φιλημένα τα κορίτσια, προφανώς και την μαυρομάτα του), συνδυάζεται με “τ’ άγίνωτα στάρια” και την ακύρωση του…θέρους (θερισμού).
.
ΟΠΩΣ “η περικαλλής, ευαίσθητος, θεσπεσία παρθενική καλλονή (ήταν) το κορύφωμα του έαρος-θέρους…”(ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ)
.
ΟΠΩΣ (σε πιο νεότερα χρόνια) η “συννεφιασμένη Κυριακή, με την πονεμένη καρδιά” του ΤΣΙΤΣΑΝΗ.
.
Είπαμε πριν, “φόντο” μιας άλλης κοινωνικής πραγματικότητας και σχέσης-διαλόγου με την Φύση.
.
Το τραγούδι κι ας φαίνεται απλοϊκό:
.
Γενή- μωρέ, γενήκαν τα γεννήματα
γιεμ, και μπαίνομε στο θέρο, πες μ’ αγάπη μ’ τι να γένω.
.
Παίρνω, μωρέ, παίρνω το δρεπανάκι μου
γιεμ, και πάω να θερίσω, μαύρα μάτια ν’ αγαπήσω.
.
Βρίσκω τα στάρια αγίνωτα, τα κορίτσια φιλημένα,
γραψ’ αλίμονο σε μένα.
.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το ερώτημα του τίτλου παραμένει.Μην το ξεχνάμε
“Γιατί το σιτάρι το λέμε και γέννημα”.