Η περίφημη φράση του Ιούλιου Καίσαρα συνόψιζε τη νίκη του επί του βασιλιά Φαρνάκη Β’ του Πόντου στα Ζήλα το 47 π.Χ.
Εκείνη την περίοδο ο ρωμαϊκός εμφύλιος βρισκόταν στο απόγειό του. Ο Καίσαρας μαχόταν εναντίον των Συγκλητικών, με επικεφαλής τον Πομπηίο. Μετά τη νίκη του, ο Καίσαρας θα συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες στα χέρια του, καταλύοντας ουσιαστικά τη ρωμαϊκή δημοκρατία.
Το βασίλειο του Πόντου, στις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, αποτελούσε προβληματικό εχθρό της Ρώμης επί χρόνια. Γνωρίζοντας ότι ο Καίσαρας ήταν απορροφημένος στη μάχη εναντίον του Πομπήιου στην Αίγυπτο, ο βασιλιάς Φαρνάκης θεώρησε ότι είχε την ευκαιρία να ανακτήσει ορισμένα από τα χαμένα εδάφη και έτσι εισέβαλε στην Καππαδοκία. Επέφερε βαρύ πλήγμα στην εξαντλημένη ρωμαϊκή αντίσταση, ενώ κυκλοφόρησαν φήμες ότι είχε βασανίσει Ρωμαίους αιχμαλώτους.
Όταν ο Καίσαρας επέστρεψε νικητής από την Αίγυπτο, αποφάσισε να δώσει ένα καλό μάθημα στον Φαρνάκη. Νίκησε στα Ζήλα το μεγάλο, καλά οργανωμένο ποντιακό στράτευμα σε μόλις πέντε μέρες και δεν μπόρεσε να μην καυχηθεί γι’ αυτό σε μια επιστολή στον φίλο του, Αμάντιο, στη Ρώμη. Έτσι προέκυψε η φράση «Veni,Vidi, Vici».
Ο Σουητώνιος μάλιστα ισχυρίζεται ότι ο Καίσαρας είπε τη διάσημη φράση κάνοντας βόλτες με το άλογό του αμέσως μετά τη μάχη. Επρόκειτο για μια αποφασιστική στιγμή στον εμφύλιο κατά του Πομπήιου και των υποστηρικτών του και στην καριέρα του Καίσαρα.
Η εκστρατεία στη Βρετανία
Έχει κυριαρχήσει η λανθασμένη άποψη πως η φράση σχετίζεται με την εισβολή του Καίσαρα στη Βρετανία. Αυτό θα ήταν αρκετά δύσκολο, καθώς η εκστρατεία στο βόρειο νησί ήταν λιγότερο ικανοποιητική. Εισέβαλε δύο φορές, το 55 και το 54 π.Χ.
Η πρώτη απόβαση έγινε στο Ντιλ του Κεντ. Δεν υπήρχε φυσικό λιμάνι και οι στρατιώτες έπρεπε να πέσουν στα βαθιά νερά και να κατευθυνθούν τσαλαβουτώντας προς τη μεγάλη βρετανική δύναμη που είχε συγκεντρωθεί στην ακτή. Το μόνο πράγμα που κράτησε υπό έλεγχο τους ντόπιους, οι οποίοι ήταν βαμμένοι με γαλάζιο χρώμα, ήταν οι ρωμαϊκοί καταπέλτες και τα καράβια. Ύστερα από μερικές αψιμαχίες, ο Καίσαρας αποφάσισε να περιορίσει τις απώλειές του και υποχώρησε στη Γαλικία.
Την επόμενη χρονιά επέστρεψε με 10 χιλιάδες άντρες διαπλέοντας τον Τάμεση και επιχείρησε να τοποθετήσει ένα Ρωμαίο σύμμαχο ως βασιλιά. Αποχώρησε λίγο αργότερα εκφράζοντας το παράπονο ότι δεν υπήρχε κάτι άξιο λόγου στη Βρετανία κι ότι οι ντόπιοι δεν ήταν παρά ορδές βαρβάρων ανεπίδεκτες διακυβέρνησης που αντάλλασσαν συζύγους και βασάνιζαν κότες. Στο νησί δεν έμεινε ούτε ένας Ρωμαίος.
Η ιστορία της εισβολής σκηνοθετήθηκε για χάρη της Συγκλήτου: η κατάκτηση της «γης πέρα από τον ωκεανό» ενίσχυσε το προφίλ του Καίσαρα στην πατρίδα του και καθόρισε τη σχέση μεταξύ Ρώμης και Βρετανίας. Το εμπόριο συνέχισε να αναπτύσσεται και η ρωμαϊκή επιρροή να αυξάνεται χωρίς την ανάγκη της πλήρους κατοχής.
Όταν συνέβη τελικά, 96 χρόνια αργότερα από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο, χρειάστηκαν τέσσερις λεγεώνες – μόλις το 15% των συνολικών ρωμαϊκών στρατευμάτων – για να ολοκληρωθεί η δουλειά.
ΠΗΓΗ: «ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΓΝΟΙΑΣ, ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ», ΤΖΟΝ ΛΟΫΝΤ & ΤΖΟΝ ΜΙΤΣΙΝΣΟΝ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ…
mixanitouxronou