«Η Θρησκεία να μην είναι φανατισμός. Ο Θεός είναι αγάπη… Να δεχθείς τον άλλον, ανεξάρτητα αν είναι χριστιανός, μουσουλμάνος. Αυτή είναι η πίστη του, δεν είναι ο ίδιος. Ο ίδιος είναι δημιούργημα Θεού και πρέπει να τον σέβεσαι. Η διαφορά είναι πλούτος. Είσαι ελεύθερος να πιστεύεις ό,τι θέλεις».
— Από την τελευταία συνέντευξη του Μητροπολίτη Χαλεπίου Παύλου, κατά κόσμον Ράμι Γιαζίγκι
Ο Μητροπολίτης Χαλεπίου Παύλος, αφού τέλεσε τη θεία λειτουργία την Κυριακή των Βαΐων πριν από δέκα χρόνια στον Νότο της Τουρκίας, έφυγε κατευθυνόμενος προς τα σύνορα της Συρίας, όπου συνάντησε τον Συροϊακωβίτη ομόλογό του για να πραγματοποιήσουν μαζί ανθρωπιστική αποστολή απελευθέρωσης ομήρων. Στη διαδρομή, όμως, έπεσαν σε ενέδρα τζιχαντιστών και από τότε αγνοείται η τύχη τους. Στο Χαλέπι και στην Αντιόχεια οι απλοί άνθρωποι τον θρηνούν ακόμα και τον μνημονεύουν, όμως όσοι όφειλαν να εξιχνιάσουν την απαγωγή του σιωπούν.
Καλλιεργημένος, δραστήριος και απόφοιτος Πολυτεχνείου, ο ελληνορθόδοξος Μητροπολίτης Χαλεπίου Παύλος δίδασκε τον διάλογο με το Ισλάμ και θεωρούσε ότι ο ρόλος των Ορθόδοξων στη Μέση Ανατολή ήταν να συμβάλλουν στην καλλιέργεια ενός πνεύματος ελευθερίας που θα ακτινοβολεί και σε άλλα μέρη του κόσμου. Αυτό υπερασπιζόταν και στην τελευταία συνέντευξη που παραχώρησε, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Άγιο Όρος, λίγο καιρό πριν απαχθεί από ισλαμιστές αντάρτες το 2013, ο χαρισματικός Μητροπολίτης Χαλεπίου, αγαπητός στους χριστιανούς αλλά και στους μουσουλμάνους της περιοχής του. Από τότε το μυστήριο που καλύπτει την υπόθεση αυτή δεν εξιχνιάστηκε ποτέ, παρά το προσωπικό ενδιαφέρον που είχε επιδείξει ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο και την επικήρυξη των απαγωγέων από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ το 2019, έναντι 5.000.000 δολαρίων.
Ένας στενός συνεργάτης του Παύλου που μας μίλησε πρόσφατα με τον όρο της ανωνυμίας ανέφερε ότι μετά την απαγωγή του διοχετεύθηκαν πολλές δήθεν πληροφορίες, με σκοπό να παραπλανήσουν και να συσκοτίσουν την υπόθεση και όχι να τη διαλευκάνουν.
Οι φήμες για μαρτυρικό θάνατο
Ήταν 22 Απριλίου του 2013, πριν από δέκα χρόνια, όταν ο ελληνορθόδοξος Μητροπολίτης Χαλεπίου Παύλος, αδελφός του Πατριάρχη Αντιοχείας, έπεσε θύμα απαγωγής, ενώ κατευθυνόταν από την Αντιόχεια στο Χαλέπι, αγνοώντας τον κίνδυνο που είχε ένα τέτοιο ταξίδι εκείνη την εποχή. Οι πρώτες πληροφορίες ανέφεραν ότι τον απήγαγαν ισλαμιστές κοντά στα τουρκοσυριακά σύνορα, μαζί με τον Συροϊακωβίτη Επίσκοπο Ιωάννη (Γιοχάνα) Ιμπραήμ –έναν από τους σημαντικότερους ακτιβιστές χριστιανούς της Μέσης Ανατολής– και άλλους τρεις που τους συνόδευαν.
Από τότε, ένα μεγάλο μυστήριο καλύπτει την εξαφάνισή τους. Το ελληνικό κράτος ασχολήθηκε ελάχιστα, στην αρχή μόνο και όχι ουσιαστικά, όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ μας, παρότι ο Παύλος είχε λάβει την ελληνική υπηκοότητα και έκανε σημαντική δουλειά για τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα στην Τουρκία και τη Συρία.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, η απαγωγή δεν έχει εξιχνιαστεί επισήμως, παρότι εκτός Ελλάδας έχουν δημοσιευθεί αρκετά στοιχεία και όλο αυτό το διάστημα κυκλοφόρησαν πολλές, αλλά συχνά αντικρουόμενες πληροφορίες.
Έξι χρόνια μετά την εξαφάνισή τους, το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών είχε προβεί στην επικήρυξη των απαγωγέων έναντι αμοιβής που θα δινόταν σε όσους παρείχαν πληροφορίες. Ούτε αυτή όμως φαίνεται να έχει αποδώσει, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά. Απευθυνθήκαμε στην Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα και ρωτήσαμε αν η επικήρυξη παραμένει ενεργή, αλλά δεν γνώριζαν την απάντηση.
Όλα αυτά τα χρόνια κυκλοφορούσε έντονα η φήμη για αποκεφαλισμό και μαρτυρικό θάνατο, αλλά το Πατριαρχείο Αντιοχείας, στο οποίο ανήκε ο Μητροπολίτης Χαλεπίου Παύλος, δεν επιβεβαίωσε ποτέ τίποτα. Έλληνας διπλωμάτης, σε χώρα της Μέσης Ανατολής τότε, μας ανέφερε ότι το 2013, λίγο καιρό μετά το συμβάν, είχε αναρτηθεί βίντεο στο YouTube που έδειχνε τον μαρτυρικό θάνατο του Παύλου από τζιχαντιστές, υποστηρίζοντας ότι ο ίδιος το είχε δει και τον είχε αναγνωρίσει. Το βίντεο αυτό ωστόσο έχει κατέβει από το YouTube και δεν υπάρχει δυνατότητα επαλήθευσης αυτής της πληροφορίας.
Δύο Τούρκοι που έχουν ερευνήσει την υπόθεση υποστηρίζουν ότι σε αυτήν εμπλέκεται η τουρκική ΜΙΤ και εκτιμούν ότι οι αρχές της χώρας τους γνωρίζουν πολλά, επισημαίνοντας ότι η απαγωγή έγινε σε περιοχή που βρισκόταν υπό την κατοχή των ισλαμιστών που υποστηρίζονταν από την Τουρκία.
Ένα άλλο ρεπορτάζ Σύρου δημοσιογράφου το 2020 υποστηρίζει ότι οι δύο κληρικοί σκοτώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2016, δηλαδή τρεισήμισι χρόνια μετά την απαγωγή τους, από μαχητές της σουνιτικής ισλαμιστικής ομάδας Nur ad-Din al-Zenki.
Ένας στενός συνεργάτης του Παύλου που μας μίλησε πρόσφατα με τον όρο της ανωνυμίας ανέφερε ότι μετά την απαγωγή του διοχετεύθηκαν πολλές δήθεν πληροφορίες, με σκοπό να παραπλανήσουν και να συσκοτίσουν την υπόθεση και όχι να τη διαλευκάνουν.
Η τελευταία συνέντευξη του Παύλου στην τελευταία επίσκεψή του στο Άγιο Όρος, πριν απαχθεί από ισλαμιστές, κατά την οποία υπερασπίζεται τον διάλογο με το Ισλάμ και την αποδοχή του άλλου, ανεξάρτητα από το αν είναι χριστιανός ή μουσουλμάνος. «Ο Θεός είναι αγάπη», έλεγε.
Ποιος ήταν ο Παύλος
Ο Παύλος γεννήθηκε ως Ράμι Γιαζίγκι (Rami al-Yazidzhi) στη Λαοδίκεια (Λατάκια) της Συρίας το 1959 και μεγάλωσε σε οικογένεια μορφωμένων χριστιανών. Ο πατέρας του, Manah Yazigi, ήταν δάσκαλος της αραβικής γλώσσας και ποιητής και η μητέρα του, Rozah Moussi, καταγόταν από τον Λίβανο. Η οικογένεια είχε άλλα τρία παιδιά, το ένα από αυτά είναι ο νυν Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης, και μία αδελφή τους είναι μοναχή.
Ο κατά κόσμον Ράμι Γιαζίγκι σπούδασε αρχικά στη σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου της Λατάκια και στη συνέχεια Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, όπου έκανε μεταπτυχιακές σπουδές και διδακτορικό. Στη Θεσσαλονίκη πήρε επίσης πτυχίο βυζαντινής μουσικής, ενώ διδάχθηκε και αγιογραφία στο Άγιο Όρος. Τη δεκαετία του ‘90 δίδασκε στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού στο Πανεπιστήμιο του Μπαλαμάντ στον Λίβανο.
Εκλέχθηκε (παμψηφεί) Μητροπολίτης Χαλεπίου, Βεροίας και Αλεξανδρέττας –όπως είναι ο πλήρης τίτλος– από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αντιοχείας και Πάσης Ανατολής.
Ο Παύλος ήταν από τους πιο δραστήριους μητροπολίτες του Πατριαρχείου Αντιοχείας και διατηρούσε στενούς δεσμούς με την Ελλάδα. Αν και Άραβας, ήταν ελληνόφωνος και είχε λάβει την ελληνική υπηκοότητα. Είχε ιδρύσει στο Χαλέπι ιδρύματα για φτωχούς, οικοτροφεία για τους φοιτητές που σπούδαζαν στο πανεπιστήμιο του Χαλεπίου και είχε εκδώσει πολλά ελληνικά βιβλία μεταφρασμένα στα αραβικά.
«Είναι ένας άνθρωπος που έγραψε ιστορία, ένας άνθρωπος του Θεού, αφοσιωμένος στον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, και ακριβώς επειδή αγάπησε τον Θεό από τα βάθη της καρδιάς και της ψυχής του, γι’ αυτό μπόρεσε να αγαπήσει τόσο πολύ και τον πλησίον του. Είναι ένας αληθινός υπερασπιστής του δικαίου, οπουδήποτε και οποτεδήποτε, γι’ αυτό και απήχθη στις 22 Απριλίου του 2013. Από τότε δυστυχώς αγνοείται. Παρακαλώ τον Θεό να δεχτεί τις προσευχές του για μας, όπου κι αν είναι, όπως και τις ταπεινές προσευχές μας γι’ αυτόν». — Αρχιμανδρίτης Κύριλλος Ομπέιντ
Με δική του πρωτοβουλία, και σε συνεργασία με το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, παρείχε υποτροφίες για φοιτητές της Θεολογικής Σχολής του Μπαλαμάντ και υποστήριζε προγράμματα σπουδών με τα οποία καθηγητές Θεολογικής από την Ελλάδα δίδασκαν εκεί. Ανέδειξε ιερείς καταρτισμένους επιστημονικά και θεολογικά και προωθούσε ένθερμα την ελληνική γλώσσα. Όπως αναφέρουν όσοι τον γνώριζαν, έλεγε στους μαθητές του πως για να γίνουν καλοί θεολόγοι έπρεπε να μάθουν την ελληνική γλώσσα. Ίδρυσε το ιδιωτικό σχολείο «Ανατολή», όπου εκτός από τη σχολική ύλη της Συρίας στα αραβικά, η διδασκαλία γινόταν και στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα γαλλικά.
Η θέση του στη Μητρόπολη Χαλεπίου παρέμενε κενή από τις 22 Απριλίου 2013 που τον απήγαγαν μέχρι και τις 7 Οκτωβρίου 2021, όταν το Πατριαρχείο Αντιοχείας τοποθέτησε εκεί κάποιον άλλον.
Ο μοναχός στο Άγιο Όρος Κύριλλος Ομπέιντ, πνευματικό παιδί και μαθητής του Παύλου στη Θεολογική Σχολή του Μπαλαμάντ στον Λίβανο, αναφέρει για εκείνον ότι ήταν συνετός, σοφός και υπομονετικός με όλους ανεξαιρέτως, από τα πνευματικά του παιδιά μέχρι και τον κάθε άνθρωπο που θα συναντούσε. «Ο Μητροπολίτης Παύλος δεν δέχτηκε να είναι απλά ένας περαστικός ή μια ακόμη χαμένη φωνή μέσα στη φασαρία της πόλης. Η φωνή του έφθανε σε μας ως μία δροσερή αύρα που γλύκαινε και ανέπαυε τις ψυχές μας, ηρεμούσε την πόλη και σταματούσε τη φασαρία της καθώς μιλούσε το Άγιο Πνεύμα μέσα του και διά μέσου αυτού, με λόγο τέτοιο που θα τον θυμούνται όλες οι γενιές της Αντιόχειας κάθε φορά που θα ευαγγελίζονται τον Λόγο του Θεού».
Ο Παύλος υποστήριζε ότι η θρησκεία δεν πρέπει να φανατίζει και θύμιζε συχνά ότι στη Μέση Ανατολή, την περιοχή που γέννησε τις τρεις μεγάλες θρησκείες, γίνονται πόλεμοι εξαιτίας τους. «Ο Θεός είναι αγάπη», έλεγε. «Διδάσκουμε διάλογο με το Ισλάμ… αυτό δημιουργεί ένα πνεύμα ανοιχτό, να δεχθείς τη φιλοσοφία των άλλων θρησκευμάτων. Να δεχθείς τον άλλον, ανεξάρτητα αν είναι χριστιανός, μουσουλμάνος. Αυτή είναι η πίστη του, δεν είναι ο ίδιος. Ο ίδιος είναι δημιούργημα Θεού και πρέπει να τον σέβεσαι».
Ο Μητροπολίτης Χαλεπίου Παύλος ψέλνει το «Άξιον Εστίν»
Στην ερώτησή μας προς ιερωμένο που τον γνώριζε καλά, γιατί ο Πατριάρχης Αντιοχείας δεν συνέχισε μέχρι να βγει η αλήθεια για τον Παύλο και γιατί δεν μιλά για το τι έχει συμβεί, μας απάντησε: «Τι να κάνει ο Πατριάρχης; Προσεύχεται». Άλλος ιερωμένος που επίσης τον γνώριζε καλά μάς είπε: «Ο Πατριάρχης Αντιοχείας είναι αδελφός του Παύλου κατά σάρκα. Δεν νομίζω ότι υπήρχε κάποια ψυχρότητα, παρότι ήταν διαφορετικοί και ήταν συνυποψήφιοι για τον πατριαρχικό θρόνο. Ήταν άλλου επιπέδου ο Παύλος, άλλο στυλ εντελώς και μη συγκρίσημα μεγέθη. Προήρχοντο από τις θετικές επιστήμες και οι δύο, ήταν μηχανικοί, είχαν μια καλή αντίληψη του κόσμου. Ο Παύλος ήταν αρκετά δραστήριος, αθόρυβος και πάρα πολύ ουσιαστικός. Και οι δύο ήταν πολύ φιλέλληνες. Ο Παύλος ήταν διευθυντής της Θεολογικής Σχολής του Μπάλαμαντ και είχε βάλει τους σπουδαστές να μαθαίνουν από το πρώτο έτος την ελληνική γλώσσα. Τους έφερνε κάθε καλοκαίρι για δύο μήνες στην Ελλάδα, σε συνεννόηση με την Ιερά Σύνοδο και το υπουργείο Εξωτερικών. Είχε μια μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα και καθαρή».
Το χρονικό της απαγωγής
Στις 22 Απριλίου 2013 στις 10:47 π.μ. το ΑΠΕ μετέδωσε πληροφορίες από το συριακό πρακτορείο ειδήσεων σύμφωνα με τις οποίες ο Μητροπολίτης Χαλεπίου είχε απαχθεί. Ήταν η εποχή που οι ισλαμιστές αντάρτες της αντιπολίτευσης είχαν καταλάβει ήδη μεγάλο τμήμα της Συρίας, αλλά η έκταση των φρικαλεοτήτων, που αποκαλύφθηκε κυρίως μετά τη δημοσίευση βίντεο με αποκεφαλισμούς, δεν είχε γίνει ακόμα τόσο γνωστή διεθνώς.
Λίγη ώρα μετά την απαγωγή του, ο Μητροπολίτης Παύλος κατάφερε να στείλει από το κινητό του SMS σε δύο δικούς του ανθρώπους. Ο ένας ήταν ο φίλος και συνεργάτης του Habib Lavant, θεολόγος από το Χαλέπι, που ζούσε –μέχρι τον πρόσφατο θάνατό του– στην Ελλάδα και στον οποίο έγραφε: «Μας απήγαγαν και μας πάνε σε μια περιοχή κοντά στα συροτουρκικά σύνορα». Ακολούθησε δεύτερο μήνυμα που έλεγε ότι κατευθύνονται προς την Τουρκία. Το μήνυμα έδωσε στη δημοσιότητα ο πατέρας Ιγνάτιος Γιαπιτζίογλου και πρόκειται για το πιο σημαντικό ντοκουμέντο, με τις πρώτες και μοναδικές επιβεβαιωμένες αποκαλύψεις που υπάρχουν, καθώς όλοι οι υπόλοιποι –αν κρίνουμε από τη σιωπή που τηρούν όλα αυτά τα χρόνια– ίσως να μην είχαν γνωστοποιήσει ούτε αυτό.
Δύο μέρες μετά, δημοσιεύθηκαν στη Συρία φωτογραφίες του οδηγού που μετέφερε τους μητροπολίτες νεκρού. Ο οδηγός δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια της απαγωγής τους στα σύνορα με την Τουρκία. Σε βίντεο του πρακτορείου εκκλησιαστικών ειδήσεων «ΔΟΓΜΑ» φαινόταν η σορός του οδηγού σε μια λίμνη αίματος, με το πρόσωπό του να έχει παραμορφωθεί.
Η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθούσε την υπόθεση και πέντε μέρες μετά ο τότε υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Αβραμόπουλος έστειλε τον τότε υφυπουργό Εξωτερικών Κώστα Τσιάρα στη Βηρυτό, καθώς η έδρα του Πατριαρχείου Αντιοχείας βρισκόταν στον Λίβανο, αντί για τη Συρία και τη Δαμασκό. Σκοπός της αποστολής του, όπως ανακοινώθηκε, ήταν να συνδράμει στις προσπάθειες ανεύρεσης και απελευθέρωσης των απαχθέντων. Ο Δ. Αβραμόπουλος έθεσε το θέμα και στην υπουργική Σύνοδο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες.
Το Μέγαρο Μαξίμου ήταν σε κατάσταση συναγερμού εκείνη την ημέρα, με τον Αντώνη Σαμαρά να βρίσκεται σε συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες, ενώ κάποια στιγμή κυκλοφόρησε η ψευδής πληροφορία ότι οι απαχθέντες απελευθερώθηκαν. Ο Αλέξης Τσίπρας, ως πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, είχε επικοινωνήσει κι αυτός με τον Πατριάρχη Αντιοχείας για να του εκφράσει τη συμπαράστασή του για την απαγωγή του αδελφού του και να δηλώσει ότι επιθυμεί να συμβάλει στην επίλυση του ζητήματος. Έναν χρόνο μετά, όλοι οι Έλληνες πολιτικοί είχαν ξεχάσει την απαγωγή του Παύλου και δεν ασχολήθηκαν ξανά.
Στις 27 Απριλίου του 2013 ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης απηύθυνε έκκληση στη διεθνή κοινότητα να καταβάλει κάθε προσπάθεια για την απελευθέρωση των δύο ιεραρχών: «Το να μας δολοφονούν ή να μας απαγάγουν ή να καταστρέψουν τα ιδρύματά μας, αυτό καθόλου δεν μειώνει την απόφασή μας να είμαστε προσκολλημένοι στον πατριωτισμό μας, στην κοινή συμβίωσή μας, στην παραμονή μας στα εδάφη μας και στην αναζήτηση της αλήθειας και του δικαίου στην πατρίδα μας», είχε δηλώσει. Την άμεση απελευθέρωση των δυο μητροπολιτών είχε ζητήσει και το υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας.
Στις 8 Μαΐου 2013 η λιβανέζικη εφημερίδα «Daily Star» έγραψε ότι, σύμφωνα με τον αναπληρωτή πρόεδρο του Συριακού Εθνικού Συμβουλίου, δηλαδή της συριακής αντιπολίτευσης που έλεγχε την περιοχή στην οποία έγινε η απαγωγή, Τζορτζ Σάμπρα, οι απαχθέντες κρατούνταν όμηροι από αντάρτες στο χωριό Μπσακτίν βορειοδυτικά του Χαλεπίου και ότι γίνονταν διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωσή τους. Ο Σάμπρα την περίοδο εκείνη διαβεβαίωνε συνεχώς την ελληνική κυβέρνηση ότι θα ενεργούσε άμεσα για τον εντοπισμό και την απελευθέρωση των απαχθέντων, κάτι που δεν έγινε ποτέ.
Έναν χρόνο μετά δεν είχε σημειωθεί καμία πρόοδος, αν και κάποιοι υποστήριζαν πως αφού δεν είχαν βρεθεί σοροί, ίσως ζούσαν και γίνονταν μυστικές διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωσή τους. Αν υπήρχαν διαπραγματεύσεις όμως, το ένα μέρος θα ήταν οι απαγωγείς και το άλλο το Πατριαρχείο Αντιοχείας, που δεν έχει μιλήσει ποτέ για αυτό, όπως δεν έχει μιλήσει και το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, που θα έπρεπε να είχε λάβει γνώση.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, πολιτικός της τότε κυβέρνησης με τον οποίο συνομιλήσαμε υποστηρίζει ότι οι απαγωγείς ζητούσαν λύτρα και το Πατριαρχείο Αντιοχείας είχε ζητήσει διαβεβαιώσεις ότι ζουν, αλλά όλα αυτά γίνονταν υπό άκρα μυστικότητα. «Επειδή ο Παύλος ήταν Έλληνας πολίτης –του είχαμε δώσει την ελληνική ιθαγένεια– παρακολουθούσαμε το θέμα» αναφέρει. Ο ίδιος άνθρωπος μας λέει ότι οι απαγωγείς είχαν στείλει κάποια στοιχεία για να πείσουν ότι ήταν ζωντανός. Στην ερώτηση γιατί τότε δεν έδωσε το Πατριαρχείο τα λύτρα, η απάντησή του ήταν ότι τα στοιχεία εκείνα δεν τους έπεισαν ότι όντως ζούσαν και θα απελευθερωθούν. «Δεν υπήρχε απόλυτη βεβαιότητα και οι απαγωγείς ζητούσαν ένα τρελό ποσό» μας είπε.
Σε ερώτηση που απευθύναμε στον τότε υπουργό Εξωτερικών Δημήτρη Αβραμόπουλο, μας απάντησε ότι είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με την υπόθεση της απαγωγής του Μητροπολίτη Χαλεπίου, ότι είχε θέσει το θέμα στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ και είχε ζητήσει τη συνεργασία της Τουρκίας, η οποία είχε προσφερθεί να βοηθήσει, όπως υποστήριξε, πλην όμως δεν υπήρξε κάποιο αποτέλεσμα.
«Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Μητροπολίτης Παύλος ήταν θύμα, διότι δεν έγινε κάτι από λάθος ή από αδυναμία. Ο Μητροπολίτης Παύλος θεωρούμε πως είναι πραγματικά ένας μάρτυρας. Είτε είναι εν ζωή είτε βρίσκεται στη βασιλεία του Θεού. Και αυτό διότι ό,τι υπέστη ήταν αποτέλεσμα της κοινωνίας αγάπης που είχε προς τον Θεό και την Εκκλησία…» — Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος
Η τουρκική και η ρωσική εμπλοκή
Πολιτικό πρόσωπο το οποίο το 2013 βρισκόταν στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ και κοντά στον Αλέξη Τσίπρα, που τότε ήταν στην αξιωματική αντιπολίτευση, υποστηρίζει ότι «η κυβέρνηση Σαμαρά έκανε στην αρχή κάποιες κινήσεις, αλλά δεν έδωσε συνέχεια και ο Δ. Αβραμόπουλος ως υπουργός Εξωτερικών είχε τη γραμμή ότι δεν ήταν δικό μας πρόβλημα». Επισημαίνει ότι ο Παύλος ήταν «κόκκινο πανί» όχι μόνο για τους τζιχαντιστές αλλά και για τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες: «Οι Τούρκοι είναι πολύ δραστήριοι στη Συρία και τους εκνεύριζε βαθύτατα η πολιτιστική επιρροή που ασκούσε ο Παύλος, ο οποίος προωθούσε την ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά γράμματα στους χριστιανούς της Συρίας, που αποτελούσαν ένα από τα στηρίγματα του Άσαντ. Αυτός ήταν ένας επαρκής λόγος για να είναι αντιπαθής στους Τούρκους και να τον αντιμετωπίζουν ως “πράκτορα” της Ελλάδας».
Ο ίδιος άνθρωπος αναφέρει ότι η ρωσική πρεσβεία της Αθήνας με δική της πρωτοβουλία ενημέρωσε την τότε κυβέρνηση, αλλά και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υποστηρίζοντας ότι είχε πληροφορίες για τους απαγωγείς. Σύμφωνα με εκείνη την ενημέρωση, οι Ρώσοι φαίνεται να υποστήριξαν ότι οι απαχθέντες σε τέτοια περιστατικά δεν σκοτώνονται αμέσως, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και εκτιμούσαν ότι υπήρχε η δυνατότητα απελευθέρωσης, για την οποία εμφανίζονταν πρόθυμοι να διαμεσολαβήσουν. Ανέφεραν ότι γνώριζαν ποιοι τους είχαν απαγάγει και ότι επρόκειτο για μια μικρή ομάδα τζιχαντιστών που το έκανε αυτό επαγγελματικά και συνεργαζόταν με τους ισλαμιστές της συριακής αντιπολίτευσης, αλλά και με κάποιες κρατικές υπηρεσίες. Απήγαγε δηλαδή, μεταξύ άλλων, πρόσωπα που είχαν «ανταλλακτική αξία» (είτε με παραγγελία είτε χωρίς) και μετά τα «πουλούσε» (ή ξαναπουλούσε) σε όποιον ενδιαφερόταν, αν έδινε περισσότερα. «Η ομάδα αυτή πληρώθηκε για να κάνει την απαγωγή, αλλά θα πουλούσαν τον άνθρωπο αυτόν, αν κάποιος τους έδινε παραπάνω λεφτά, είτε για να φύγει ζωντανός από εκεί είτε για να τον σκοτώσουν. Η ομάδα αυτή θεωρούσε τον Παύλο πράκτορα της Ελλάδας και όταν οι Ρώσοι ενημέρωσαν την ελληνική κυβέρνηση αν ενδιαφέρεται να αναλάβει δράση για να τον ελευθερώσει, δεν είχε φύγει από τα χέρια τους ακόμη. Είπαν ότι θα χρειαζόταν να καταβάλει χρήματα και να γίνουν κάποιες διευθετήσεις». Στην ερώτησή μας γιατί οι Ρώσοι προσφέρθηκαν να μεσολαβήσουν, η απάντησή του ήταν ότι προσέβλεπαν σε κάποιο διπλωματικό αντάλλαγμα.
Είτε όσα είπαν οι Ρώσοι ισχύουν είτε όχι, δεν θα πρέπει να διαφεύγει, ως προς το αποτέλεσμα, ότι παρόμοια τύχη με τον ελληνορθόδοξο Παύλο είχε και ο Συροϊακωβίτης ιερωμένος Ιωάννης (Γιοχάνα)-Ιμπραήμ, που οι δικοί του, με τις μικρές δυνάμεις τους, έδωσαν πραγματικό αγώνα για να τον διασώσουν, αλλά ούτε αυτοί τα κατάφεραν.
Έλληνας διπλωμάτης που γνωρίζει την υπόθεση και τον ρωτήσαμε για αυτήν, απάντησε λακωνικά: «Επρόκειτο για Έλληνα υπήκοο και ως εκ τούτου η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την απελευθέρωσή του».
«Κόντρα στη λήθη»
Τον Ιούνιο του 2013, 53 μέρες μετά την απαγωγή και χωρίς να έχει υπάρξει κάποια νέα επικοινωνία ή εξέλιξη, ο Σύλλογος Φίλων της Μητρόπολης Χαλεπίου με τον π. Ιγνάτιο Γιαπιτζίογλου οργάνωσαν συγκέντρωση εκδήλωσης συμπαράστασης, με σκοπό να ευαισθητοποιήσουν την ελληνική κοινή γνώμη και τη διεθνή κοινότητα. Την ίδια περίοδο συγκεντρώσεις για τον ίδιο λόγο έγιναν και στη Συρία, στον Λίβανο, στην Τουρκία και σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Τον Μάιο του 2016, όταν είχαν συμπληρωθεί τρία χρόνια από την απαγωγή, διοργανώθηκε στο Πολεμικό Μουσείο μια εκδήλωση για τον Μητροπολίτη Παύλο από το ηλεκτρονικό εκκλησιαστικό περιοδικό «Πεμπτουσία» και την Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου του Μπαλαμάντ, με τίτλο «Κόντρα στη λήθη».
Σε εκείνη την εκδήλωση και στην κατάμεστη αίθουσα του αμφιθεάτρου του Πολεμικού Μουσείου είχε μιλήσει μεταξύ άλλων ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος, ο οποίος χαρακτήρισε τον Μητροπολίτη Χαλεπίου Παύλο ιερό πρόσωπο. «Διερωτώμαστε πολλές φορές για τον Παύλο “πού να βρίσκεται άραγε;”. Να προσευχόμαστε για την απελευθέρωσή του και να επιστρέψει κοντά μας ή να δοξάζουμε τον Θεό για το ενδεχόμενο του μαρτυρίου του; Για ποιο από τα δύο να παρακαλάμε;» αναρωτήθηκε.
Ο Μητροπολίτης κ. Νικόλαος στον επίλογο της ομιλίας του είπε ότι η εκδήλωση εκείνη είχε σκοπό «να βγάλει μια κραυγή προσευχής» για τον Μητροπολίτη Παύλο. «Ο Παύλος είναι σίγουρα ο διωκόμενος Επίσκοπός μας. Μπορεί όμως και να είναι ο μάρτυρας της εποχής μας…» είπε. Στο τέλος εκείνης της εκδήλωσης συντάχθηκε ψήφισμα για την τριετή «διεθνή σιωπή» απέναντι στην απαγωγή των δύο μητροπολιτών.
Τον περασμένο Απρίλιο, σε συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου στο Μπαλαμάντ του Λιβάνου, το Πατριαρχείο Αντιοχείας εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται στη «διεθνή σιωπή εδώ και δέκα χρόνια», ζητώντας από τους πιστούς να συνεχίσουν να προσεύχονται «για την επίλυση αυτού του μυστηρίου που συνεχίζει να πλανάται προκαλώντας πόνο και θλίψη στους ανθρώπους της Ανατολής». Το δε Συμβούλιο Εκκλησιών Μέσης Ανατολής όρισε την 22α Απριλίου κάθε έτους ως ημέρα προσευχής προς τιμήν των δύο επισκόπων που απήχθησαν στη Συρία.
Η ομιλία του Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαου για τον απαχθέντα Μητροπολίτη Χαλεπίου.
Ρεπορτάζ Τούρκου δημοσιογράφου εμπλέκει τη ΜΙΤ
Ο Τούρκος δημοσιογράφος, πρώην επικεφαλής της αγγλόφωνης «Zaman», που κατηγορήθηκε ως μέλος του δικτύου Γκιουλέν και έκτοτε ζει στη Σουηδία, Αμπντουλάχ Μποζκούρτ, είχε γράψει το 2016 ότι ένας μαχητής της ισλαμιστικής οργάνωσης Nusra και υπήκοος Ρωσίας (γεννημένος στο Γκρόζνι το 1986), που βρισκόταν στις τουρκικές φυλακές, είχε αποκεφαλίσει τρεις χριστιανούς κληρικούς και θα αφηνόταν ελεύθερος τον επόμενο χρόνο στην Τουρκία. Το όνομα του 42χρονου κρατούμενου ήταν Magomed Maghomedzakirovich Abdurrahmanov, έγραψε ο Μποζκούρτ, αλλά ήταν γνωστός ως Αμπού Μπάνατ, αναφέροντας ότι εκείνος απήγαγε τους δύο μητροπολίτες στις 22 Απριλίου 2013 και τους εκτέλεσε αργότερα.
Σύμφωνα με τον Μποζκούρτ, στις 20 Ιουνίου 2013 η αστυνομία της Τουρκίας σταμάτησε το αυτοκίνητο του Αμπού Μπανάτ σε έναν έλεγχο ρουτίνας και τον συνέλαβε μαζί με τον συνεργό του επειδή δεν είχαν ταξιδιωτικά έγγραφα. Ωστόσο, ο Αμπού Μπανάτ επικαλέστηκε αίτημα ασύλου και αφέθηκε αμέσως ελεύθερος. Όταν ΜΜΕ τον εμφάνισαν να εμπλέκεται στη δολοφονία χριστιανών ιερέων, η αστυνομία υποχρεώθηκε να κάνει έφοδο στο σπίτι του, αλλά αυτός είχε ήδη φύγει και η τουρκική κυβέρνηση απέφυγε να αναφερθεί στην υπόθεση, έγραψε ο Τούρκος δημοσιογράφος.
Σύμφωνα με τον Μποζκούρτ, κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του από την αστυνομία, ο Αμπού Μπανάτ παραδέχτηκε ότι ήταν ο άνθρωπος που φαινόταν στο βίντεο να αποκεφαλίζει δύο άνδρες. «Ο Αμπού Μπανάτ περιέγραψε τον εαυτό του ως διοικητή της μονάδας του στη Συρία και είπε ότι οι ασύρματες μονάδες ραδιοεπικοινωνίας τούς παραχωρήθηκαν από έναν άνδρα που γνώριζε ως Αμπού Τζαφάρ και εργαζόταν για τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, ο οποίος ήταν ενσωματωμένος στη μονάδα του». Ο εισαγγελέας ήθελε να συμπεριλάβει πρόσθετες κατηγορίες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, λέει ο Μποζκούρτ, αλλά αυτό απαιτούσε την έγκριση της κυβέρνησης Ερντογάν.
Στις 6 Αυγούστου 2013 το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας με ανακοίνωσή του ανέφερε ότι το έγκλημα ήταν εσωτερικό θέμα της Συρίας. Η θέση αυτή, γράφει το ρεπορτάζ, ερχόταν σε αντίθεση με όσα είχε δηλώσει ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου στον Σύρο Μητροπολίτη Γιουσούφ Τσετίν, όταν τον επισκέφθηκε στις 19 Ιουλίου 2013.
Τότε ο Νταβούτογλου είχε πει ότι τέτοιου είδους ενέργειες εναντίον κληρικών είναι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και δεσμεύτηκε ότι η Τουρκία θα κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την ασφαλή επιστροφή τους. Τα ίδια δηλαδή που είχε πει και στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Δημήτρη Αβραμόπουλο. Ωστόσο, δύο εβδομάδες αργότερα, το υπουργείο του απέρριψε την έρευνα κατά του Αμπού Μπανάτ για την κατηγορία της διάπραξης εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και ο Νταβούτογλου άλλαξε γνώμη.
Ο Αμπού Μπανάτ και το «Εμιράτο του Καυκάσου»
Η ταυτότητα του «Αμπού Μπανάτ» έγινε γνωστή από διάφορες ρωσικές ιστοσελίδες όταν κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο το βίντεο με τους αποκεφαλισμούς και κάποιοι τον αναγνώρισαν. Τότε έγινε γνωστό ότι ήταν αστυνομικός στο Νταγκεστάν που είχε πάει για τζιχάντ στη Συρία.
Σύμφωνα με τα πρακτικά της ακρόασής του όταν τον συνέλαβε η τουρκική αστυνομία, όπως δημοσιεύτηκαν σε διάφορες ιστοσελίδες, ο Αμπού Μπανάτ είπε τα εξής: «Εγώ ήμουν αυτός που αποκεφάλισε αυτά τα τρία άτομα. Ήταν η πρώτη φορά που αποκεφάλιζα άνθρωπο. Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί αυτά βγήκαν στο διαδίκτυο. Ήταν κάτι που κάναμε κάθε Παρασκευή αφού καταδικάζαμε ανθρώπους στο δικαστήριο της Σαρία. Εκτελούσα την τιμωρία με αποκεφαλισμό».
Εκτός από τα ρεπορτάζ που τον εμφάνιζαν ως μέλος του λεγόμενου «Εμιράτου του Καυκάσου» και συνεργάτη της τουρκικής ΜΙΤ, υπάρχουν και ιστοσελίδες ισλαμιστών του Καυκάσου που τον εμφανίζουν –αν και χωρίς στοιχεία– ως πράκτορα της Ρωσίας.
Η Ρωσία, πάντως, στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας υποστήριζε το καθεστώς του Άσαντ, γεγονός που είχε προκαλέσει τις αντιδράσεις των ισλαμιστών του Καυκάσου, οι οποίοι είχαν δύο λόγους για να συμμετάσχουν στον «ιερό πόλεμο» στη Συρία: να συνδράμουν τους ομοθρήσκους τους σουνίτες και να εκδικηθούν τη Ρωσία, με την οποία βρίσκονταν σε σύγκρουση.
Πολιτικά παιχνίδια και πιέσεις για την αποφυγή αποκαλύψεων
Ο δημοσιογραφικός ιστότοπος Nordic Monitor έγραψε ότι στις 26 Αυγούστου 2013 το τουρκικό υπουργείο Δικαιοσύνης απέρριψε το αίτημα της Εισαγγελίας να προχωρήσει σε πρόσθετες κατηγορίες, επειδή η τουρκική κυβέρνηση φοβόταν πως ο Αμπού Μπανάτ θα αποκάλυπτε ότι ο Ερντογάν και η υπηρεσία πληροφοριών του συνεργάζονταν για χρόνια με δυσάρεστες προσωπικότητες σαν αυτόν.
«Στην πραγματικότητα, ο Αμπού Μπανάτ έπαιξε καλά τα χαρτιά του κατά τη διάρκεια της ακρόασης, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος και οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες είχαν συνεργαστεί πολύ στενά στο παρελθόν και δεν καταλάβαινε γιατί κατηγορείται και δικάζεται τώρα. Η κυβέρνηση και η ΜΙΤ πήραν το μήνυμα και έσπευσαν να κλείσουν συμφωνία μαζί του. Στη συνέχεια ο Αμπού Μπανάτ ανακάλεσε τις προηγούμενες δηλώσεις του και αρνήθηκε ότι ήταν ο άνθρωπος που αποκεφάλισε αθώους ανθρώπους στο βίντεο. Είπε ότι πολεμούσε εναντίον του Άσαντ και ότι οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες δεν θα τον βοηθούσαν αν είχε σκοτώσει τους κληρικούς».
Βουλευτής της αντιπολίτευσης είχε καταθέσει ερώτηση προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Bekir Bozdağ, ζητώντας πληροφορίες για το πού βρισκόταν ο Αμπού Μπανάτ, ενώ και ο Bozdağ, σύμφωνα με το Nordic Monitor, ήταν ύποπτος «για υποβοήθηση και υποκίνηση της Αλ Κάιντα, μια υπόθεση που αποσιωπήθηκε από την κυβέρνηση Ερντογάν».
Το κατηγορητήριο για τον Τσετσένο τζιχαντιστή Αμπού Μπανάτ, που δραστηριοποιούνταν στην Τουρκία και τη Συρία, κατατέθηκε τελικά στο 22ο Ανώτατο Ποινικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης με την κατηγορία της ένταξης σε τρομοκρατική οργάνωση και της κατοχής μη αδειοδοτημένων όπλων, αλλά η υπόθεσή του παραπέμφθηκε στο 11ο Ανώτατο Ποινικό Δικαστήριο του Bakırköy, όπου η ΜΙΤ, όπως λέει ο Μποζκούρτ, θα μπορούσε να εξασφαλίσει ένα πιο ευνοϊκό αποτέλεσμα. Έτσι, στις 16 Ιουνίου 2015 ο Αμπού Μπανάτ κρίθηκε ένοχος, αλλά μόνο για την κατηγορία της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση και καταδικάστηκε σε επτά χρόνια και έξι μήνες φυλάκιση. «Δεν δικάστηκε ποτέ για τη δολοφονία των μητροπολιτών. Η ποινή του μάλιστα μειώθηκε λόγω καλής συμπεριφοράς» αναφέρει.
Το Nordic Monitor έγραψε επίσης ότι παρόλο που τόσο οι Ρώσοι όσο και οι Αμερικανοί είχαν ενδιαφερθεί για την υπόθεση του Αμπού Μπανάτ, και μάλιστα η Μόσχα είχε ζητήσει την έκδοσή του για μια άλλη ποινική υπόθεση που υπήρχε εναντίον του στην Τσετσενία, «οι τουρκικές αρχές απέκρουαν πάντα αυτά τα αιτήματα και αποφάσισαν να τον κρατήσουν στη φυλακή, μακριά από τον έλεγχο των Ρώσων και των Αμερικανών». Το υπουργείο Δικαιοσύνης φέρεται να απέρριψε και αίτημα Αμερικανού εισαγγελέα που ήθελε να τον ανακρίνει στο πλαίσιο έρευνας που είχε ξεκινήσει στις ΗΠΑ.
Η τουρκική κυβέρνηση δεν απάντησε ούτε σε κοινοβουλευτική ερώτηση που κατέθεσε ο βουλευτής της αντιπολίτευσης Tuma Celik στις 28 Οκτωβρίου 2018, έγραψε ο Μποζκούρτ, ο οποίος ρωτούσε γιατί οι αρχές δεν άσκησαν δίωξη κατά του Αμπού Μπανάτ για τη δολοφονία των μητροπολιτών και αν υπήρχαν αιτήματα για την έκδοσή του από ξένες χώρες. «Αν και είναι υποχρεωμένη να απαντά σε τέτοιου είδους ερωτήματα εντός δύο εβδομάδων, σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, η κυβέρνηση Ερντογάν απλώς αγνόησε την ερώτηση».
Ο Μποζκούρτ αναφέρεται και στην ενέδρα των απαγωγέων: Οι μητροπολίτες συνοδεύονταν από τον Fouad Eliya και τον οδηγό Diyakos Fathallah Kabud. Όταν πέρασαν από τσεκπόιντ στην περιοχή Μανσούρα, η οποία ελεγχόταν από τον λεγόμενο Ελεύθερο Συριακό Στρατό (FSA) που υποστηριζόταν από την Τουρκία, «τους ακολούθησε ένα τζιπ και τους σταμάτησαν, περίπου 700 μέτρα μετά, οκτώ ένοπλοι που φαίνονταν να είναι Καυκάσιοι ή Τσετσένοι».
Τον οδηγό και τον συνοδό Fouad Eliya τούς έβγαλαν από το αυτοκίνητο, ενώ τους κληρικούς τους πήραν μαζί τους. Ο οδηγός βρέθηκε νεκρός λίγο αργότερα, ενώ ο Fouad είναι ο μοναδικός επιζών.
O Τούρκος δημοσιογράφος, επικαλούμενος απόρρητα έγγραφα της τουρκικής κυβέρνησης, αναφέρει ότι ο Μητροπολίτης Χαλεπίου Παύλος και οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στο προπύργιο των ισλαμιστών, στην Ιντλίμπ, προκειμένου να ανταλλαγούν με ισλαμιστές αιχμάλωτους του καθεστώτος Άσαντ. Αυτό, ωστόσο, είναι κάτι που δεν έχει επαληθευτεί και έρχεται σε αντίθεση με την πληροφορία που είχε δώσει ο ίδιος ο Παύλος με το SMS που είχε στείλει όταν τους απήγαγαν και στο οποίο έλεγε ότι τους μετέφεραν στην Τουρκία.
Ο Αμπντουλάχ Μποζκούρτ στα δημοσιεύματά του αναφέρεται συχνά στον Τούρκο (Ασσύριο) δικηγόρο Erkan Metin, ο οποίος ερεύνησε την απαγωγή των κληρικών και υποθέτει ότι οι ιερείς μπορεί να μη δολοφονήθηκαν με αποκεφαλισμό, αλλά με βόμβες που είχαν δέσει στα σώματά τους ο Αμπού Μπανάτ και οι άνδρες του. Ο ισχυρισμός αυτός είχε διατυπωθεί σε ένα άρθρο που είχε δημοσιευθεί στον αντιπολιτευτικό τσετσενικό ιστότοπο Kavkaz Center.
Η υπόθεση στην οποία καταλήγει στο άρθρο του ο Μποζκούρτ είναι πως πρόκειται για ένα ακόμη παράδειγμα του πώς η τουρκική MIT έχει κάνει σκοτεινές δουλειές με τζιχαντιστές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αποκεφάλισαν ανθρώπους και τρομοκρατούσαν αθώους πολίτες στη Συρία. «Όταν ο πράκτορας συνελήφθη, προστατεύθηκε από την πλήρη εμβέλεια της ποινικής δικαιοσύνης και βοηθήθηκε να λάβει επιεική ποινή με μικρότερες κατηγορίες» αναφέρει και αποκαλύπτει ότι, αντιθέτως, οι αστυνομικοί που αναγνώρισαν τον Τσετσένο τζιχαντιστή ως τον απαγωγέα και τον συνέδεσαν με την Αλ Κάιντα, όπως και οι εισαγγελείς που του άσκησαν ποινικές διώξεις, απομακρύνθηκαν όλοι από τα πόστα τους, ενώ ορισμένοι φυλακίστηκαν κιόλας με ψευδείς κατηγορίες.
Η έρευνα του δικηγόρου Erkan Mete
Ένα παλαιότερο άρθρο, του 2018, στην τουρκοαρμενική εφημερίδα «Agos», που ιδρύθηκε το 1996 από τον Hrant Dink, χαρακτήριζε την απαγωγή των δύο κληρικών ως ιστορικό γεγονός και επισήμαινε ότι οι Σύροι δεν ξέρουν τι να σκεφτούν μετά από όλες τις ψευδείς πληροφορίες και τις σκόπιμες διαρροές που έχουν κυκλοφορήσει και ότι το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να προσεύχονται για την ασφαλή επιστροφή τους. «Όλοι θέλουν να μάθουν την αλήθεια, αλλά είναι αδύνατο να φτάσεις σε αυτήν όταν υπάρχουν τόσα μέρη με διαφορετικά συμφέροντα γύρω από αυτό το περιστατικό» ανέφερε η εφημερίδα «Agos» που παρουσίαζε την έρευνα του Ασσύριου δικηγόρου Erkan Metin. Κατέληξε και αυτός στο συμπέρασμα ότι οι δύο μητροπολίτες είχαν απαχθεί από την ομάδα τζιχαντιστών του Αμπού Μπανάτ και πιθανότατα έχουν σκοτωθεί. Ανέφερε επίσης ότι σύμφωνα με τον μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα και επιζήσαντα, Fouad Eliya, οι απαγωγείς έδειχναν Τσετσένοι και δεν μιλούσαν αραβικά.
Σε άλλο δημοσίευμα λιβανέζικης ιστοσελίδας, πάντως, ο Fouad Eliya εμφανιζόταν ως προβεβλημένο μέλος της προτεσταντικής κοινότητας του Χαλεπίου και συνεργάτης του επισκόπου Ιωάννη (Γιοχάνα) στα ανθρωπιστικά ζητήματα. Αυτό μας ανέφερε και κληρικός, συνεργάτης του Παύλου.
Ο Metin παρουσιάζει τον Αμπού Μπανάτ ως μια ψυχοπαθολογική προσωπικότητα, γνωστό για τους αποκεφαλισμούς, τα φρικιαστικά μαρτύρια στα οποία υπέβαλε τα θύματά του και τη βία χωρίς μέτρο.
Σε συνέντευξή του στην τουρκοαρμενική εφημερίδα «Agos» το 2018 ο Metin λέει: «Αυτό που τράβηξε την προσοχή μου από την αρχή ήταν η τρομερή παραπληροφόρηση, οι εικασίες και η υπερβολικά αισιόδοξη ατμόσφαιρα του “πώς μπορούν να σωθούν”. Ο γνωστός εκκλησιαστικός θεσμός εφαρμόζει τη μέθοδο της προσευχής και της ικεσίας, αντί να είναι ορθολογικός και πολιτικός απέναντι στις κοσμικές πραγματικότητες. Αλλά οι σκληρές και βάναυσες συνθήκες στο πεδίο απαιτούν περισσότερα από αυτό. Εκείνη την εποχή, οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι στην Τουρκία περίμεναν επίσης ενεργή υποστήριξη από την κυβέρνηση σε αυτό το θέμα. Μετά την απαγωγή των δύο μητροπολιτών, κυβερνητικά στελέχη, ιδιαίτερα ο Αχμέτ Νταβούτογλου, που ήταν υπουργός Εξωτερικών εκείνη την περίοδο, είπαν επανειλημμένα: “Ξέρουμε ότι είναι ζωντανοί. Είναι θέμα χρόνου να σωθούν”. Ωστόσο, τα γεγονότα ήταν πολύ διαφορετικά και η τουρκική κυβέρνηση δεν έκανε καμία προσπάθεια να ρίξει φως στο γεγονός. Πάγωσε το θέμα και το έκλεισε».
Τον Ιούλιο του 2019 η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα γνωστοποίησε την επικήρυξη του State Department, που προσέφερε αμοιβή έως και 5.000.000 δολάρια σε όσους θα έδιναν πληροφορίες οι οποίες θα οδηγούσαν στον εντοπισμό των χριστιανών κληρικών που απήχθησαν από ισλαμιστές στη Συρία, μεταξύ των οποίων και ο Μητροπολίτης Χαλεπίου Παύλος. Σύμφωνα με ορισμένους, η αμερικανική επικήρυξη είχε ως στόχο την Τουρκία, καθώς ο βασικός ύποπτος ήταν ο Τσετσένος Αμπντουραχμάνοφ ή Αμπού Μπανάτ που συνδεόταν με τη ΜΙΤ.
«Κανείς δεν έκανε τίποτα»
Παρατηρώντας τα πεπραγμένα και συνομιλώντας με τα πρόσωπα που είχαν την ευθύνη να ερευνήσουν την υπόθεση από την ελληνική πλευρά αλλά και από την Εκκλησία, οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν έγιναν παρά ελάχιστα για να αναδειχθεί η αλήθεια για τον Παύλο του Χαλεπίου, έναν γενναίο ανθρωπιστή που είχε προσφέρει πολλά και στην Ελλάδα. Γιατί αυτή η αδιαφορία; Ή μήπως κάνουμε λάθος και έχουν γίνει πράγματα που δεν γνωρίζουμε;
Ένας συνεργάτης και φίλος του επιβεβαιώνει πλήρως την εκτίμησή μας: «Κανείς δεν έκανε τίποτα. Μόνο για τα μάτια του κόσμου», αναφέρει. «Κανείς δεν ασχολήθηκε σοβαρά. Τι έγινε και πώς έγινε; Επικρατεί σιγή ιχθύος. Κάποιες υπηρεσίες γνωρίζουν, αλλά δεν λένε. Είναι μια πολύ μπλεγμένη υπόθεση και έχουν κυκλοφορήσει πολλά σενάρια. Πολλά ψέματα ειπώθηκαν, ειδικά από τη λεγόμενη συριακή αντιπολίτευση» μας λέει. Ο ίδιος αμφισβητεί την κυρίαρχη εκδοχή που θεωρεί ως αυτουργό τον Αμπού Μπανάτ, χωρίς να θέλει να πει περισσότερα γι’ αυτό.
Ο ιερέας-φίλος του Παύλου, χωρίς να κρύβει την απογοήτευσή του, υποστηρίζει ότι οι μόνοι που έκαναν κάποια σοβαρή έρευνα είναι οι Συροϊακωβίτες και η Εκκλησία τους, σε αντίθεση με το δικό μας ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο, που περιορίστηκε στις προσευχές.
«Όπως ξέρετε, απήχθη και ο δικός τους μητροπολίτης. Είχαν πάει να πληρώσουν λύτρα για να απελευθερώσουν δύο ιερείς. Ο Παύλος ήταν στην Αντιόχεια, στην Τουρκία. Το Χαλέπι ήταν αποκλεισμένο. Στη διαδρομή υπήρχαν παντού ένοπλες ομάδες. Ο Ιωάννης είχε μέσο στην αντιπολίτευση έναν συγγενή του και μπορούσε να μπαινοβγαίνει ελεύθερα. Είχαν πιάσει ομήρους έναν καθολικό και έναν δικό μας ιερέα και οι δύο τους θα πήγαιναν για να διαμεσολαβήσουν. Είχαν πάρει και τα λύτρα για να τα πληρώσουν. Προετοίμαζαν την αποστολή με άκρα μυστικότητα και ο Παύλος δεν είχε πει σε κανέναν τίποτα για το τι θα έκαναν. Εγώ επέμενα να μην πάει, γιατί ήταν πολύ άσχημα τα πράγματα στο Χαλέπι, αλλά έλεγε ότι ήθελε να πάει να κάνει Πάσχα και με το ποίμνιό του εκεί. Δεν μας άκουσε. Πήγε, πέρασε τα σύνορα, τον περίμενε ένα ταξί συριακό μετά τα τουρκικά σύνορα, τον πήγε στον άλλον δεσπότη που τον περίμενε με το αυτοκίνητό του κι έναν άλλον, έναν προτεστάντη Χαλεπιανό με σκοτεινό ρόλο, που οι φήμες λένε ότι βρίσκεται πλέον σε άλλη ήπειρο. Αυτόν μόνο άφησαν ζωντανό. Πώς γίνεται να άφησαν μόνο αυτόν ζωντανό και να τον άφησαν να φύγει; Αυτός ήταν που –υποτίθεται– είχε κάνει τη μεσολάβηση. Εκεί είναι τα περίεργα… Παίχτηκαν διάφορα παιχνίδια. Στην αρχή έλεγαν ότι τους είχαν απελευθερώσει, χωρίς να ισχύει. Εμπλέκονται ισχυρές δυνάμεις και υπηρεσίες, γι’ αυτό έχει θαφτεί το θέμα. Σήμερα υπάρχουν τόσα μέσα, που βρίσκεις και το μυρμήγκι αν το θες. Οι άνθρωποι είχαν τα κινητά τους, τα τάμπλετ τους, τα πάντα. Τα ίχνη εύκολα ανιχνεύονταν. Είναι πολύ βαθύ το θέμα και εκκλησιαστικά και διπλωματικά, δεν θέλω να υπεισέλθω».
Χριστιανή πρώην δημοσιογράφος από τη Συρία που σήμερα ζει στην Ε.Ε. γνώριζε προσωπικά τον Συροϊακωβίτη επίσκοπο Γιοχάνα, αλλά τον Παύλο τον είχε μόνο ακουστά. Θυμάται όμως ότι στο Χαλέπι όλοι αγαπούσαν τον Παύλο, ακόμα και οι μουσουλμάνοι. «Οι άνθρωποι εκεί έλεγαν ότι ήταν ένας ζωντανός άγιος» μας είπε. Η ίδια είναι βέβαιη ότι πίσω από την απαγωγή βρίσκεται η Τουρκία, αλλά δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία, λέει, «επειδή ο μοναδικός επιζών μάρτυρας, ένας προτεστάντης που ήταν μαζί τους, έφυγε από τη Συρία μετά από αυτό, έμεινε για λίγο στην Τουρκία και μετά έφυγε και από εκεί».
Από την εξέταση των δεδομένων που είναι γνωστά δεν προκύπτει κάποια ένδειξη ότι ο Παύλος μπορεί να ζει, παρότι το Πατριαρχείο Αντιοχείας ακόμα και σήμερα δεν τον θεωρεί νεκρό. Ο Έλληνας διπλωμάτης που υπηρετούσε στη Μέση Ανατολή μάς είπε ότι λίγο μετά την απαγωγή του Παύλου ο ίδιος είδε ένα βίντεο με βασανιστήρια και αποκεφαλισμό που είχε αναρτηθεί και είχε αναγνωρίσει τον Παύλο. Κάποιοι αργότερα είπαν ότι το βίντεο εκείνο, που έχει κατέβει, δεν έδειχνε τον Παύλο αλλά κάποιον άλλο.
Ιστοσελίδες του Λιβάνου που παρουσίαζαν ρεπορτάζ για την απαγωγή, επικαλούμενες μαρτυρίες, ανέφεραν ότι οι δύο επίσκοποι μαρτύρησαν στα χέρια των απαγωγέων τους και αποκεφαλίστηκαν, αφού πρώτα τους ζητήθηκε να ασπαστούν το Ισλάμ και αυτοί αρνήθηκαν.
Θα τους σκότωναν έτσι κι αλλιώς επειδή είχαν τέτοια εντολή ή τους σκότωσαν επειδή δεν τους έδωσε κάποιος περισσότερα χρήματα; Τους σκότωσαν για λόγους θρησκευτικού φανατισμού; Μπορούσαν να αποφύγουν τον μαρτυρικό θάνατό τους αν είχαν δεχθεί να ασπαστούν το Ισλάμ; Για τίποτα από όλα αυτά δεν υπάρχει βεβαιότητα.
Εκείνο στο οποίο συμπίπτουν όμως σχεδόν όλες οι αναφορές, αλλά και το δικό μας ρεπορτάζ, είναι ότι ο Παύλος, φεύγοντας από την Τουρκία με προορισμό το Χαλέπι της Συρίας, όπου ήθελε να κάνει Ανάσταση με το ποίμνιό του, συνάντησε πρώτα στα σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία, στο πέρασμα Bab-El-Hawa, τον Συρο-ιακωβίτη Γιοχάνα, με τον οποίο θα πραγματοποιούσαν αποστολή απελευθέρωσης θυμάτων των ισλαμιστών απαγωγέων, αλλά τελικά έπεσαν και οι ίδιοι σε ενέδρα.
Η άλλη αβεβαιότητα αφορά τον τόπο στον οποίο μεταφέρθηκαν και μαρτύρησαν. Το μήνυμα του Παύλου δεν αμφισβητείται. Ενώ ο ίδιος ήταν στην Τουρκία και πήγαινε στη Συρία, στο μήνυμά του ανέφερε ότι τους συνέλαβαν και τους πήγαιναν (επέστρεφαν) στην Τουρκία. Τους πήγαν σε κάποιο από τα κέντρα των ισλαμιστών στην Τουρκία; Τους πήγαν ξανά στη Συρία και τους μετέφεραν στο κέντρο των τζιχαντιστών στην Ιντλίμπ; Κρύβει η Ιντλίμπ το μυστικό του μαρτυρίου του Παύλου; Εδώ οι πληροφορίες είναι διαφορετικές και δεν συγκλίνουν, καθώς υπάρχουν και πολιτικές σκοπιμότητες, κάποιες από τις οποίες είναι προφανείς.
Από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος στη Συρία, η Τουρκία έχει διαδραματίσει πολύ ενεργό ρόλο στη σύγκρουση και η έδρα της συριακής αντιπολίτευσης βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη.
Ο πρώην υπουργός που μας είπε ότι είχε επικοινωνήσει ο ίδιος με τις τουρκικές αρχές για την υπόθεση της απαγωγής του Μητροπολίτη Χαλεπίου ανέφερε πως η κυβέρνηση Ερντογάν του είχε απαντήσει ότι θα τον βοηθούσε να βρει στοιχεία. Ο Αχμέτ Νταβούτογλου έλεγε πως λάμβανε πληροφορίες ότι οι ιερείς ήταν ακόμη ζωντανοί και ότι η Τουρκία έκανε τα πάντα για να τους σώσει και η ελληνική κυβέρνηση δεν το αμφισβητούσε, παρότι όλες οι ενδείξεις και οι έρευνες που έγιναν κατέδειξαν ότι κάποιες τουρκικές υπηρεσίες είχαν κάνει τα πάντα για να αποκρύψουν την αλήθεια.
Ρεπορτάζ όπως αυτό του Αμπντουλάχ Μποζκούρτ εμπλέκουν ευθέως τμήμα των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας στην υπόθεση της απαγωγής. Και για όλα αυτά δεν υπάρχει κανένας υπουργός ελληνικής κυβέρνησης, νυν ή πρώην, που να έχει κάποιες απαντήσεις ή κάποια εκτίμηση ή έστω ένα ενδιαφέρον για το τι συνέβη. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι η ελληνική πλευρά σταμάτησε πολύ νωρίς κάθε προσπάθεια και δεν ζήτησε ποτέ ούτε καν ενημέρωση για όσα στοιχεία προέκυψαν στην πορεία σε άλλες χώρες, ενώ φάνηκε να δείχνει εμπιστοσύνη στις τουρκικές αρχές, οι οποίες δεν είχαν κανένα λόγο να πουν όλη την αλήθεια.