Ο Μάικλ Βέντρις (Michael Ventris, 12 Ιουλίου 1922 – 6 Σεπτεμβρίου 1956) ήταν Άγγλος γλωσσολόγος και αρχιτέκτονας και ο άνθρωπος που αποκρυπτογράφησε τη Γραμμική Β γραφή.
Γιος ενός συνταγματάρχη του βρετανικού στρατού και της πολωνοβρετανίδας Άννα Ντοροθέα Γιάνας, γεννήθηκε στην Αγγλία και πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε οικοτροφεία της Ελβετίας, όπου φάνηκε η κλίση του στην εκμάθηση γλωσσών και στο σκι. Μέχρι να γίνει εννέα χρονών είχε μάθει γαλλικά, γερμανικά, ελβετογερμανικά, αρχαία ελληνικά και λατινικά. Στην Αγγλία εισήχθη για τις γυμνασιακές του σπουδές στην Σχολή Στόου, όπου κέρδισε μια υποτροφία (1935-1939).
Το 1936, σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών, έτυχε να ξεναγηθεί από τον Άρθουρ Έβανς σε μια έκθεση ελληνικής και μινωικής τέχνης. Εκεί κεντρίστηκε το ενδιαφέρον του από το γεγονός ότι η Γραμμική Β γραφή δεν είχε αποκρυπτογραφηθεί. Έτσι ξεκίνησε να διαβάζει γι’ αυτή.
Στο μεταξύ η μητέρα του είχε χωρίσει και μετακόμισε μαζί της σε ένα σύγχρονο διαμέρισμα στο Χαϊπόιντ του λονδρέζικου Χάϊγκέϊτ, όπου επηρεάστηκε από τους φίλους που είχε η μητέρα του στους κύκλους των καλλιτεχνών και αρχιτεκτόνων. Από τον Ιανουάριο του 1940 ξεκίνησε σπουδές στην Σχολή της Ένωσης Αρχιτεκτόνων. Λίγο αργότερα η μητέρα του αυτοκτόνησε. Το 1942 παντρεύτηκε την Λόις Νοξ-Νίβεν. Όλο αυτόν τον καιρό ασχολούνταν στον ελεύθερο χρόνο του με προσπάθειες για την κατανόηση της Γραμμικής Β, έχοντας την πίστη ότι επρόκειτο για μια γλώσσα συγγενή της ετρουσκικής.
Τον Αύγουστο του 1942 κατατάχτηκε στη RAF και ξεκίνησε εκπαίδευση πιλότου, αλλά τελικά κατέληξε αεροναυτίλος και ασχολήθηκε με την αποκρυπτογράφηση κωδικοποιημένων μηνυμάτων. Μετά από εκπαίδευση στον Καναδά συμμετείχε σε βομβαρδισμούς στην Ευρώπη. Με το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, εκμεταλλευόμενος τις γνώσεις του στα Γερμανικά, κατάφερε να μετατεθεί στη Γερμανία. Το 1946 απολύθηκε και επέστρεψε στο σπίτι του στο Χαϊπόιντ, όπου έμεναν η γυναίκα και τα δύο παιδιά του, και στις σπουδές του στην αρχιτεκτονική. Με φίλους ασχολήθηκε με το σχεδιασμό κτιρίων και έκανε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη.
Παράλληλα ο Βέντρις δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται με την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, έχοντας μάλιστα τακτική αλληλογραφία με άλλους ερευνητές και επαφή με καταξιωμένους επιστήμονες, όπως ο σερ Τζων Μάιρς. Λόγω της πλάνης στην οποία είχε πέσει χάρη στις εσφαλμένες θεωρίες του Άρθουρ Έβανς, και παρά τις συνεχείς έρευνες που έκαναν οι Μάιρς, Βέντρις και οι αμερικανοί Έμμετ Μπένετ και Άλις Κόμπερ, δεν σημειώθηκε σημαντική πρόοδος, ώσπου η Αμερικανίδα ερευνήτρια Άλις Κόμπερ παρατήρησε ότι ομάδες συμβόλων, που ονομάστηκαν τα τρίδυμα της Κόμπερ, φανέρωναν κλίση λέξεων. Η κλίση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για γλώσσα με γραμματικούς κανόνες όπως της Ελληνικής και της Λατινικής, όχι της Ετρουσκικής.
Μετά από ένα μικρό διάλειμμα από την ενασχόληση με την Γραμμική Β, το 1950 έκανε προσπάθεια να οργανώσει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ερευνητών. Όμως κανένας ερευνητής (συμπεριλαμβανομένου του Βέντρις) δεν τόλμησε να προτείνει ότι η γλώσσα της Γραμμικής Β είναι ελληνική. Το 1951 άρχισε να διανέμει τις Σημειώσεις Εργασίας του σε άλλους ερευνητές και να σχηματίζει κανάβους, όπου καταχώριζε τα σύμβολα ανάλογα με την πιθανή σημασία τους. Παραιτήθηκε μάλιστα από την αρχιτεκτονική εργασία του για να ασχοληθεί με την αποκρυπτογράφηση. Τελικά το 1952 αποτόλμησε να εγκαταλείψει την υπόθεση της ετρουσκικής γλώσσας και να δοκιμάσει την πιθανότητα της ελληνικής.
Ήδη είχαν ανακαλυφθεί και δημοσιευτεί οι πινακίδες Γραμμικής Β που βρέθηκαν στο ανάκτορο της Πύλου. Ο νέος πλούτος στοιχείων τον βοήθησε να παρατηρήσει ορισμένες ομάδες συμβόλων, για τις οποίες είχε σημαντικούς λόγους να πιστεύει ότι ήταν ονόματα πόλεων. Καθώς ορισμένες από αυτές τις ομάδες εμφανίζονταν μόνο σε πινακίδες από την Κρήτη, έκανε την υπόθεση ότι ήταν ονόματα πόλεων του νησιού. Κάνοντας αντιστοιχίσεις κατάφερε να αποσαφηνίσει την έννοια και άλλων συμβόλων και να διαπιστώσει ότι η Γραμμική Β ήταν ελληνική γραφή. Αυτό κατέρριψε τις θεωρίες του Έβανς για το Μινωικό Πολιτισμό, δείχνοντας ότι τουλάχιστον την εποχή των πινακίδων η Κρήτη ήταν μέρος του μυκηναϊκού κόσμου.
Σε συνεργασία με τον Τζων Τσάντγουικ προχώρησε την έρευνά του και δημοσίευσε στοιχεία που αποδείκνυαν την ορθότητα της αποκρυπτογράφησης. Σύντομα έγινε γνωστός, και ένα νέο ρεύμα ενδιαφέροντος για την Μυκηναϊκή Ελλάδα και τον Κρητικό πολιτισμό αναπτύχθηκε σε όλο τον κόσμο. Μαζί με τον Τσάντγουικ έγραψε το βιβλίο «Documents in Mycenaean Greek», ενώ το 1954 εργάστηκε ως σχεδιαστής σε ανασκαφές στο Εμποριό της Χίου, όπου αναφέρεται ότι μετέφραζε πινακίδες αμέσως μετά από την ανασκαφή τους.
Ενώ πλέον το μεγαλύτερο μέρος του επιστημονικού κόσμου είχε δεχτεί την ανακάλυψή του και ο ίδιος δεχόταν μεγάλες διακρίσεις και προτάσεις για την είσοδό του στον ακαδημαϊκό χώρο, σκοτώθηκε σε τροχαίο το 1956.