Γράφει ο Ιάκωβος Ποθητός
Μια ιστορία από τις πολλές που μας έλεγε ο παππούς – Γιακουμής, θυμήθηκα εχθές. Μια ιστορία που σκέφθηκα πως καλό θα ήταν, να τη μοιραστώ μαζί σας.
«Πριν πολλά – πολλά χρόνια, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε ένα φτωχό ζευγάρι που είχε μια μοναχοκόρη. Και οι τρεις δούλευαν σκληρά στο μικρό πανδοχείο που διατηρούσε ο πατέρας λίγο έξω από το χωριό, όμως τα χρήματα που έβγαζαν από τους περαστικούς που σταματούσαν για να ξαποστάσουν, να φάνε και να ξεδιψάσουν τα’ άλογά τους, ήταν ελάχιστα.
Μια μέρα, ο πατέρας είπε στη γυναίκα του ότι με τα ελάχιστα χρήματα που βγάζουν δεν μπορούν να προσφέρουν στην κόρη τους όλα όσα χρειάζεται, να πάει σχολείο, να έχει καλά ρούχα, να μπορεί να παίξει με τα άλλα παιδιά. Πρότεινε λοιπόν, να την δώσουν σε κάποια άλλη οικογένεια που θα μπορούσε να της προσφέρει όλα όσα αυτοί δεν μπορούσαν.
Εξάλλου παιδιά μου – μας είπε ο παππούς Γιακουμής – εκείνα τα χρόνια, συνηθιζόταν, οι φτωχές οικογένειες, να δίνουν τα παιδιά τους σε εύπορες οικογένειες, είτε σαν ψυχοπαίδια, είτε σαν παραδουλεύτρες, είτε ακόμα και για υιοθεσία, όχι γιατί δεν τα αγαπούσαν αλλά γιατί δεν είχαν την δυνατότητα να τα θρέψουν, να τους προσφέρουν ένα πιάτο φαί. Έτσι, με βαριά καρδιά, τα έδιναν ευχόμενοι τα παιδιά τους να πέσουν σε καλά χέρια.
Η γυναίκα συμφώνησε και είπε στην κόρη της την απόφαση που ήταν για το καλό της. Το κορίτσι με δάκρυα στα μάτια δέχθηκε γιατί κι αυτό είχε διαπιστώσει, πως δεν ήταν λίγες οι φορές που οι γονείς της κοιμόντουσαν νηστικοί και το λιγοστό φαί που είχαν το έδιναν σε εκείνη.
Έτσι από την άλλη μέρα, με τρόπο ο πατέρας έλεγε στους πελάτες την απόφασή του να δώσει την κόρη του και περίμενε πως κάποιος από όλους θα την έπαιρνε κοντά του για να την μεγαλώσει.
Αξιωματούχοι, άρχοντες, πλούσιοι έδειχναν το ενδιαφέρον τους κι έλεγαν στον πατέρα πως ήθελαν να πάρουν στο σπίτι το κορίτσι αλλά εκείνος το ανέβαλε συνεχώς.
Μια μέρα είπε στη γυναίκα του:
Την απόφασή του αυτή την είπε και στην κόρη του.
Έτσι, την ημέρα που μπήκε στο πανδοχείο ο εμποράκος, ο πατέρας του ανακοίνωσε την απόφασή του. Ο εμποράκος χάρηκε και έδωσε την υπόσχεση ότι όχι μόνο θα την έχει σαν παιδί του γιατί όπως είπε με την γυναίκα του δεν είχαν αποκτήσει παιδιά, αλλά θα φρόντιζε να τους επισκέπτεται η κόρη όπως και οι γονείς θα μπορούσανε να την βλέπουν όποτε ήθελαν.
Ο εμποράκος πήρε το κορίτσι κι έφυγε ενώ οι γονείς έμειναν στο πανδοχείο αγκαλιασμένοι, παρηγορώντας ο ένας τον άλλον λέγοντας πως επιτέλους η κόρη τους θα μεγάλωνε χωρίς στερήσεις.
Δεν πέρασε ούτε εβδομάδα όταν στο πανδοχείομπήκε ένας καλοντυμένος άνδρας, ο οποίος τους συστήθηκε ως δικηγόρος. Τους είπε πως ένας πλούσιος πελάτης του απεβίωσε και πως στη διαθήκη του, τους άφησε μοναδικούς κληρονόμους. Άνοιξε την τσάντα του κι έβγαλε από μέσα ένα βαρύ πουγγί με χρυσά νομίσματα λέγοντας πως αυτά είναι πλέον δικά τους. Ο άντρας αρνήθηκε να τα πάρει λέγοντας πως δεν είχε ακούσει ποτέ από τους γονείς του πως είχαν πλούσιο συγγενή όμως ο δικηγόρος έβγαλε από την τσέπη του ένα έγγραφο με την βούλα του δικαστηρίου που επιβεβαίωνε τα λεγόμενά του και το άφησε στο τραπέζι λέγοντας πως αν ποτέ κανείς τους ρωτήσει που βρήκανε τα χρήματα, να του δείξουν αυτό το έγγραφο.
Αμέσως μετά έφυγε.
Μέρος των χρημάτων ο άντρας τα χρησιμοποίησε για να ανακαινίσει το πανδοχείο ενώ τα άλλα τα έβαλε στην άκρη για τις δύσκολες μέρες.
Μια μέρα, όπως αγνάντευε από το παραθύρι τον δρόμο που ερχότανε από την πόλη, είδε πολλά άλογα με στρατιώτες και μια μεγαλοπρεπή άμαξα να έρχονται προς το πανδοχείο. Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε κάτι τέτοιο. Φώναξε και την γυναίκα του και βγήκανε έξω να θαυμάσουν το ωραίο αυτό θέαμα.
Όμως έκπληκτοι είδαν την άμαξα να σταματάει μπροστά τους και να κατεβαίνουν από αυτήν, η κόρη τους, ντυμένη με πανέμορφα ρούχα, ο εμποράκος που αυτή τη φορά φορούσε μια λαμπρή στολή και μια γυναίκα.
Η κόρη έπεσε στην αγκαλιά των γονιών τους και τους είπε πως ο εμποράκος ήταν ο βασιλιάς της χώρας, που συνήθιζε να ντύνεται με απλά ρούχα, να γίνεται ένας από τους πολίτες της χώρας του, να πηγαίνει στα σπίτια και στα πανδοχεία για να διαπιστώνει ο ίδιος τα προβλήματα του λαού του, να ακούει με τα αυτιά του, τα παράπονα τους, τις ανάγκες τους.
Ο βασιλιάς του είπε πως από την πρώτη ημέρα που μπήκε στο πανδοχείο εντυπωσιάστηκε από την καλή συμπεριφορά τους, διαπίστωσε τις ανάγκες τους και λάτρεψε την κόρη τους σαν δικό του παιδί.
Τέλος τους είπε πως τον δικηγόρο που τους έδωσε το πουγγί με τα χρυσά νομίσματα τον έστειλε αυτός γιατί ήθελε από εδώ και μπρος να ζουν χωρίς στερήσεις οι γονείς της κόρης που πήρε κοντά του.
Έτσι παιδιά μου, αυτή η ιστορία, που ξεκίνησε με στεναχώρια και δάκρυα, τελείωσε όμορφαμας είπε τελειώνοντας ο παππούς Γιακουμήςπροτρέποντάς μας να σκεφτούμε τις συμπεριφορές των πρωταγωνιστών της ιστορίας και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.
Μετά από καιρό, ο παππούς Γιακουμής με συνάντησε στο δρόμο και μου ζήτησε να του πω ποια συμπεράσματα έβγαλα από την ιστορία.
Του απάντησα πως το παιχνίδι δεν με άφησε να σκεφτώ, τον παρακάλεσα όμως να μου πει τα δικά του συμπεράσματα σαν σοφότερος που ήταν.
Ο παππούς Γιακουμής σούφρωσε τα φρύδια του και μου είπε:
Ο βασιλιάς μας δείχνει τον υπεύθυνο άρχοντα, που στα χέρια του έχει τις τύχες του λαού του, την υποχρέωσή του να γνωρίζει καλά τις ανάγκες του και να μη στηρίζεται στα λόγια των αυλικών. Γι’ αυτό, δεν πήγαινε στην πόλη με τα βασιλικά ρούχα γιατί θα τον αναγνώριζαν και θα του έλεγαν αυτά που ήθελε να ακούσει κι όχι τα προβλήματά τους. Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει να κυβερνούν τον κόσμο αλλά που να τους βρεις! είπε ο παππούς Γιακουμής φεύγοντας.
Δεν είχε κάνει ούτε δέκα βήματα όταν γύρισε το κεφάλι του πίσω και μου είπε με αυστηρή φωνή:
Και πράγματι, όχι μόνο δεν την έχω ξεχάσει αλλά την μοιράζομαι και μαζί σας…