Θάνος Τσίρος απο το naftemporiki.gr
O «πληθωρισμός της απληστίας» (greedflation) μπαίνει για τα καλά και στην ελληνική «ατζέντα».
Παρά την αποκλιμάκωση του δείκτη τιμών καταναλωτή, μεγάλες πληθωριστικές εστίες -κυρίως τρόφιμα και πυρήνας πληθωρισμού- παραμένουν ενεργές, με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠτΚΒ) να προειδοποιεί ότι αν δεν συγκρατηθούν τα επιχειρηματικά περιθώρια κέρδους, η αντιμετώπιση του πληθωρισμού και θα τραβήξει σε βάθος χρόνου και θα χρειαστεί «ακριβότερο χρήμα», δηλαδή περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στην έκθεση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο, το Γραφείο Προϋπολογισμού εκτιμά ότι θα υπάρξει σημαντική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και το 2024 -με μείωση του ποσοστού κατά 50%, από το 4,6% φέτος στο 2,3%-, ωστόσο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις ενεργές εστίες ακρίβειας που είναι τα τρόφιμα και ο δομικός πληθωρισμός.
Παρά τη γενικά θετική εικόνα, οι οικονομικές προκλήσεις παραμένουν και συνδέονται κατά κύριο λόγο με την εξέλιξη του πληθωρισμού. «Ο πληθωρισμός έχει αναδιανεμητικές επιπτώσεις, δηλαδή βελτιώνει τη θέση κάποιων επιδεινώνοντας τη θέση κάποιων άλλων» αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού, ενώ επικαλείται έρευνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου η οποία διαπιστώνει ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022 οφείλεται κατά 45% στα υψηλότερα επιχειρηματικά κέρδη, κατά 40% στις τιμές εισαγωγών και κατά μόλις 25% στην αύξηση των μισθών.
Νέα διλήμματα
«Το φαινόμενο έχει χαρακτηριστεί ως greedflation (πληθωρισμός απληστίας) και θέτει νέα διλήμματα στην αντιμετώπισή του. Συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής εξαρτάται περισσότερο από τη συγκράτηση των επιχειρηματικών κερδών και λιγότερο από τον έλεγχο των μισθολογικών αυξήσεων. Με άλλα λόγια, χωρίς μείωση των περιθωρίων κέρδους, η επιστροφή του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και υψηλότερα επιτόκια, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα» αναφέρει η έκθεση.
Σημαντικές θα είναι και οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού κατά το τρέχον έτος, καθώς θα περιοριστεί η ευνοϊκή επίδραση στο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Στη διάρκεια του προηγούμενου έτους, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε οριακά περίπου κατά 3 δισ. ευρώ σε ονομαστικούς όρους (από 353,5 δισ. σε 356,3 δισ.), αλλά μειώθηκε εντυπωσιακά κατά πάνω από 23 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 194,6% σε 171,3%). Η θετική αυτή εξέλιξη προήλθε από τη διαφορά μεταξύ του ρυθμού αύξησης του χρέους (επιτόκιο και καθαρός νέος δανεισμός) και του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης και δεν αναμένεται να επαναληφθεί, τουλάχιστον στην ίδια έκταση, κατά το τρέχον έτος. Σημειώνεται ωστόσο ότι, παρά την επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης και τη μείωση του πληθωρισμού, η ονομαστική μεγέθυνση αναμένεται να παραμείνει υψηλότερη από το επιτόκιο αλλά σε σημαντικά μικρότερο βαθμό από πέρυσι. Επιπρόσθετα, η αποκλιμάκωση του μέσου πληθωρισμού θα επιβραδύνει και την αύξηση των φορολογικών εσόδων, κυρίως εκείνων που ακολουθούν τις αυξήσεις των τιμών, όπως ο ΦΠΑ.
Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός παρουσιάζει έντονη διαφοροποίηση σε επιμέρους κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Ενδεικτικά, στην κατηγορία των τροφίμων η μείωση είναι οριακή, από 12,3% σε 11,4%, στην κατηγορία της ένδυσης και υπόδησης παρουσιάζει αύξηση από 5% σε 12,2%, ενώ στην κατηγορία της στέγασης βρίσκεται σε αρνητική περιοχή, στο -13,3% από 36,1% πέρυσι (λόγω της μείωσης των τιμών ενέργειας). Η διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού κάποιων βασικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα, επιβαρύνει το κόστος διαβίωσης των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, καθώς μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους δαπανάται σε τρόφιμα, και καθιστά απαραίτητη τη διατήρηση των έκτακτων εισοδηματικών ενισχύσεων, με το ανάλογο δημοσιονομικό κόστος.
Σχόλιο του Γραφείου Προϋπολογισμού και για το εκλογικό αποτέλεσμα: «Η ολοκλήρωση των εκλογών σηματοδοτεί το τέλος μιας περιόδου πολιτικής αβεβαιότητας σχετικά με τις δυνατότητες σχηματισμού κυβέρνησης. Η άρση της αβεβαιότητας και η επιστροφή στην κανονικότητα είναι προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της ανάκαμψης και την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας σε συνδυασμό με την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ωστόσο, οι προεκλογικές εξαγγελίες διαμόρφωσαν προσδοκίες που θα πρέπει να διαχειριστεί η κυβέρνηση στο επόμενο διάστημα, ενώ, παράλληλα, εκκρεμεί η διαμόρφωση του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου που θα τεθεί σε εφαρμογή από το 2025 και εντός του οποίου θα πρέπει να κινηθεί η δημοσιονομική πολιτική των επόμενων ετών. Θα πρέπει, επομένως, τα μόνιμα επεκτατικά μέτρα να έχουν εκ των προτέρων διασφαλίσει τη χρηματοδότησή τους από μόνιμες πηγές εσόδων, ώστε οι δημοσιονομικές προοπτικές να μην αποκλίνουν από τις συνθήκες βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους».