Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Δυο αντιφατικές όψεις παρουσιάζει η Αθήνα, αυτό το πρώτο μεταπελευθερωτικόκαλοκαίρι του 1946. Απο την μια το γλέντι, το ξεφάντωμα, η καλοπέραση και η δίψα για τις διάφορες ανέσεις και απολαύσεις, που στέρησε η καταραμένη κατοχή. Και από την άλλη, η άλλη η άλλη Ελλάδα, που είναι βυθισμένη στην δίνη του εμφυλίου πολέμου. Δυο όψεις, δυο διαφορετικοί κόσμοι, ενός όμως λαού που βίωσε την στέρηση, την σκλαβιά και την τρομοκρατία.
Η λαϊκή διασκέδαση μεταφέρεται σε ένα μεγάλο μέρος στις Τζιτζιφιές, που αναγάγονταισε άνδρο των μαγκών, των νεόπλουτων, των χασικλήδων, αλλά και των λαϊκών κοριτσιών, τα οποίαπροσπαθούν με όπλο την γοητεία τους, να βγούν από το απεχθές φάσμα της φτώχειας και να αποζητήσουν ένα ανθρωπινότερο επίπεδο ζωής. Αυτή την εικόνα της μεταπολεμικής αθηναϊκής κοινωνικής διαστρωμάτωσης, παρακολουθεί με την οξυδερκή και πολυεδρική κοινωνική ματιά του, ο μεγάλος μας συγγραφέας ΜίτιαΚαραγάτσης.
Αποτυπώνει με την ενάργεια του χρωστήρα του, αυτό τον σύμμεικτο και πολύχρωμο κοινωνικό καμβά των Τζιτζιφιών. Αναφέρεται έτσι στα πολύχρωμα φώτα των λαϊκών καταστημάτων με μπουζούκια, στα παρδαλά τραπεζομάντηλα των τραπεζιών τους και στις πολυποίκιλες λαϊκές ορχήστρες,που καθορίζονται από το μπουζούκι και τον μπαγλαμάτους. Αυτά τα δυο όργανα σε κάθε λαϊκό μπουζουξίδικοτων Τζιτζιφιών, καθορίζουν την ταυτότητα και την πελατεία του. Δεσπόζουν ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Μάρκος Βαμβακάρης, που βρίσκεται στο απόγειο της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας. Γράφει χαρακτηριστικά ο Καραγάτσης «Είμαστε όλοι πλακαδόροι της καλλιτεχνίας του δίσκου, μου δηλώνει ο Στράτος. Κάτσε να ακούσεις την πενιά/πιές ένα ποτηράκι/ αν θες να πιείς και ναργιλέ/ περίμενε λιγάκι/». «Είναι οι νεαροί με το γαρύφαλλο στ΄ αυτί», καταγράφει ο Καραγάτσης, «που σε κοιτούν με μάτια θολά σαν να ήσουν τέρας της οδού Αθηνάς. Είναι τα παιδιά τα λίαν μυστήρια, «εργασίας του ποδός», είναι τα κορίτσια των πέριξ συνοικιών, που προαλείφονται για το μέλλον. Είναι οι ψαράδες της παραλίας που το ρίχνουν έξω, με τον δικό τους τρόπο, είναι και τα τέως «παιδιά» που η τύχη τους γέμισε το πορτοφόλι και τώρα γλεντούν πολύ βλοσυρά και αξιόπρεπα, κρατώντας την παρακαθήμενηγκόμενα σε αυστηρή πειθαρχία». «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι / για να βρεί κανά τεκέ/», τραγουδά στις Τζιτζιφιές ο Σταύρος Παγιουμτζής και γίνεται ίνδαλμα των λαϊκών στοιχείων της Αθήνας, αλλά και τον περιθωριακών, που φλερτάρουν με το χασίς ! Αλλά με τον μοναδικό δικό του τρόπο, ο Μίτια Καραγάτσης, σχολιάζει στα παραλιακά κέντρα των Τζιτζιφιών, την εικόνα 12-χρονα κορίτσια, να χορεύουν μαζί με την «λουλουδού», όπως ευρηματικά την ονομάζει υπο τους ήχους της ορχήστρας. «Φτιάχτον Στράτο φτιάχτονε, βάλτου φωτιά και κάφτονε»! Σε άλλο κατάστημα συνεχίζει ο Καραγάτσης, μεσουρανεί ο γιγάντιος Μάρκος Βαμβακάρης, που στην ακμή της καλλιτεχνικής του παρουσίας ξεδιπλώνει το αδιάστατο ταλέντο του. Ο Βαμβακάρης γεννημένος στην Σύρο, αλλά αναθρεμμένος μέσα στο λαϊκό περιβάλλον του Πειραιά, που έχει σμιλεύσει την λεβέντικη ψυχή του, ξεδιπλώνει την εκρηκτική φυσιογνωμία του. Δεσπόζει στο βαρύ λαϊκό τραγούδι και το ζεϊμπέκικο. Τραγουδά με τον δικό του μοναδικό τρόπο «Γιατί ρωτάτε να σας πω/ αφού σας είναι πια γνωστό/ Αφού συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε /Φουμάρουνε οι μάγκες αργιλέ …..». Ο Καραγάτσης αναφέρεται «ανοιχτά» στους μάγκες που καπνίζουν χασίς και η πλειονότητα εξ΄ αυτών, έχει βυθιστεί στο σκοτάδι της πικρής χαράς του, στην καταστροφική λαγνεία του. Όπου και να στρέψεις το βλέμμα σου παρατηρεί διεισδυτικά, βλέπεις «μάτια θολά, παραδομένα». Και κλείνει με την γνωστή λεπταίσθητη ειρωνεία του, «το φεγγάρι στον ουρανό, αν δεν ήταν φαλακρό, θα τραβούσε τα μαλλιά του» !
Στην αντίπερα τώρα όχθη του αττικού τοπίου, η αστική Αθήνα τραγουδάει και χαίρεται το αισθαντικό τραγούδι του Χρήστου Χαιρόπουλου, «Καλώς ήλθες στα όνειρά μου», που προξενεί στην κυριολεξία πανδαιμόνιο. Κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις και αποτελεί το τραγούδι του 1946. Στην Αθήνα, επικρατεί κλίμα καλλιτεχνικής έξαρσης και μια μεγάλη γκάμα από μουσικά και καλλιτεχνικά σχήματα, περί τα 120 ! προσφέρει πολυποίκιλη διασκέδαση στους Αθηναίους. Παρότι λοιπόν το κοινωνικό πεδίο το σκιάζει η κατάρα του επάρατου εμφυλίου πολέμου, δεν φείδονται οι Αθηναίοι της διασκέδασης, που τόσο πολύ στερήθηκαν, στα οδυνηρά χρόνια της κατοχής. Έτσι εκινείτο το κοινωνικό εκκρεμές στην Αθήνα, κείνο το θερμό καλοκαίρι του 46 !
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι υποψήφιος Περιφερειακός Σύμβουλος Κεντρικού Τομέα Αττικής, με τον Γιάννη Σγουρό.
www.panosavramopoulos.blogspot.gr