Σε περίπου τρεις μήνες κλείνουν τρία χρόνια από τη μέρα που ο Ερσίν Τατάρ, με τις ευλογίες της Άγκυρας, άνοιξε την περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου, καρφώνοντας άλλη μια πρόκα στο ματωμένο σώμα της Κύπρου και του Κυπριακού προβλήματος, που παραμένει δυσεπίλυτο για σχεδόν μισό αιώνα.
Τα όσα αντικρίσαμε τότε, λίγα λεπτά μετά το άνοιγμα της περίκλειστης πόλης, δεν μοιάζουν σε τίποτα με τη σημερινή της εικόνα. Την 8η Οκτωβρίου 2020, τα πάντα ήταν αφημένα στο 1974 και το μόνο που είχε αλλοιώσει την το Βαρώσι ήταν η καινούργια άσφαλτος που άπλωναν οι κατακτητές, για να «υποδεχθούν» όσους ήθελαν να δουν τα σπίτια τους και τους τόπους που μεγάλωσαν. Ο πόνος εκείνη την ημέρα ήταν αβάσταχτος, όπως και η θλίψη.
Σχεδόν τρία χρόνια μετά, οι Τούρκοι συνεχίζουν να αλλάζουν τα πάντα στην πόλη φάντασμα. Βήμα, βήμα. Σπιθαμή προς σπιθαμή. Κάθε φορά που μεταβαίνεις στο Βαρώσι, κάτι είναι διαφορετικό. Κι εκείνος ο πόνος που νιώθεις είναι πολύ μεγαλύτερος, γιατί πλέον η πόλη δεν είναι ένα φάντασμα, αλλά σφύζει από ζωή. Tη ζωή που του δίνουν οι κατακτητές και όχι οι κάτοικοί της.
Πόσο περίεργο συναίσθημα να βλέπεις ένα τόπο να εκσυγχρονίζεται, να θυμίζει το ένδοξο παρελθόν του και μέσα σου να παρακαλείς να μείνει όπως ήταν εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Οκτώβρη του 2020… Η βαρβαρότητα και η λεηλασία συνεχίζονται στα μουλωχτά κι ας μην το συνειδητοποιούμε.
Εκεί που ενώνεται η κόλαση και ο παράδεισος
Ένα από τα πιο γνωστά σημεία της πόλης φάντασμα είναι η παραλία στο Φάληρο, εκεί όπου την πρώτη ημέρα υπήρχε ακόμα το ομώνυμο κιόσκι, που λίγο καιρό αργότερο γκρεμίστηκε από τους Τούρκους. Τη θέση του πήρε ένα σύγχρονο κατάλυμα, το οποίο πουλά τα πάντα που έχουν σχέση με τη θάλασσα, όπως και ποτά.
Άπλωσαν και στην παραλία δεκάδες ξαπλώστρες με ομπρέλες και πλέον η περιοχή είναι γεμάτη ζωή. Πλήθος κόσμου συρρέει για να απολαύσει τα καταγάλανα νερά του Βαρωσιού που μεγάλωσαν γενιές και γενιές. Δεν τους νοιάζει αν ακριβώς πίσω τους είναι αποτυπωμένος ο πόνος του πολέμου.
Τα ερειπωμένα ξενοδοχεία και τα μισογκρεμισμένα κτίρια, δημιουργούν ένα σουρεαλιστικό σκηνικό γύρω από την παραλία, αλλά κανένας δεν νοιάζεται. Όλοι κρατούν από ένα κινητό και απαθανατίζουν τον χώρο που κάποιος θα μπορούσε να πει ότι είναι το σημείο μηδέν μεταξύ κόλασης και παραδείσου.
Το ίδιο ισχύει και για όλη την παραλία που φθάνει μέχρι την Χρυσή Ακτή, η οποία καλύπτεται με κρεβατάκια και ομπρέλες, ενώ σιγά σιγά δημιουργούνται και σημεία για να αγοράζουν οι επισκέπτες τα απαραίτητα. Το Βαρώσι, δεν θα είναι ποτέ πια το ίδιο…
Λεωφορεία πάνε κι έρχονται
Κατά τη διάρκεια της περιδιάβασης μας στο χώρο, παρατηρήσαμε πολλά λεωφορεία από τις ελεύθερες περιοχές να πηγαινοέρχονται και να σταματούν έξω από την περίκλειστη πόλη. Απ’ αυτά αποβιβάζονταν δεκάδες τουρίστες κάθε φορά, οι οποίοι πήγαιναν μπουλούκια σε όλη τη διαδρομή με τους ξεναγούς τους και ενημερώνονταν καταλλήλως για την ιστορία της πόλης φάντασμα.
Μετρήσαμε τουλάχιστον τέσσερα σε περίπου δύο ώρες, ίσως να ήταν και περισσότερα, που έκαναν τη διαδρομή για την περίκλειστη πόλη. Δεκάδες ήταν επίσης και τα αυτοκίνητα με κυπριακές πινακίδες που ήταν σταθμευμένα έξω από το χώρο. Στις παραλίες υπήρχαν όπως ήτα φυσικό και πολλοί Τουρκοκύπριοι, αλλά και τουρίστες, κυρίως ρωσόφωνοι.
Όλα αλλάζουν, μα κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Η Άγκυρα και ο Τατάρ, τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση κι εμείς παρακολουθούμε χωρίς να έχουμε την ελπίδα για τίποτα πλέον. Τα μαύρα σύννεφα πάνω απ’ το Βαρώσι, γίνονται καταιγίδα έτοιμη να μας πνίξει…
«Κρίμας τα τόσα κάλλη σου τζι εμαυρογερημιάσαν
νεκατσιασμένοι Μάρτηες πιον πάνω σου ελουρκάσαν.
Πού έν’ τα πορτοκκάλλια σου, γοιον λίρες που κρεμμούνταν
τζι εκοτσινολοούσασιν οι κόφινοι πο’ ’ρκούνταν;
Σήμμερον εν θωρείς ψυσήν, καλάθιν να γεμώσει
μήτε Τουρκούν με Γρισκιανήν. Πότ’ εννά ξημερώσει;»
Παύλος Λιασίδης, λαϊκός ποιητής reporter.com.cy