Ο Αλέξιος Γ’ Άγγελος (1153 – 1211) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1195 έως 1203 και αυτοαποκαλείτο Αλέξιος Γ’ Κομνηνός ως εγγονός της Θεοδώρας Κομνηνής. Ήταν δευτερότοκος γιος του Ανδρόνικου Αγγέλου, ενός εξαδέλφου του αυτοκράτορα Αλεξίου Β΄ Κομνηνού. Το 1195, και ενώ ο αδελφός του Ισαάκιος Β’ βρισκόταν για κυνήγι στη Θράκη ανακηρύχθηκε από τα στρατεύματα Αυτοκράτορας.
Συνέλαβε τον Ισαάκιο στα Στάγειρα της Μακεδονίας, και αφού τον τύφλωσε, τον φυλάκισε μαζί με τον ανήλικο γιο του Αλέξιο, μολονότι είχε ελευθερωθεί από αυτόν από την αιχμαλωσία του στην Αντιόχεια και είχε περιβληθεί με τιμές.
Θέλοντας να λησμονηθεί το έγκλημά του απέβαλε το επίθετο των Αγγέλων και για να σταθεροποιήσει την θέση του χρησιμοποιούσε αυτό της γιαγιάς του Θεοδώρας Κομνηνής: μετονομάσθηκε Αλέξιος Γ’ Κομνηνός για να δώσει περισσότερη λαμπρότητα στον εαυτό του ως απόγονος του μεγάλου οίκου των Κομνηνών.
Ανεύρεση στηριγμάτων
Ο Αλέξιος Γ’ Άγγελος στηρίχθηκε καταρχάς στην αντιλατινική παράταξη για να αναρριχηθεί στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα επεδίωξε την προσέγγιση του με τον Παπικό Θρόνο: με επιστολή του συνεχάρη τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’ για την εκλογή του (1198) και του πρότεινε συμμαχία, αλλά ο Πάπας του γνωστοποίησε με απεσταλμένους του ότι δεν ήταν δυνατή η συμμαχία του Παπικού Θρόνου. Τότε ο Αλέξιος Γ’, με νέα του επιστολή προς τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’, παρατήρησε ότι «η ένωση των εκκλησιών ήταν υπόθεση όχι του αυτοκράτορα, αλλά μιας οικουμενικής συνόδου, στην οποία, υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος θα ήταν δυνατή η ανεύρεση μιας ορθής λύσης με την επιβουλή της θείας θελήσεως».
Αναλόγου περιεχομένου επιστολή του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’ επέδωσαν και στον πατριάρχη Ιωάννη Β’ Καματηρό οι παπικοί αντιπρόσωποι υποδιάκονος Αλβέρτος και νοτάριος Αλβερτίνος. Επίσης ο Αλέξιος Γ’ ανανέωσε τις ενωτικές συζητήσεις με τον ηγεμόνα των Αρμενίων Λέοντα Β’ για την ένωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Αρμενικής Εκκλησίας, που είχαν ξεκινήσει επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου.
Μάλιστα η σύνοδος των Αρμενίων προκαθημένων στην πόλη Ταρσό το 1196 δέχθηκε τους βυζαντινούς όρους, αλλά στις μετέπειτα συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη προσέκρουσαν σε αδιέξοδο λόγω τον υπερβολικών βυζαντινών αξιώσεων. Έτσι οι ενωτικές αυτές προσπάθειες απέτυχαν.
Αναμφισβήτητα ο Αλέξιος Γ’ άσκησε επιτυχημένη εκκλησιαστική πολιτική, όμως δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε το ίδιο και για τους υπόλοιπους τομείς του Βυζαντινού Κράτους όπως την Οικονομία, την Εξωτερική Πολιτική, το Στρατό, κλπ.
Εσωτερικοί & εξωτερικοί κίνδυνοι
Η ικανή και ισχυρή σύζυγός του αυτοκράτειρα Ευφροσύνη Καματηρά επεχείρησε μάταια να σταματήσει την καταστροφή, διότι ο καλύτερος σύμβουλός της στην απόπειρα μεταρρύθμισης, ο Βατάτζης, δολοφονήθηκε με εντολή του αυτοκράτορα. Ταυτόχρονα δαπάνησε πολλά χρήματα για να επιτύχει την αναγνώριση του Αλεξίου Γ’, με αποτέλεσμα να εξαντλήσει το δημόσιο ταμείο. Έδωσε δε τόση ελευθερία στους αξιωματούχους του, ώστε πρακτικά το βασίλειο παρέμεινε χωρίς άμυνα. Έτσι ολοκλήρωσε την οικονομική καταστροφή της Αυτοκρατορίας.
Στα ανατολικά, το κράτος ερημωνόταν από τους Σελτζούκους. Μόνον ο θάνατος του Σουλτάνου τους Κελιτζέ Αρσλάν Β’ το 1193 και η διχόνοια ανάμεσα στους υιούς του για την μοιρασιά, έσωσαν τις υπολειπόμενες επαρχίες του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία.
Στα βόρεια οι Βούλγαροι και οι Βλάχοι ισοπέδωναν ατιμώρητα τη Θράκη και τη Μακεδονία, ενώ ο Αλέξιος σπαταλούσε τους θησαυρούς του κράτους για τα παλάτια του και τους κήπους του. Έτσι αναγκάσθηκε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τον βασιλιά τους Ιωαννίση, παραχωρώντας του όλες τις περιοχές που είχε αυτός καταλάβει.
Το 1200 ο Αλέξιος Κομνηνός, εγγονός του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού, με τη βοήθεια της θείας του Θάμαρ βασίλισσας της Γεωργίας, κατέλαβε την Τραπεζούντα, την Παφλαγονία και άλλα παράλια του Εύξεινου Πόντου εγκαθιδρύοντας την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, με το όνομα Αλέξιος Α’ Μεγάλος Κομνηνός.
Η Άλωση από τους σταυροφόρους
Σύντομα όμως ο Αλέξιος Γ’ θα απειλούνταν από έναν νέο, πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο. Κατά το έτος 1202 οι Ευρωπαίοι πρίγκιπες της Δ’ Σταυροφορίας συναθροίστηκαν στην Βενετία. Ο Αλέξιος, γιος του εκθρονισμένου Αυτοκράτορα Ισαακίου Β’ Αγγέλου, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και απευθυνόμενος στη σύναξη των Σταυροφόρων τούς υποσχέθηκε την ακύρωση του σχίσματος ανάμεσα στην Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία, εάν αυτοί τον βοηθούσαν να εκθρονίσει το θείο του Αλέξιο Γ’, καθώς και πλούσια αποζημίωση και δώρα για τις υπηρεσίες τους.
Την 1η Οκτωβρίου 1202 ξεκίνησε ο βενετικός στόλος μεταφέροντας τους σταυροφόρους στις Δαλματικές ακτές, όπου κατέλαβαν την Ζάρα και στην συνέχεια το Δυρράχιο, όπου ο Αλέξιος ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας ως Αλέξιος Δ’. Στις 23 Ιουνίου 1203, ο στόλος των Σταυροφόρων υπό την ηγεσία του Δόγη της Βενετίας Δάνδολου, μεταφέροντας τον νέο Αυτοκράτορα, αγκυροβόλησε μπροστά από την Κωνσταντινούπολη.
Στις 17 Ιουλίου οι σταυροφόροι προχώρησαν στην πρώτη κατάληψη της Πόλης και ο Αλέξιος Γ’ χωρίς καμία αντίσταση και δείχνοντας όλη του τη δειλία δραπέτευσε νύχτα δια θαλάσσης στο Δεβελτό παίρνοντας μαζί τα τιμαλφέστερα κειμήλια του στέμματος και τις κόρες του Ειρήνη και Ευδοκία. Περιπλανήθηκε σε όλη την έκταση της πρώην Αυτοκρατορίας του έχοντας μαζί του τα διάσημα του αξιώματός του και τα κειμήλια που απέσπασε φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη.
Στη Λάρισα συναντήθηκε με τον Λέοντα Σγουρό στον οποίο έδωσε την κόρη του Ευδοκία. Έτσι συνελήφθη του 1210 και φυλακίσθηκε σε ένα μοναστήρι της Νίκαιας όπου και πέθανε.
Για τον Ντόναλντ Νίκολ ήταν «αδύναμος χαρακτήρας, διεφθαρμένος και εγωιστής», ευρισκόμενος «κάτω από την επιρροή της δυναικής γυναίκας του, Ευφροσύνης Δούκαινας».
Νομίσματα
Ο Αλέξιος Γ’ έκοψε χρυσά υπέρπυρα, άσπρα τραχέα από ήλεκτρο, άσπρα τραχέα από κράμα χαλκού με λίγο άργυρο και χαλκά τεταρτηρά. Μερικά φτιάχθηκαν και στο νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης, όπου κόπηκαν και χάλκινα ημίσεα τεταρτηρών.
Στο υπέρπυρον υπάρχει στη μέση μακρύς πατριαρχικός σταυρός που τον κρατούν στα αριστερά ο Αλέξιος Γ’ και στα δεξιά ο Κωνσταντίνος Α’. Ο πρώτος φορεί χλαμύδα και κρατά ακακία στο αριστερό. Ο δεύτερος φορεί λώρον και φέρει φωτοστέφανο. Και οι δύο στέκονται με στέμμα, είναι γενειοφόροι και φορούν διβιτίσιον. Επιγραφή ΑΛΕΞΙΟC ΔΕCΠΟΤΗC και ΚΩΝCΤΑΝΤΙΝΟC.
[wikipedia.org]