Αριστοτέλης Βαλαωρίτης – Ο Γώγος

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού – ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα-και πολιτικός. Ο Βαλαωρίτης χαρακτηρίστηκε εθνικός ποιητής, καθώς ύμνησε με επικά χαρακτηριστικά των αγώνα τον επαναστατημένων Ελλήνων. Επιπλέον, ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική, αφού έγινε βουλευτής της «Ιονίου Πολιτείας» και για μια περίοδο επτά ετών πάλεψε για την ελευθερία των Επτανήσων.

Ο Βαλαωρίτης ήταν μια από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας τον 19ο αιώνα και πέρασε μια ζωή με πολλές περιπέτειες. Στην ελληνική γραμματεία έχει αφήσει το στίγμα του ποιητή που ύμνησε τον αγώνα των αρματωλών και ήταν ένας από τους κυριότερους εκφραστές της επτανησιακής σχολής.

Μνημόσυνα και έτερα ποιήματα (1867-1871)

1812

[προοίμιο]

Ο ήλιος εβασίλευε. —Το Σούλι ερημωμένο από μαχαίρι και φωτιά, λησμονημένος τάφος, μένει βουβό και καρτερεί.— Έζωνε τα πλευρά του η καταχνιά κατάλευκη, λιβάνι στη θανή του. Περήφανη στη δόξα της επάνωθέ του η Κιάφα το φοβερό της μέτωπο στεφανωμένο δείχνει με της ημέρας πὄφευγε την ύστερη αχτίδα, ωσάν λαμπάδα νεκρική που φώτιζε αναμμένη από το χέρι του Θεού, του Σαμουήλ το μνήμα.

Στης Πάργας τα ψηλώματα χιλιάδες κυπαρίσσια στέκουν ολόρθα και θωρούν την ερημιά τριγύρω. Παντού νεκρίλα, σιωπή… κατέβαινεν η νύχτα… Περίλυπο και τ’ ουρανού το γαλανό το μάτι ολίγ’ ολίγο ενύσταζε, και τότ’ εκειά τα δένδρα 15 εφάνταζαν από μακρά, το ’να σιμ’ από τ’ άλλο στ’ απέραντά του βλέφαρα τα μυριοδακρυσμένα, σαν μελανά ματόκλαδα… Πάργα, καημένη Πάργα!

Μαυρολογούσ’ από μακρά, σαρακοφαγωμένη, πανέρημ’ η Νικόπολη, χορταριασμένη, κούφια. Την έχτισ’ ένας τύραννος, κι άλλος σκληρότερός του, ο χρόνος, την εχάλασε. Καταραμένα χέρια ξεγύμνωσαν τα μνήματα και με τα μάρμαρά τους την εθεμέλιωσαν εκεί. Του Χάρου το φαρμάκι έσταξε μες στα σπλάχνα της κι έμεινε πάντα στείρα. Όσες φορές επάτησα τα σκόρπια κόκαλά της ένιωσα κι ανατρίχιαζα μέσα στα φυλλοκάρδια, κι είπα να μένουν άταφα, για να θυμάται ο κόσμος ότι το δένδρο της σκλαβιάς δε ζει στα χώματά μας.

Εδώθε φεύγει ο λογισμός με φρίκη, με τρομάρα, κι εβρίσκει άλλα χαλάσματα στου Δημουλά τον Πύργο… Μια φούχτα πέτρες καταγής!… Γονάτισε, διαβάτη, εμπρός σ’ αυτό το κόνισμα και ρίξ’ ένα τρισάγιο! Πάρ’ ένα φύλλο απ’ τον κισσό που το ’χει αγκαλιασμένο και κρέμασέ το φυλαχτό στον κόρφο του παιδιού σου. Θα του στοιχειώσει την καρδιά, να γένει ανδρειωμένο. Κοίταξε!… ακόμ’ αχνίζουνε, ζεστά, φωτοκαμένα, τα φοβερά του απάσβεστα, λες κι η ψυχή της Δέσπως έμειν’ εκεί και τα κρατεί να πολεμήσει ακόμα. Στην έρμη τη Νικόπολη ρυάζονται νυχτοπούλια, κι εδώ φωλιάζουν αϊτοί… Γονάτισε, διαβάτη!

Λαχτάριζεν η Πρέβεζα στ’ Αλήπασα τα νύχια· ουδέ να κλάψει δεν τολμά στο μνήμα του Γαβόρη. * Ασπροβολούν οι Πύργοι της στου Κόρφου της το στόμα * σα φοβερά σκυλόδοντα σ’ άγρια κατακλείδια, έτοιμα να δαγκάσουνε γι’ αγάπη του Βιζίρη.

Τρέχει θολό κι αγνώριστο του Λούρου το ποτάμι, όπου σταλάζει μυστικά το δάκρυ της Ηπείρου. Ο γερο-Πίνδος κάτασπρος και πάντ’ ανδρειωμένος πέτεται με τα χιόνια του και με την κλεφτουριά του· στον ήλιο που βασίλευε το μάτι του στυλώνει και λέγει στ’ άστρο τ’ ουρανού: «Εκεί που πας να δύσεις αν σ’ ερωτήσουνε για με, να πεις πως δεν πεθαίνω.»

Μέσα σε τόση δυστυχιά, μέσα σε τόσα κάλλη, εκεί π’ ανθίζουν οι μυρτιές και πρασινίζ’ η δάφνη, όπου τ’ αηδόνια κελαδούν και το χλωρό χορτάρι κρύβει στην πρασινάδα του τη γύμνια και τη φτώχεια, σ’ αυτήν την ώρα την γλυκιά, που της ζωής ο σπόρος φυτρώνει ακαταδάμαστος κι ο κόσμος μεθυσμένος χορταίνει ελπίδες και χαρά κι αγάπη και γλυκάδα… 60 σ’ ένα λαγκάδι σκοτεινό εφάνηκ’ ένας όφις, που ’χε τα λέπια της οχιάς, τ’ αστρίτη το φαρμάκι, την ασχημάδα του σκορπιού και την ψυχή του λύκου, οργή, κατάρα θεϊκή, ο Γώγος ο προδότης.

[1865;, 1868, 1873]

greek-language

ΔΗΜΟΦΙΛΗ