Οι ρωμαϊκές αποικίες στην Ελλάδα και την ελληνική Ανατολή

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Στο ευρύτερο πλαίσιο της οικιστικής πολιτικής των Ρωμαίων εντάχθηκε και η ίδρυση αποικιών (coloniae), στις οποίες εγκαταθίσταντο συνήθως βετεράνοι -δηλαδή στρατιώτες μετά τη λήξη της θητείας τους- και απελεύθεροι του αυτοκράτορα. Οι αποικίες αυτές εξελίχθηκαν σε σημαντικά οικονομικά και εμπορικά κέντρα. Σε γενικές γραμμές οι αποικίες οργανώνονταν διοικητικά σύμφωνα με το πρότυπο της Ρώμης.

Στο υψηλότερο πολιτικό αξίωμα βρίσκονταν οι δύο άνδρες, οι λεγόμενοι δίανδροι (duumviri), που αντιστοιχούσαν στους δύο υπάτους (consules) της Ρώμης και το όνομά τους αναγραφόταν στα νομίσματα που εξέδιδε η αποικία τους. Υπήρχαν επίσης οι αγορανόμοι (aediles), ενώ όσοι είχαν ήδη ασκήσει κάποιο αξίωμα στην αποικία συμμετείχαν στη βουλή ως decuriones.

Μερικές από τις περισσότερο ακμάζουσες αποικίες στον ελληνικό χώρο ήταν η Κόρινθος, η Πάτρα, η Δύμη, ο Βουθρωτός, το Δίον, οι Φίλιπποι, η Πέλλα και η Κασσάνδρεια της Μακεδονίας, ενώ στο χώρο της Ανατολής σημαντικές ήταν η Αντιόχεια της Πισιδίας, το Ικόνιο και η Βηρυττός. Την εποχή της ίδρυσης των αποικιών η επίσημη γλώσσα τους, όπως προκύπτει από τα νομίσματα και τις επιγραφές, ήταν η λατινική. Όμως από το 2ο αιώνα μ.Χ. -και ιδιαίτερα μετά τη φιλελληνική πολιτική του Αδριανού- οι αποικίες αυτές άρχισαν σταδιακά να επανακτούν τον ελληνικό τους χαρακτήρα.

Οι Ρωμαίοι που είχαν εγκατασταθεί στις ελληνικές πόλεις μπορούσαν να είναι κάτοχοι γης -οι ονομαζόμενοι εγκεκτημένοι- ή ως συμπραγματευόμενοι (negotiatores) να διαμένουν σε αυτές εξαιτίας των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι Ρωμαίοι που κατοικούσαν στη Βέροια, στην Αμφίπολη, στην Άκανθο, στην Έδεσσα. Μολονότι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα στις ελληνικές πόλεις, αποκτούσαν πολλά προνόμια, τα οποία εξασφάλιζε η κυριαρχία τους.

Πιο συγκεκριμένα, στις πόλεις της Μακεδονίας απέκτησαν το δικαίωμα της γαιοκτησίας, αναλάμβαναν τιμητικά αξιώματα και είχαν -όχι ατομικά αλλά ως ενιαίο σώμα- το δικαίωμα να συμμετάσχουν στις εργασίες της Εκκλησίας του δήμου και στη Βουλή. Πλήρη πολιτικά δικαιώματα είχαν οι Ρωμαίοι στις αποικίες τους στην Ελλάδα, όπως στην Κόρινθο, στη Νικόπολη, στην Πέλλα, στο Δίον, στην Κασσάνδρεια και στους Φιλίππους. Επίσης, πολλοί απέκτησαν πολιτικά δικαιώματα και τη δυνατότητα συμμετοχής στα δημόσια αξιώματα στην Αθήνα ώς δικαστές ή μέλη του Αρείου Πάγου. Τα προνόμια αυτά αποτελούσαν για τους ίδιους τίτλους τιμής, καθώς η Αθήνα είχε μεγάλη πολιτιστική παράδοση.

Μετά τον Τιβέριο η ρωμαϊκή πολιτεία -το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη- απονεμόταν συχνά και σε μέλη της ελληνικής αριστοκρατίας. Η ανάγκη ενίσχυσης του ρωμαϊκού στρατού με έμψυχο δυναμικό από τις επαρχίες οδήγησε στην ευκολότερη ακόμη παροχή του παραπάνω αξιώματος σε συγγενείς απομάχων καθώς και σε πόλεις ολόκληρες. Μάλιστα το 55 μ.Χ. τα μισά μέλη του σωματείου των αλιέων και των ιχθυοπωλών στην Έφεσο ήταν Ρωμαίοι πολίτες.

Στην Αθήνα, οι αριστοκρατικές οικογένειες μοιράζονταν τα ανώτερα αξιώματα και τα μέλη τους αναδεικνύονταν πολύ νωρίς σε αυτά, όπως ο Ηρώδης Αττικόςπου εκλέχθηκε επώνυμος άρχων σε ηλικία 25 ετών (126 μ.Χ.) και ύπατος το 143 μ.Χ. Ο Αττικός και ο γιος του Ηρώδης είχαν λάβει τη ρωμαϊκή πολιτεία ήδη από τη δυναστεία των Ιουλίων και των Κλαυδίων. Από την εποχή του Αυγούστου, η συμβίωση Ελλήνων και Ρωμαίων είχε εξομαλυνθεί και ήταν πιο ειρηνική σε σύγκριση με την περίοδο της Δημοκρατίας.

Με την πάροδο του χρόνου οι σχέσεις του ελληνικού και του ρωμαϊκού στοιχείου τόσο στις πόλεις της κυρίως Ελλάδας όσο και σε αυτές της Μικράς Ασίας ενισχύθηκαν, ενώ σταδιακά επήλθε και η φυλετική επιμειξία. Το φαινόμενο της επιμειξίας δεν μπορεί να παρακολουθηθεί στην εξέλιξή του λόγω της ανεπάρκειας του επιγραφικού υλικού ή της ελλιπούς μελέτης του. Υπάρχουν όμως παραδείγματα μεικτών γάμων σε ρωμαϊκές οικογένειες, όπως σε εκείνη των Βηδίων (ή Ουιδίων) στην Έφεσο, η εγκατάσταση της οποίας εκεί μαρτυρείται παλαιότερα από την Αυτοκρατορική εποχή. Το 2ο αιώνα μ.Χ.η συγκεκριμένη οικογένεια δεν ήταν μόνο οικονομικά εύπορη, αλλά και μία από τις επιφανέστερες της Μικράς Ασίας και τα μέλη της κατείχαν πολλά αξιώματα στο Κοινό της Ασίας. Ένα μέλος της, η Βηδία Φαιδρίνα, παντρεύτηκε το Φλάβιο Δαμιανό -μαθητή του Αίλιου Αριστείδη- έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πνευματικής ζωής των Ελλήνων το 2ο αιώνα μ.Χ.

Οι Ρωμαίοι άποικοι γνώριζαν ελληνικά, όπως προκύπτει από τις αναθηματικές επιγραφές. Ωστόσο, η σημαντική αριθμητική παρουσία τους σε κάποιες πόλεις -όπως στους Φιλίππους- καθώς και οι στενές επαφές τους με την Ιταλία οδήγησαν στη διατήρηση της λατινικής γλώσσας. Αντίθετα, στην Κόρινθο οι Ρωμαίοι «εξελληνίσθηκαν» τον 1ο αιώνα μ.Χ.
H πολυφυλετική κοινωνία του μακεδονικού βασιλείου δέχεται μερικές δεκαετίες μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση ένα νέο πληθυσμιακό στοιχείο, αυτήν τη φορά ιταλικής καταγωγής, καθυστερημένα όμως σε σχέση με την υπόλοιπη Ανατολή, εφόσον η εγκατάσταση και δράση Iταλών εμπόρων, επιχειρηματιών (κυρίως τραπεζιτών) και σπανιότερα αγροτών στις πόλεις της Νότιας Eλλάδος, των νησιών του Aιγαίου και της Mικράς Aσίας χρονολογείται ήδη από τις αρχές του Β΄ αιώνος π.X.

Σε ό,τι αφορά την Mακεδονία, έως και πρόσφατα επικρατούσε η άποψη ότι οι πρώτες εγκαταστάσεις Iταλών χρονολογούνται μετά τους Mιθριδατικούς Πολέμους. Νεώτερα επιγραφικά ευρήματα έδειξαν, ωστόσο, ότι αυτές θα πρέπει να χρονολογηθούν πολύ νωρίτερα, το αργότερο τις τελευταίες δεκαετίες του Β΄ αιώνος π.X. Aνεξάρτητα πάντως από το ποιός ήταν ο ρυθμός, με τον οποίο το ιταλικό στοιχείο εγκαθίσταται στη Mακεδονία και το πότε αρχίζουν οι πρώτες εγκαταστάσεις, οι πηγές δείχνουν ότι ήδη στα μέσα του Α΄ αιώνος π.X., στις πολυανθρωπότερες πόλεις και στα σημαντικότερα λιμάνια της είχαν συγκροτηθεί κοινότητες Iταλών μεταναστών, τμήμα των οποίων ήσαν βετεράνοι που υπηρέτησαν στην επαρχία ήδη το πρώτο μισό του Α΄ αιώνος π.X.

O αριθμός των Pωμαίων της Mακεδονίας αυξάνεται σημαντικά κατά το δεύτερο μισό του Α΄ αιώνος π.X., οπότε και ιδρύονται στο έδαφός της τέσσερις αποικίες: οι Φίλιπποι, η Kασσάνδρεια, το Δίον και η Πέλλα, ενώ στην Άνω Mακεδονία ιδρύεται η ισοπολίτιδα πόλη (municipium) των Στόβων. Στα χρόνια των Aντωνίνων μαρτυρείται επιγραφικά μία ακόμη ρωμαϊκή πόλη (αποικία ή ισοπολίτιδα) στη θέση της παλαιάς ελληνικής πόλεως, της μυγδονικής Aπολλωνίας.

Η ίδρυση των αποικιών συνδέεται ασφαλώς με το δημογραφικό πρόβλημα, που προκάλεσαν οι ευρείας κλίμακος στρατολογήσεις του άρρενος πληθυσμού από την εποχή του Πρώτου Mιθριδατικού Πολέμου, που επεκτάθηκαν στα χρόνια των Ρωμαϊκών Εμφυλίων Πολέμων καθώς επίσης και στους συνεχείς πολέμους στην περιοχή. Tα γεγονότα αυτά κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη για τόνωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της Mακεδονίας. Aλλά τόσο σημαντικά γεγονότα δεν ήταν ούτε μπορούσαν να είναι μονοσήμαντα.

Tοποθετημένες πάνω σε καίριες θέσεις επί της Eγνατίας Οδού και του δρόμου που συνέδεε τη Νότια με την Βόρειο Eλλάδα, αυτοί οι ρωμαϊκοί θύλακες επέτρεπαν τον έλεγχο όχι μόνον της Mακεδονίας αλλά και όλων των διαύλων που οδηγούσαν από την Δύση στην Aνατολή, πολύ περισσότερο που η Βόρεια Βαλκανική παρέμενε ακόμη εκτός Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Oι ίδιες οι αποικίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν -και εν μέρει λειτούργησαν- επίσης ως αποθέματα ανθρώπινου στρατιωτικού δυναμικού για τις επιχειρήσεις που οδήγησαν στην κατάληψη της Θράκης.

Θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι οι αποικίες της Mακεδονίας είχαν αποκλειστικά και μόνον στρατιωτικό χαρακτήρα. Ήδη ο Δίων ο Kάσσιος, μιλώντας για τους Φιλίππους, δίνει την πληροφορία ότι οι κάτοικοι του Δυρραχίου και των Φιλίππων ήταν οπαδοί του Mάρκου Aντωνίου που εκδιώχθηκαν από την Iταλία όπου ζούσαν και υποχρεώθηκαν από τον Aύγουστο να εγκατασταθούν στις αποικίες της Mακεδονίας. Mελέτες της προσωπογραφίας των αποικιών δείχνουν εξάλλου ότι στη διαμόρφωση των ελίτ των αποικιών συμμετείχαν και αρκετοί Iταλοί μετανάστες, ήδη εγκατεστημένοι σε μακεδονικές πόλεις, ενώ σε μερικές από τις αποικίες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο ορισμένοι απελεύθεροί τους.

Ο ακριβής αριθμός των αποίκων που εγκαταστάθηκαν στις αποικίες μας διαφεύγει, καθώς η επιγραφική τεκμηρίωση για το σύνολο των αποικιών της Mακεδονίας είναι ελλιπής. Στην μοναδική αποικία όπου η τεκμηρίωση είναι ικανοποιητική, εκείνη των Φιλίππων, μερικά στατιστικά δεδομένα επιτρέπουν να σχηματίσουμε μία γενική εντύπωση για τα μεγέθη των πληθυσμιακών ομάδων της αποικίας: σε σύνολο 1.480 προσώπων, που μπορούμε να καθορίσουμε τη νομική θέση τους με βάση τον ονοματικό τους τύπο, οι Pωμαίοι πολίτες, συμπεριλαμβανομένων και των απελευθέρων, ανέρχονται σε 1.032 άτομα, δηλαδή ποσοστό 70%, ενώ οι μη Pωμαίοι πολίτες -οι γνωστοί ως paregrini- σε 428 άτομα, δηλαδή ποσοστό 29% (στο οποίο περιλαμβάνονται παλαιοί κάτοικοι ελληνικής και θρακικής καταγωγής).

Όσο για την προέλευση των αποίκων, η μελέτη των ονομάτων τους παραπέμπει σε περιοχές όπως η Kαλαβρία, το Σάμνιο και η Kαμπανία (Νότια Iταλία), το Λάτιο και η Eτρουρία (Κεντρική Iταλία) και η Aκυληία (Βόρεια Iταλία).Η τάση εγκαταστάσεως στις αποικίες δεν σταμάτησε ωστόσο το 30 π.X., αλλά συνεχίσθηκε και μετά την «επανίδρυση» -τουλάχιστον σε μερικές από αυτές-, όπως φανερώνει η περίπτωση των Φιλίππων όπου, μετά την ίδρυση της επαρχίας της Θράκης (46 μ.X.), εγκαταστάθηκαν στο έδαφος της αποικίας βετεράνοι που πήραν μέρος στις επιχειρήσεις για την κατάκτηση της επαρχίας.

H μετανάστευση Pωμαίων πολιτών συνεχίζεται και κατά την Αυτοκρατορική Εποχή, ιδιαίτερα προς τα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη, η Hράκλεια Λυγκηστίδα αλλά και οι αποικίες του Δίου και των Φιλίππων. Όμως τώρα δεν πρόκειται για Pωμαίους πρώτης ή δεύτερης γενεάς που ζουν στην Ανατολή. H μελέτη των ονομάτων του γένους τους δείχνει ότι την εποχή αυτή είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να μιλά κανείς για «ρωμαϊκή» μετανάστευση, καθώς κατά κανόνα οι φορείς των ονομάτων αυτών, ιδιαίτερα όταν εμφανίζονται στον Β΄ και τον Γ΄ αιώνα μ.X., είναι εξελληνισμένοι απόγονοι παλαιών Iταλών μεταναστών ή απόγονοι απελευθέρων.

Tην ίδια εποχή αλλάζει πλέον και ο ορίζοντας της μεταναστεύσεως. Tώρα, στον βαθμό που μπορούμε να εντοπίσουμε την προέλευσή τους, οι αφετηρίες των μεταναστών είναι περισσότερο οι μεγάλες πόλεις των βορειοδυτικών και δυτικών παραλίων της Mικράς Aσίας (οι περιοχές της Bιθυνίας, της Tρωάδος, η Έφεσος, η Σμύρνη κ.ο.κ.) και λιγότερο πόλεις και περιοχές της Iταλίας ή της Νότιας Eλλάδος.

Το 131/2 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Αδριανός δημιούργησε μία νέα οργάνωση των ελληνικών πόλεων, το λεγόμενο «Πανελλήνιον». Η επίσημη τελετή της ίδρυσής του έγινε στο πλαίσιο της αποπεράτωσης και των εγκαινίων του ναού του Ολυμπίου Διός από τον αυτοκράτορα στην Αθήνα. Σε αυτό συμμετείχαν πόλεις από 5 τουλάχιστον ρωμαϊκές επαρχίες: την Αχαΐα, τη Μακεδονία, την Ασία, τη Θράκη και την Κρήτη-Κυρηναϊκή, οι οποίες μπόρεσαν να αποδείξουν την ελληνική καταγωγή τους. Κάθε πόλη εκπροσωπούνταν από έναν συνήθως Πανέλληνα που υπηρετούσε για ένα χρόνο, ενώ επικεφαλής του θεσμού ήταν ο άρχων του Πανελληνίου διορισμένος για 4 χρόνια. Ως έδρα του Πανελληνίου και της διεξαγωγής των ομώνυμων αγώνων ορίστηκε η Αθήνα, η οποία αναδείχθηκε έτσι σε ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κέντρα της εποχής, γεγονός που ευνόησε τη διατήρηση του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της.

Το Πάνθεον, μία βασιλική χωρητικότητας 6000-10.000 ανθρώπων στα ανατολικά της ρωμαϊκής αγοράς στην Αθήνα, ταυτίζεται από αρκετούς μελετητές με το χώρο συνάντησης των Πανελλήνων, ενώ ο Αδριανός πιθανότατα να λατρευόταν μαζί με το Δία Πανελλήνιο και την Ήρα Πανελληνία στο τέμενος του Διός Ολυμπιείου. Τους τελευταίους όμως χρόνους της δυναστείας των Αντωνίνων το λατρευτικό κέντρο μεταφέρθηκε στην Ελευσίνα, όπου φαίνεται ότι τότε αναβίωσε και το αρχαίο έθιμο της προσφοράς των πρώτων καρπών -των λεγόμενων απαρχών- από τις ελληνικές πόλεις στο ιερό της Δήμητρας και της Κόρης.

Η ίδρυση του Πανελληνίου -ενός από τους σημαντικότερους πολιτικούς και πολιτιστικούς θεσμούς της Αντωνίνειας περιόδου- αποτελεί μία από τις ουσιαστικότερες παρεμβάσεις Ρωμαίου αυτοκράτορα στην πνευματική και καλλιτεχνική πορεία του ελληνικού κόσμου και φανερώνει τη θέλησή του να επικοινωνήσει με το σύνολο των ελληνικών πόλεων.

Οι Ρωμαίοι με την κατάκτηση της Ελλάδας γνώρισαν από κοντά τον πολιτισμό των Ελλήνων. Γοητεύτηκαν από τους ωραίους ναούς, τα αγάλματα των θεών και των ηρώων, τα θέατρα και τα στάδιά τους, τις τοπικές και τις πανελλήνιες γιορτές τους. Στις ελληνικές πόλεις, ιδιαίτερα στην Αθήνα, γνώρισαν ονομαστούς δασκάλους και δημιουργούς και θαύμασαν την πρόοδό τους στα γράμματα και τις καλές τέχνες. Ο θαυμασμός αυτός τούς έκανε να αλλάξουν την αρχική σκληρή στάση τους απέναντι στους κατακτημένους Έλληνες και να αξιοποιήσουν τις γνώσεις τους, για να κάνουν παρόμοια έργα στη Ρώμη και σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας.

Όλα αυτά έφεραν πιο κοντά τους δύο λαούς και τους βοήθησαν να γνωρίσει καλύτερα ο ένας τον άλλο. Από τη συνύπαρξη και τη συνεργασία αυτή γεννήθηκε Όλα αυτά έφεραν πιο κοντά τους δύο λαούς και τους βοήθησαν να γνωρίσει Oι καλύτερα ο ένας τον άλλο. Από τη συνύπαρξη και τη συνεργασία αυτή γεννήθηκε ένας νέος πολιτισμός, ο ελληνορωμαϊκός, που θαυμαστά έργα του υπάρχουν ακόμη γύρω μας και κοντά μας.

Επιστολή του Ρωμαίου έπαρχου Πλίνιου προς τον Βαλέριο Μάξιμο, Κυβερνήτη της επαρχίας της Αχαΐας:
«Να έχεις στο νου σου ότι σε στέλνουν να κυβερνήσεις την επαρχία της Αχαΐας, τη γνήσια και πραγματική Ελλάδα, όπου πιστεύεται ότι γεννήθηκε ο πολιτισμός και η λογοτεχνία, όπως και η γεωργία. Σε στέλνουν να βάλεις τάξη στο πολίτευμα των ελεύθερων πόλεων. Πηγαίνεις σε ελεύθερους ανθρώπους, που είναι ελεύθεροι με πλήρη έννοια. Σεβάσου τους ιδρυτές θεούς τους και τα ονόματά τους. Σεβάσου την αρχαία τους δόξα. Μη λησμονείς την αρχαιότητά τους, τις ηρωικές τους πράξεις και τους μύθους του παρελθόντος τους. Μην προσβάλλεις την αξιοπρέπεια, την ανεξαρτησία ή την περηφάνια κανενός. Να έχεις πάντα στο μυαλό σου ότι αυτή η γη μάς έδωσε δικαιοσύνη και νόμους, χωρίς να μας κατακτήσει, αλλά με τη θέλησή μας. Να θυμάσαι ότι πηγαίνεις στην Αθήνα και ότι κυβερνάς τη Σπάρτη. Το να τους στερήσεις το όνομά τους και τη λίγη ελευθερία, που είναι το μόνο που τους απομένει, θα ήταν μια πράξη απανθρωπιάς, σκληρότητας και βαρβαρισμού». Πλίνιος ο Νεότερος, Επιστολές (γύρω στο 100 μ.Χ.).

Η κορυφαία ένδειξη της πολιτικής ιδιοφυΐας της Ρώμης είναι ο προβιβασμός της ιδιότητας του πολίτη, από εθνική σε οικουμενική, η διάκριση της εθνικότητας από την υπηκοότητα και τα πολιτικά δικαιώματα. Την εποχή που η Ρώμη είχε δημοκρατία μετείχε στην υπηκοότητα μόνο μια μειοψηφία 200.000 – 400.000 ατόμων. Στις αρχές του 1ου αιώνα οι Ρωμαίοι πολίτες τριπλασιάστηκαν.

Την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη τη χορηγούσε κατά καιρούς ο Αυτοκράτορας, για να ενσωματώνει τις επαρχιακές ελίτ. Όμως το 212 μ.Χ. με τον Αντωνίνειο νόμο (διάταγμα Καρακάλα), η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, η πλήρης υπηκοότητα, επεκτείνεται σε όλη την Αυτοκρατορία. Οι πολίτες φτάνουν πλέον τα 25 εκατομμύρια. Από την περίοδο διακυβέρνησης του Ρωμαίου αυτοκράτορα Καρακάλλα ξεχωριζει η απόφασή του, Το Έδικτο του 212 (Constitutio Antoniniana De Civitate), που απένειμε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη στους ελεύθερους κατοίκους όλης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, προκειμένου να αυξήσει δια της φορολογίας τα κρατικά έσοδα.

Έτσι: Όποιος έχει πλήρη υπηκοότητα μπορεί, από τα δεκαεπτά του, να παντρευτεί παιδί πολίτη, να έχει ιδιοκτησία στη Ρώμη, να εγκατασταθεί εκεί, να ενάγει στο δικαστήριο, να έχει ψήφο στην Εκκλησία, να άρχει και να απολαμβάνει ισονομία. Έχει από την άλλη πλευρά καθορισμένα καθήκοντα, συνδεδεμένα με το κυρίαρχο δίκαιο: πατριαρχία, φόρος κληρονομιάς, στρατολόγηση. Το δίκαιο της ρωμαϊκής πολιτείας υπερισχύει φυσικά των δικαίων των επιμέρους πολιτειών, όταν έρχονται σε αντίφαση.

Πηγές:

Γιατί έγιναν οι Έλληνες “ρωμαίοι”; Το πρόβλημα της ηγεμονίας


https://www.sansimera.gr/biographies/247
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSDIM-E105/157/1111,4047/
http://www.imma.edu.gr/imma/history/03.html
http://www.ime.gr/chronos/07/gr/society/index32.html

ΔΗΜΟΦΙΛΗ