Ο Ίων Δραγούμης γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1878. Ήταν γιος του Στέφανου Δραγούμη που διετέλεσε πρωθυπουργός μετά το κίνημα του 1909 στο Γουδί. Η οικογενειακή καταγωγή του ήταν από το Βογάτσικο της Μακεδονίας. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και το 1899 μπήκε στο διπλωματικό σώμα. Ήδη από τα πρώτα του χρόνια έρχεται σε επαφή με την φιλοσοφία και την ιστορία, αποκτώντας βάθος και πνευματική ευαισθησία. Νωρίτερα, στον ατυχή πόλεμο του 1897 είχε πολεμήσει ως εθελοντής. Υπηρέτησε ως προξενικός υπάλληλος στο Μοναστήρι, στον Πύργο και στην Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας. Στην θητεία του αυτή στα ελληνικά προξενεία, υπήρξε ηγετική μορφή του μακεδονικού αγώνος, οργανωτής και εμψυχωτής του. Ο Παύλος Μελάς ήταν σύζυγος της αδερφής του. Με τον τίμιο θάνατο του, ο Ίων δημοσιεύει το πιο γνωστό έργο του, το «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα» χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο. Το βιβλίο τάραξε συθέμελα την τότε λιμνάζουσα ελληνική κοινωνία, που αμέσως στρατεύτηκε στον σκοπό. Αμέσως το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών τον μετέθεσε σε πρεσβεία εκτός των Βαλκανίων.
Ήταν το πρώτο πρόσωπο που συζητήθηκε στον Στρατιωτικό σύνδεσμο για να αναλάβει τις πολιτικές του τύχες (το δεύτερο ήταν ο Δημήτριος Γούναρης) πριν επιλεγεί τελικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο ίδιος σε εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε μια προσωπική εσωτερική σύγχυση ενώ βρισκόταν σε πλήρη απομόνωση στο εξωτερικό. Αρθρογράφησε στον «Νουμα» με το ψευδώνυμο «Ιδας» διακηρύσσοντας τις δημοτικιστικές του γλωσσικές ιδέες ενώ σε ένα πολύ σημαντικό του άρθρο εκεί, απάντησε στον Γεώργιο Σκληρό στις σοσιαλιστικές-μαρξιστικές θέσεις που αυτός εξέφρασε.Πήρε μέρος στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο αποσπασθείς στο επιτελείο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, και μετείχε στην επιτροπή που διαπραγματεύθηκε την παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες. Ήταν ο πρώτος Έλληνας που ύψωσε την τιμημένη ελληνική σημαία στο δημαρχείο της πόλης. Το 1913 τίθεται σε διαθεσιμότητα από το διπλωματικό σώμα για δυο μήνες γιατί ενέκρινε την ένωση του Καστελόριζου με την Ελλάδα χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με το αρμόδιο υπουργείο. Πριν παυτεί πρόλαβε να οργανώσει μια επιτροπή Δωδεκανησιων η οποία ζήτησε από την Ιταλική κυβέρνηση που κατείχε τα πολύπαθα νησιά, την ένωση με την Ελλάδα. Εκείνη την χρονιά έγραψε και το βιβλίο του «ελληνικός πολιτισμός». Σε αυτό το σύντομο αλλά σημαντικό έργο, καταγράφει τις αντιλήψεις του για την υπεροχή του έθνους έναντι του κράτους, περιγράφει με ζωντανά
Νίκος Καζαντζάκης |
χρώματα την προτεραιότητα του πολιτισμικού έθνους σε σχέση με το φυλετικό και στηλιτεύει την προγονοπληξία και τον λογιοτατισμό, καταλήγοντας σε πρακτικές πολιτιστικές προτάσεις για τον νέο ελληνισμό που πίστευε ότι αναδυόταν.
Απεχθανόταν την εισαγόμενη βαυαρική κρατική οργάνωση, τον λογιοτατισμό με την καθαρεύουσα και την στείρα αρχαιολαγνία. Ήταν ο ίδιος από τα ιδρυτικά στελέχη του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», ενός σημαντικού συλλόγου δημοτικιστών. Στον λογιοτατισμό έβλεπε μια ακινησία, μια άρνηση για το νέο, για ζωή. Τον φανταζόταν σαν ένα ανάχωμα στην βιταλιστική αναγέννηση του έθνους για την οποία εργαζόταν. Επιθυμούσε την οργάνωση των Ελλήνων σε Κοινότητες – θεσμό κατεξοχήν ελληνικό – θεωρώντας ότι το κράτος που φροντίζει για όλες τις ανάγκες των πολιτών καταστρέφει τις δημιουργικές του δυνάμεις. «Το υγιές κύτταρο του ελληνισμού είναι οι κοινότητες. Η δραστηριοποίηση τους θα αποκεντρώσει το υδροκεφαλικό αθηναϊκό κράτος, που αγνοεί της ανάγκες της περιφέρειας. Πρέπει να δοθούν αυξημένες αρμοδιότητες στις κοινότητες για να ανθήσει παντού ο ελληνισμός και να αποφευχθεί ο συγκεντρωτισμός και ο κοσμοπολιτισμός των αστικών κέντρων», υποστήριζε ο Ίων.
Το 1916 εκδίδει το περιοδικό «Πολιτική Επιθεώρησις». Με τιμιότητα και γενναιότητα πρέσβευσε τις ιδέες του και στην βουλή των εκλογών του 1916, αλλά και στην βουλή-οπερέτα των «Λαζάρων» (με βασιλικά διατάγματα ακυρώθηκαν οι εκλογές του 1916 και επανήλθε η προηγούμενη βουλή χωρίς εκλογές!!!), όπου αψηφώντας την παρουσία των Βενιζελικών μπράβων στα κοινοβουλευτικά θεωρεία, στηλίτευε και ήλεγχε την αυταρχική Βενιζελικη πολιτική. Το 1917 δημοσιεύει βαρυσήμαντο άρθρο στην «πολιτική επιθεώρηση» όπου κατακρίνει με δριμύτητα την Βενιζελικη πολιτική. Συγκεκριμένα αποδοκίμαζε όλες τις Βενιζελικες ενέργειες που είχαν ουσιαστικά αναστείλει την εθνική κυριαρχία, γεμίζοντας Αθήνα και Θεσσαλονίκη με αποικιακά στρατεύματα. Το άρθρο προκάλεσε αίσθηση και κάποιοι αντιβενιζελικοι αναθάρρησαν. Έτσι ο Ύπατος Αρμοστής της Γαλλίας στην Ελλάδα Σαρλ Ζονάρ τον συμπεριέλαβε στην λίστα με τους πολιτικούς που εξόρισε το Βενιζελικο καθεστώς στην Κορσική. Έτσι με μια αυταρχική και αψυχολόγητη ενέργεια ο Βενιζελισμος έκανε «δώρο» στους βασιλόφρονες μια ανεξάρτητη και ειλικρινή φωνή που θα μπορούσε να αποτελέσει μια γέφυρα συνεννόησης ανάμεσα στους δυο κόσμους.Όπως αναφέρθηκε, ο Δραγούμης υπήρξε πολιτικός αντίπαλος του Βενιζέλου αλλά όχι με τη στενή έννοια του όρου. Είχε μια διαφορετική θεώρηση για το παρόν και το μέλλον του Ελληνισμού,
Νεότουρκοι |
διαφορετική από την στενή εδαφική, λυτρωτική βενιζελικη Μεγάλη Ιδέα. Το πολιτικό του Όνειρο όπως το εξέφρασε στο μνημειώδες έργο του «όσοι ζωντανοί» που το συνέγραψε κατά την παραμονή του στην Πόλη, βρισκόμενος υπό την επήρεια της επανάστασης των Νεότουρκων, ήταν μια βαλκανική ομοσπονδία Ελλάδος-Τουρκίας με ηγέτη την Ελλάδα. Αυτή η ομοσπονδία θα αποτελούσε ανάχωμα στην κάθοδο των Σλάβων κατά των οποίων η απέχθεια του Ίωνα είχε ενταθεί από τον Μακεδονικό Αγώνα. Οι Έλληνες της διασποράς ζούσαν ανάμεσα σε πολυπληθέστερους λαούς και μόνο με τον πόλεμο θα τους έδιωχναν αυτούς από τον τόπο τους. Πρώτιστο μέλημα του Δραγούμη να διατηρηθούν οι ελληνικές παροικίες στα Τουρκοκρατούμενα εδάφη και η Ελλάδα να προσπαθήσει να αναπτύξει την άμυνά της προς το βορρά. Η ομοσπονδία αυτή θ’ άρχιζε από την Αδριατική θάλασσα και θα έφτανε ως τη Συρία. Επεδίωκε μ’ αυτόν τον τρόπο ο Ελληνισμός να παραμείνει στις εστίες του κυριαρχώντας πολιτισμικά στην Ανατολή Ο Δραγούμης περιέγραψε ξεκάθαρα το όραμα του Νέου Ελληνισμού. Ήθελε ο νεοελληνικός πολιτισμός να βασισθεί στη γλώσσα, στα έθιμα, στον τρόπο ζωής του απλού ελληνικού λαού ώστε να μεγαλουργήσει και πάλι. Το Ανατολικό Κράτος όμως που ονειρεύονταν ο Δραγούμης με την πολιτιστική κυριαρχία των Ελλήνων έμεινε απλώς ως σκέψη. Οι Έλληνες και οι Τούρκοι είχαν επιλέξει το δρόμο της σύγκρουσης και της εθνικής εκκαθάρισης.
Η παραμονή του Ίωνα στο Αιάκειο της Κορσικής είχε αρχικά ευεργετικά αποτελέσματα στον ίδιο. Ήταν ένα διάλειμμα, σε μια ζωή που έτρεχε, ήταν μια ευκαιρία για ανασυγκρότηση, για περίσκεψη. Καρπός πνευματικός αυτής της περιόδου είναι το τελευταίο του έργο «Σταμάτημα». Αλλά και στο Αιάκειο δεν έμεινε αργός πολιτικά. Απέστειλε στις Βερσαλίες το 1918 ένα υπόμνημα στις δυνάμεις τις Αντάντ υποδεικνύοντας όλες τις υπηρεσίες που πρόσφεραν οι Βασιλικές κυβερνήσεις στην Αντάντ πριν την επιβολή της Βενιζελικης Δικτατορίας. Το κείμενο αυτό πείθει για δυο πράγματα. Το πρώτο είναι η αδιαμφισβήτητη πολιτική οξύνοια και διαύγεια που διέκρινε τον Ίωνα Δραγούμη. Το δεύτερο είναι ότι πολιτικά πλέον, είχε εναγκαλιστεί την γουναρική παράταξη. Προς το τέλος της παραμονής του, η νοσταλγία για την πατρίδα, και η έλλειψη δραστηριότητας τον έχουν τσακίσει όπως φαίνεται και από τα «φύλλα ημερολογίου» του. Το 1919 οι βενιζελικοι τον εκτόπισαν μόνο του στη Σκόπελο υπό απάνθρωπες συνθήκες. Του αρνήθηκαν ακόμα και να κατέβει στον Πειραιά από το πλοίο να χαιρετίσει τον γηραιό πατέρα του. Στη Σκόπελο τον βρήκε η είδηση ότι ο Ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη το 1919. «Ρωτώ, μπορούσε ο ελληνισμός ν’ ακολουθήσει δυο δρόμους; Ή τη διατήρηση της Τουρκίας και την καλυτέρεψη της ζωής των Ελλήνων εκεί ή την πολιτική της προσθήκης κομματιών της Τουρκίας στην Ελλάδα: (ή την αυτονόμηση των ελληνικών περιφερειών της Τουρκίας);»
Η ιδέα του Έθνους συγκινούσε σφοδρά τον Δραγούμη. Μαζί με τον εαυτό του είναι τα μοναδικά ζωντανά πράγματα για τον άνθρωπο που μονάχα μαζί τους υπάρχουν όλα τ’ άλλα. Η εθνική πίστη, η αγάπη προς το έθνος ξεπερνάει κάθε άλλο δυνατό προσωπικό συναίσθημα. Είναι μεγαλύτερη ακόμα και από την αγάπη προς την οικογένεια. Εκτός από την εθνική πίστη, ο ίδιος βαδίζει σε υπαρξιστικά βήματα στις προσωπικές του αναζητήσεις. Ζητά πολλά από τον εαυτό του, ενώ παράλληλα ασκεί δριμύτατη αυτοκριτική. Μας παρουσιάζεται γεμάτος αντιφάσεις. Πότε σημαιοφόρος της εθνικής προσπάθειας πότε ουραγός, σε απομόνωση. Όρμησε στην ζωή αδιαφορώντας για κινδύνους και ψευτο-επισημότητες.
Απλά τελειώνοντας θα παρατηρούσα ότι ο Ίων Δραγούμης δεν συμβιβάσθηκε, δεν βολεύτηκε, όπως εύκολα θα μπορούσε να κάνει. Γιος πρώην πρωθυπουργού, με κοινωνικά υψηλές γνωριμίες, και με αδιαμφισβήτητες ικανότητες, με ένα «καλό» γάμο θα μπορούσε να λύσει για πάντα το οικονομικό πρόβλημα που τον ταλάνιζε ως την τελευταία μέρα της ζωής του και να αναδειχθεί σε ηγετική μορφή των αντι-βενιζελικων που χρειάζονταν τότε τέτοια στελέχη. Δεν το έκανε. Εγκατέλειψε τα σαλόνια, για τα βουνά της Μακεδονίας, έμεινε ρομαντικός, επεδίωξε τον πραγματικό έρωτα σαν μια χίμαιρα, πολιτεύτηκε ανεξάρτητος, χωρίς ποτέ τελικά να πλησιάσει το περιβάλλον του Βασιλιά.
Επίμετρον (μια εξομολόγηση επί προσωπικού)
Την βιογραφία αυτή την είχα συνθέσει σχεδόν μια δεκαετία πριν, όταν δηλαδή ήμουν 23ων χρονών περίπου σε μια εποχή που είχα ασχοληθεί ιδιαίτερα με τον Δραγούμη, τα έργα του και τις ιδέες του. Για τον λόγο αυτό, όπως εύκολα μπορείτε να καταλάβετε όσοι είστε τακτικοί αναγνώστες μου, το κείμενο παρουσιάζει μια σειρά από χαρακτηριστικά (λυρισμός κτλ) που δεν έχουν όσα έχω γράψει και έχω παρουσιάσει κατά καιρούς στο ιστολόγιο μου. Είχα σκεφτεί να το ξαναγράψω και να το παρουσιάσω με μια «εκσυγχρονισμένη» και προσγειωμένη στο σήμερα μορφή, αλλά μετά σκέφτηκα να το αφήσω όπως είναι, σαν μια ρομαντική ανάμνηση από τα φοιτητικά μου χρόνια….