Αριστοτέλης Βαλαωρίτης – Ὁ Σαμουήλ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού – ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα-και πολιτικός. Ο Βαλαωρίτης χαρακτηρίστηκε εθνικός ποιητής, καθώς ύμνησε με επικά χαρακτηριστικά των αγώνα τον επαναστατημένων Ελλήνων. Επιπλέον, ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική, αφού έγινε βουλευτής της «Ιονίου Πολιτείας» και για μια περίοδο επτά ετών πάλεψε για την ελευθερία των Επτανήσων.

Ο Βαλαωρίτης ήταν μια από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας τον 19ο αιώνα και πέρασε μια ζωή με πολλές περιπέτειες. Στην ελληνική γραμματεία έχει αφήσει το στίγμα του ποιητή που ύμνησε τον αγώνα των αρματωλών και ήταν ένας από τους κυριότερους εκφραστές της επτανησιακής σχολής.

Μνημόσυνα (1857) και έτερα ποιήματα

Καλόγερε, τί καρτερεῖς κλεισμένος μὲς στὸ Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σοῦ ῾μειναν κ᾿ ἐκεῖνοι λαβωμένοι!
Κι εἶναι χιλιάδες οἱ ἐχθροὶ ποὺ σ᾿ ἔχουνε ζωσμένον!
Ἔλα νὰ δώσεις τὰ κλειδιά, πέσε νὰ προσκυνήσῃς,
κι ἀφέντης ὁ Βελῆ Πασᾶς δεσπότη θὰ σὲ κάμη!
Ἔτσι ψηλὰ ἀπ᾿ τὸ βουνὸ φωνάζει ὁ Πήλιος Γούσης.
Κλεισμένος μὲς στὴν ἐκκλησιὰ βρίσκετ᾿ ὁ Σαμουήλης,
κι ἀγέρας παίρνει τὴ φωνὴ τοῦ Πήλιου τοῦ προδότη.

Χωρὶς ψαλμοὺς καὶ θυμιατά, χωρὶς φωτοχυσία,
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρὸς στὴν Ὡραία Πύλη,
πέντε Σουλιῶτες στέκονται μὲ τὸ κεφάλι κάτου.
Βουβοί, δὲν ἀνασαίνουνε, καὶ βλέπεις κάπου-κάπου
ὅπου ἕνα χέρι σκώνεται καὶ κάνει τὸ σταυρό του.
Ἀκίνητα στὸ μάρμαρο σέρνονται τὰ σπαθιά τους,
σπαθιὰ ποὺ τόσο ἐδούλεψαν γιὰ τὸ γλυκό τους Σούλι!

Δὲ φαίνετ᾿ ὁ καλόγερος, μόνος του στ᾿ ἅγιο Βῆμα
προσεύχετο κ᾿ ἑτοίμαζε τὴ μυστικὴ θυσία.
Σφιχτὰ-σφιχτὰ στὰ χέρια του ἐβάστα τὸ Ποτήρι
καὶ μύρια λόγι᾿ ἀπόκρυφα ἔλεγε τοῦ Θεοῦ του.
Τὰ μάτια κατακόκκινα ἀπ᾿ τὲς πολλὲς ἀγρύπνιες
ἐκοίταζαν ἀκίνητα τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα.
Τί θάλασσα, ποὺ κύματα ἔχει κρυφὲς ἐλπίδες!
Σιγᾶτε βρόντοι τουφεκιῶν, πάψτε φωνὲς πολέμου,
Κι ὁ Σαμουὴλ τὴν ὕστερη τὴν κοινωνιὰ θὰ πάρει!
Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ κοίταζ᾿ ὁ παπὰς τὴ Σάρκα τοῦ Θεοῦ του,
ἐκύλησ᾿ ἀπ᾿ τὰ μάτια του στοῦ ποτηριοῦ τὰ σπλάγχνα
σὰν τὴ δροσούλα διάφανο κρυφὰ-κρυφὰ ἕνα δάκρυ.

– Θεέ μου καὶ πατέρα μου, θαμμένος ἐδῶ μέσα
ἐδίψασα… Χωρὶς νερὸ ἡ θεία κοινωνιά σου
θὰ ἔμεν᾿ ἀτελείωτη… Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αὐτὸ τὸ μαῦρο δάκρυ μου, μὴ τὸ καταφρονέσης.
ἀμόλυντο καὶ καθαρὸ βγαίν᾿ ἀπ᾿ τὰ φυλλοκάρδια.
δέξου το, Πλάστη, δέξου το, ἄλλο νερὸ δὲν ἔχω.

Ἤτανε ἥλιος κ᾿ ἔλαμψε τὸ ἱερὸ τὸ σκεῦος.
Τὸ αἷμα ἐζεστάθηκε, ἄχνισε, ζωντανεύει.
Ἀναγαλλιάζει ὁ Σαμουὴλ ποὺ εἶδε τὴ Θεία Χάρη
καὶ τρέμοντας ἀγκάλιασε τὸ θεϊκὸ ποτήρι
καὶ τό ῾σφιξε στὰ χείλη του κι ἄκουσε ποὺ χτυποῦσε
σὰν νἄτανε λαχταριστὴ καρδιά, ζωὴ γιομάτη.

Ἀνοίγ᾿ ἡ Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, σκύφτουν τὰ παλληκάρια.
τ᾿ ἀνδρειωμένα μέτωπα τὸ μάρμαρο χτυπᾶνε
καὶ καρτεροῦν ἀκίνητά τοῦ γέροντα τὰ λόγια.
Ἐπρόβαλ᾿ ὁ καλόγερος. Τὸ πρόσωπό του φέγγει
σὰ χιονισμένη κορυφὴ στοῦ φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.
Στὰ λαβωμένα χέρια του βαστοῦσ᾿ ἕνα βαρέλι
πού ῾κλειε μέσα θάνατο, φωτιὰ κι ἀπελπισία.

Ἐκεῖνο μόνο τό ῾μεινε, ἐκεῖνο μόνο φθάνει!
Ἐμπρὸς στὴν Πύλη τοῦ Ἱεροῦ μονάχος του τὸ στένει
καὶ τρεῖς φορὲς τὸ βλόγησε καὶ τρεῖς φορὲς τὸ φχέται.
Σὰν νά ῾ταν Ἅγια Τράπεζα, σὰν νά ῾ταν Ἀρτοφόρι
ἐπίθωσ᾿ ὁ καλόγηρος ἐπάνω τὸ ποτήρι,
καὶ σιωπηλὸς κι ἀτάραχος ἄναψε θειαφοκέρι…
Τὰ γόνατά του ἐχτύπησαν ὁρμητικὰ τὴν πλάκα,
ἐσήκωσε τὰ χέρια του, τὸ πρόσωπό του ἀνάφτει
κι οἱ πέντε τὸν ἐκοίταζαν βουβοὶ μέσα στὰ μάτια:

Η ΔΕΗΣΙΣ
– Πατέρα μου, σ᾿ ἐδούλεψα
πιστὰ σαράντα χρόνια,
καὶ τώρα στὰ γεράματα
μοῦ δίνεις κατηφρόνια!
Τὸ θέλημά σου ἂς γενῆ!
Λυπήσου μας, σπλαγχνίσου
καὶ πάψε τὴν ὀργή σου!
Σ᾿ ἐσένα, σὰν ὀρφάνεψα,
ἔδωκα τὴν ψυχή μου,
τὸ Σούλι μου τ᾿ ἀγκάλιασα
στὸν κόσμο γιὰ παιδί μου.
Τώρα τὸ Σούλι τὄχασα…
Ἦλθ᾿ ἡ στερνή μου μέρα,
θἄλθω σ᾿ ἐσέ, Πατέρα…

Μέτρησε πόσοι ἐμείναμε!
Οἱ ἄλλοι πεθαμένοι
μὲς στὰ λαγκάδια σέρνονται
νεκροὶ καὶ λαβωμένοι!
ἂταφ᾿ ἀμοιρολόητα
σέπονται τὰ κουφάρια
στοῦ λόγγου τὰ χορτάρια.
Ὄρνια καὶ λύκοι ἐχόρτασαν
τὰ μαῦρα κρέατά μας.
Συγχώρεσε, συγχώρεσε,
Πλάστη, τὰ κρίματά μας!
Καὶ τώρα ποὺ θὰ νά ῾λθωμε
κ᾿ ἠμεῖς στὴν ἀγκαλιά σου,
δέξου μας σὰν παιδιά σου!

Καὶ κοίταξε τὰ χέρια μας
τώρα σ᾿ ἐσὲ σκωμένα
πῶς εἶν᾿ ἀπὸ τὸ ἄπιστο
τὸ αἷμα λερωμένα,
κ᾿ εὐχαριστήσου, Πλάστη μου,
καὶ πές: «Εὐλογημένοι,
πιστοί μου ἀνδρειωμένοι!»
Τώρα τὸ Σούλι ἀπέθανε.
δὲν ἔμειν᾿ ἕνα χέρι
ποὺ νὰ μπορῇ στὰ δάχτυλα
νὰ σφίξῃ τὸ μαχαίρι…
Πατέρα παντοδύναμε,
γενοῦ σ᾿ ἐμᾶς πατρίδα,
ἄλλη δὲν ἔχω ἐλπίδα.

Ἐκεῖ ψηλὰ στὸ θρόνο σου,
στὴν τόση βασιλεία,
δῶσε σ᾿ ἐμᾶς τοὺς δύστυχους
μικρὴ μία κατοικία,
νὰ μοιάζη μὲ τὸ Σούλι μας
καὶ δῶσε μου ἕνα βράχο
κ᾿ ἐκεῖ τὸ Κούγκι νά ῾χω.
Χῶμα στὸ Σούλι ἐλεύθερο
γιὰ νὰ ταφῶ δὲ μένει.
ἐλέησόν με, Πλάστη μου,
συγχώρεσε νὰ γένη
τὸ Κούγκι μου ἡ ἐκκλησιά,
τὸ Ἱερό σου Βῆμα
τοῦ Σαμουὴλ τὸ μνῆμα.

Ἐδῶ ποδάρι ἄπιστο
ποτὲ δὲ θὰ τολμήση
(ποτέ! τὸ εἶπα, τ᾿ ὅρκισα)
τὸ Κούγκι νὰ πατήσει.
Μαζί μου παίρνω τὰ κλειδιά,
Πλάστη μου, δὲν τ᾿ ἀφήνω,
οὔτε σ᾿ ἐσὲ τὰ δίνω!
Ἐκεῖ ψηλὰ στὸν οὐρανὸ
νὰ τὰ φορῆ στὴ μέση
ὁ Σαμουὴλ ὁ δοῦλος σου
θὰ σὲ παρακαλέσει…
Πατέρα μου, μὴ πειραχθῆς,
κάμε μου αὐτὴ τὴ χάρη:
ἄλλος νὰ μὴ τὰ πάρη!

Καὶ τώρα-τώρα π᾿ ἄκουσες
τὸν πόνο, τὸν καημό μας,
δέξου μας καὶ θ᾿ ἀφήσωμε
τὸ Σούλι τὸ γλυκό μας…
Τὸ Σούλι (ἄχ! πὼς τό ῾χασα!)
ψυχή μου, μὴ δακρύσεις,
εἶν᾿ ὥρα νὰ τ᾿ ἀφήσεις!

Κι ἁπλώνοντας τὰ χέρια του
στοὺς πέντε του συντρόφους:
Θεέ μου, πολυέλεε,
τώρα ποὺ θὰ ν᾿ ἀφήσω
τὸν κόσμο καὶ στὸν ἴσκιο σου
θἄλθ᾿ ὁ φτωχὸς νὰ ζήσω,
μία χάρη θέλω, Πλάστη μου:
τὰ πέντε τὰ παιδιά μου
νὰ τάχω συντροφιά μου!
Τ᾿ ἀνάθρεψα στὸν κόρφο μου,
γιὰ εἰδὲ τά, τὰ καημένα,
ἄλλονε δὲν ἀγάπησαν
παρὰ ἐσὲ κ᾿ ἐμένα.
Παιδιά μου, μὴ δειλιάζετε,
νά ῾χετε τὴν εὐχή μου,
Θὰ ζήσετε μαζί μου!

Σταλαματιὰ-σταλαματιὰ τὰ δάκρυά τους πέφτουν
κι ἡ πλάκα ποὺ τὰ δέχεται ραγίζεται καὶ τρίζει.
Παράπονο τοὺς ἔπιασεν, ὄχι θανάτου φόβος,
καὶ κλαίοντας ὁ Σαμουήλ, εἰς τό ῾να του τὸ χέρι
τὸ ἱερὸ ποτήρι του καὶ στ᾿ ἄλλο τὴ λαβίδα,
ἀρχίνησε τὴν κοινωνιὰ τοῦ Πλάστη νὰ μεράζη…
Ὁ πρῶτος ἐμετάλαβε – μεταλαβαίνει κι ἄλλος,
τὴν ἔδωσε στὸν τρίτονε – κι ὁ τέταρτος τὴν παίρνει,
καὶ φθάνει ὡς τὸν ὕστερο καὶ τοῦ τηνε προσφέρει.

Κι ἐκεῖ ποὺ ἔψαλλ᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή του
τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ: «σήμερον Υἱὲ Θεοῦ…»
φωνὲς ἀκούονται, χτυπιές, ἀλαλαγμός, ἀντάρα.
Πλακώσανε οἱ ἄπιστοι: «καλόγερε, τί κάνεις;»
Ἐσήκωσε τὰ μάτια τοῦ ὁ Σαμουὴλ στὸν κρότο,
καὶ στάζ᾿ ἀπ᾿ τὴ λαβίδα του ἐπάνω στὸ βαρέλι
μία φλογερὴ σταλαματιὰ ἀπ᾿ τοῦ Θεοῦ τὸ αἷμα…
Ἀστροπελέκια ἐπέσανε, βροντάει ὁ κόσμος ὅλος,
λάμπει στὰ γνέφ᾿ ἡ ἐκκλησιά, λάμπει τὸ μαῦρο Κούγκι!
Τί φοβερὴ κεροδοσὰ πὄλαβε στὴ θανή του
τὸ Σούλι τὸ κακότυχο καὶ τί καπνὸ λιβάνι!

Ἀνέβαινε στὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ παπᾶ τὸ ράσο
κι ἁπλώθηκε κι ἁπλώθηκε σὰν τρομερὴ μαυρίλα,
σὰ σύννεφο κατάμαυρο κ᾿ ἐθόλωσε τὸν ἥλιο.
Κι ἐνῷ τ᾿ ἀνέβαζ᾿ ὁ καπνὸς κι ἐνῷ τὸ συνεπαίρνει,
τὸ ράσο παντ᾿ ἀρμένιζε κ᾿ ἐδιάβαινε σὰ Χάρος.
κ᾿ ἐκεῖθεν ὁποὺ διάβηκε ὁ φλογερός του ἴσκιος,
σὰν νά ῾ταν μυστικὴ φωτιὰ ἐρόγισε τὸ λόγγο.
Καὶ μὲ τὲς πρῶτες ἀστραπὲς καὶ μὲ τὰ πρωτοβρόχια
χλωρὸ χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, ἐλιές, μυρτοῦλες,
ἐλπίδες, νίκες καὶ σφαγὲς – χαρὲς κ᾿ ἐλευθερία!

ΤΟ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ
Εἰς τὸν βαρὺν τὸν ἴσκιον σου, μαῦρο μου κυπαρίσσι,
ἀπόψε τὰ μεσάνυχτα θὰ νἄλθῃ νὰ καθίσῃ,
ἕνας πατέρας πὤχασεν ὤμορφη θυγατέρα.
Τὴνε γυρεύει ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, τὴ νύχτα, τὴν ἡμέρα,
καὶ δὲν τὴν βρίσκει ὁ δύστυχος. Ὅσους ρωτᾶ τοῦ λένε
πὼς δὲν τὴν εἶδαν νὰ διαβῇ καὶ τὸν θωροῦν καὶ κλαῖνε.

Ἐπῆγε στὴν τριανταφυλλιὰ
ἐψὲς μὲ τὸ φεγγάρι.
Τῆς λέει: ἡ φιλενάδα σου
μὴν ἦλθ’ ἐδῶ νὰ πάρῃ
τὰ ρόδα σου νά στολισθῇ
στὴν ἐκκλησιὰ νὰ πάῃ;…
Κ’ ἐκείνη τ’ ἀπαντάει:

– Κάθε πρωῒ τὴν ἔβλεπα
ὤμορφη σὰν ἐμένα·
μοῦ ἐμέτραε τὰ ρόδα μου,
κ’ ἄν ἔλειπε κανένα,
μ’ ἐμάλλωνε καὶ μὤλεγε
πὼς θὰ μὲ παραιτήσῃ
καὶ δὲ θὰ μ’ ἀγαπήσῃ.

Κ’ ἐν ὧ μ’ ἐμάλλων’ ἔκοβε
τ’ ἄνθη μου τὰ δροσᾶτα
κ’ ἐστόλιζε τὰ στήθια της
τ’ ἄσπρα τὰ μυρωδᾶτα·
ἐκείνη μὤδιν’ ὠμορφιά,
ἐγὼ τὴν ἐντροπή μου,
λὲς κ’ ἦταν ἀδελφή μου.

Πές μου, πατέρα, πές μου το
μὴν εἶναι κακιωμένη
καὶ σ’ ἔστειλε γιὰ νὰ μοῦ πῇς
πὼς τώρα κατεβαίνει;
Τρεῖς μέραις τήνε καρτερῶ
μὲ τὸ φιλὶ στὸ στόμα
καὶ δὲν τὴ βλέπω ἀκόμα.

Πάει στὸ νυχτολούλουδο,
τὸ βλέπει μαραμμένο:
– Γιατί, λουλοῦδι μου, εἶσ’ ἀχνὸ
καὶ παραπονεμένο·
δὲν σὤφερ’ ἡ Μαρία σου
βεράκι ἀπὸ τὴ βρύση
ἐψὲς νὰ σὲ ποτίσῃ;…

– Τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα
ἐκεῖ ποὺ καρτεροῦσα
νἄλθῃ ἡ Μαρία νὰ μ’ εὑρῇ
κ’ ἔστεκα κι’ ἀγρυπνοῦσα,
μέσα στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ
μοῦ φάνη πὼς τὴν εἶδα
πὤφευγε σὰν ἀχτίδα.

Κ’ ἐνῶ κρυφομιλούσανε, ἀκούστηκε ἀπὸ πέρα
φωνὴ ποὺ μοιρολόγαε κ’ ἔλεγε στὸν πατέρα:

Τὴν ἐπεράσαν τέσσαροι
μὲς τ’ ἄνθη ξαπλωμένη·
ποιὸ μάτι δὲν τὴν ἔκλαψε
ἐκεῖθε ποὺ διαβαίνει!
Ἐμπρὸς ἐπήγαιν’ ὁ σταυρὸς
ὀπίσω του οἱ παπάδες,
λιβάνια καὶ λαμπάδες.

Τὴν εἶδα, δύστυχε, κ’ ἐγὼ
τὴν εἶδα τὴ Μαρία
δίπλα στὸ ξυλοκρέββατο.
Δὲν πᾷς στὴν ἐκκλησία
νὰ βρῇς τὸ νεκρολίβανο
ὁποὺ καπνίζει ἀκόμα
στοῦ τάφου της τὸ χῶμα;

Σύρε, πατέρα, νὰ τὴ δῇς
ἀπόψ’ οἱ πεθαμμένοι,
μεγάλη ἔχουνε γιορτή,
καὶ βγαίνουν στολισμένοι
σὰν νιόνυφοι ἀπ’ τὰ μνήματα
μὲ τἄσπρα σάβανά τους
νὰ φᾶν τὰ κόλλυβά τους.

Σὰν ἔλθουν τὰ μεσάνυχτα,
τὀρνιθι σὰν λαλήσῃ,
σύρε καὶ κλάψε μοναχὸς
σιμὰ στὸ κυπαρίσσι.
Σήμερα ψυχοσάββατο
θἀλθῇ στὴν ἀγκαλιά σου
νὰ πάρῃ τὰ φιλιά σου.

Ἐπῆγε κ’ ἐκαρτέρεσε
πίσ’ ἀπὸ τἅγιο Βῆμα
Ἤλθανε τὰ μεσάνυχτα…
Ἐσείστηκε τὸ μνῆμα.
Βγαίν’ ἡ Μαρία ὁλόλευκη,
κ’ ἐκεῖ ποὺ τὸν ἐφίλει
ἀνάμεσα στὰ χείλη:

– Πατέρα μου, τοῦ λέει, γλυκέ,
γιὰ ἰδὲς πῶς εἶμαι κρύα!
Ἄν εἶν’ ἀλήθεια π’ ἀγαπᾷς
τὴ μαύρη τὴ Μαρία,
ἔλα μ’ ἐμὲ στὸν τάφο μου,
σκιὰζομαι τὸ σκοτάδι
μονάχη μου στὸν ἅδῃ.

Τὸ σάβανό μου εἶναι πλατύ.
Γιὰ ἰδές το… μᾶς σκεπάζει…
Ἔλα νὰ πᾶμε… κύτταξε,
σχεδὸν γλυκοχαράζει…
Τρέμω… κρυώνω… πάρε με…
Εἶμαι μικρὴ ἡ καϋμένη
νὰ μείν’ ὠρφανεμένη.

Ἀγάλια… ἀγάλια… ἀκλούθα με·
πατέρα, μὴ βαρέσῃς…
Εἶναι τὰ μνήματ’ ἀνοιχτά,
βάστα με μὴ μοῦ πέσῃς.
Θυμᾶσαι πῶς μ’ ἑχάϊδευες
καὶ πῶς μοῦ τραγουδοῦσες
ὅταν μ’ ἀποκοιμοῦσες;

Πατέρα μου, πατεῖς βαριά…
Πιάσου ἀπ’ τὸ σάβανό μου…
Τραβήξου ὀλίγο… ἐσκόνταψες
ἐπάνω στὸ σταυρό μου…
Ἐφθάσαμε… καρτέρεσε
νὰ κατεβῶ νὰ στρώσω,
σεντόνι νὰ σ’ ἁπλώσωω.

Δός μου τὸ χέρι σου… Ἔλα δῶ…
Πατέρα μου, ἀχνίζεις!…
Τὰ μάτια σου θολώνουνε…
Γιατὶ νὰ μὲ φοβίζῃς;
Πᾶμε στὸ κρεββατάκι μου
νὰ σὲ γεροκομήσω,
δὲ θέλω νὰ σ’ ἀφήσω.

Γιὰ ἰδὲς κρεββάτι ὤμορφο!
Ἐπῆρ’ ἀπ’ τὰ μαλλιά μου
τὰ ρόδα ποὺ μοῦ βάλανε
ἀπ’ τὴν τριανταφυλλιά μου.
Τά μάδησα, τὰ σκόρπισα
ἐπάνω στὸ σεντόνι,
ποὺ εἶν’ ἄσπρο σὰν τὸ χιόνι.

Πατέρα μου, τὶ καρτερεῖς;
τὶ στέκεσαι στὴν ἄκρη;…
Πατέρα μου, δὲν μ’ ἀγαπᾷς!…
Σφόγγισ’ αὐτὸ τὸ δάκρυ…
Ἄλλοι θὰ κλάψουνε γιὰ μᾶς…
κ’ ἐμεῖς θὰ τούς ἀκοῦμε…
Ἔλα νὰ κοιμηθοῦμε.

– Κ’ ἡ μάνα σου, Μαρία μου,
κ ἡ μάνα σου ἡ καϋμένη!
Χωρὶς ἐμέ, χωρὶς ἐσὲ
ἠ δύστυχη ποῦ μένει;…
Μὴν κλαῖς παιδί μου,… γλήγορα
φεύγει, πετᾷ ἡ ζωή μου…
Σύρε μὲ τὴν εὐχή μου.

Μαρία μου, ἕνα φιλί,
Ἕνα φιλάκι ἀκόμα…
Μοσχοβολάει, ψυχούλα μου,
τ’ ἀθῶο σου τὸ στόμα…
Καρτέρεσε, Μαρία μου,
ἄφες με νὰ χορτάσω,
σέ λίγο θὰ σὲ χάσω.

Κ’ ἐκεῖ ὁποὺ τὴν ἔσφιγγε, κ’ ἐκεῖ ποὺ τὴν ἐφίλει
τὴν ἔχασ’ ἀπ’ τὸν κόρφο του, τὤφυγε ἀπὸ τὰ χείλη.
Λαλεῖ τὠρνίθι τῆς αὐγῆς καὶ θαμοφέγγ’ ἡ μέρα.
Κλάψτε τὴν νειὰ τὴν ὤμορφη, κλάψτε καὶ τὸν πατέρα!

[wikisource.org]

ΔΗΜΟΦΙΛΗ