Αυξάνεται ο καταναλωτικός πατριωτισμός των Ελλήνων, εκείνων δηλαδή, που προτιμούν να βάλουν στο καλάθι τους Ελληνικά προϊόντα, ακόμη κι αν αυτά είναι ελάχιστα ακριβότερα σε τιμή, από εκείνα που εισάγουν οι πολυεθνικές.
Γράφει ο Νίκος Τσιαμτσίκας
Μεγάλη ζήτηση παρουσιάζουν τα ψάρια, τα ελληνικά ζυμαρικά, το Ελαιόλαδο, τα φρούτα και τα λαχανικά, τα όσπρια, το γιαούρτι, τα τυριά και το γάλα, το μέλι, ενώ δεν μένουν παραπονεμένα και τα κατεψυγμένα τρόφιμα που παρασκευάζονται και συσκευάζονται στην Ελλάδα.
Για να παράγονται τρόφιμα που πωλούνται στην Ελλάδα, απασχολούνται σήμερα πάνω από 440.000 άτομα, συνισφέροντας συνολικώς στην Εθνική μας Οικονομία πάνω από 7 δις ευρώ το χρόνο.
Αυτά τα στοιχεία στην ουσία, καθιστούν τον αγροτοδιατροφικό τομέα, μια μεγάλη βιομηχανία, που αποδίδει πάνω από 4% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας της Ελληνικής Οικονομίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για την παραγωγή των τροφίμων στην Ελλάδα χρησιμοποιείται μόνο το 40% της Ελληνικής αγροτικής γης, πράγμα που σημαίνει ότι, μπορεί ν’ αξιοποιηθούν αγροτοδιατροφικοί πόροι με σύγχρονους μεθόδους και ν’ αποδώσουν εμπορικά τρόφιμα, τα οποία έχουν ζήτηση στην Ελλάδα, όπως επί παραδείγματι τα όσπρια, που καλύπτουν μόνο το 40% της ζήτησης στην Ελληνική αγορά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αν το Ελληνικό αγροτικό δυναμικό το θελήσει πραγματικά και η πολιτεία στηρίξει στην πράξη, μπορούν να διακινηθούν στην Ελλάδα, πολύ μεγαλύτερες ποσότητες φρούτων και λαχανικών, αλλά και αγροτοδιατροφικών προϊόντων, όπως επί παραδείγματι γίνεται στην Ισπανία, όπου η διακίνηση Ισπανικών αντίστοιχων προϊόντων είναι στο 72%.
Αυτό σημαίνει ότι με λίγη προσπάθεια και στήριξη στην Ελλάδα, μπορεί να υπάρξουν στα ράφια αντί για 2 στα δέκα, 7 στα 10 Ελληνικά προϊόντα και η Εθνική μας Οικονομία να μετρά μόνο κέρδη και καθόλου ζημιές.